Η αντικατάσταση των κλασικών «ρολογιών» ρεύματος με «έξυπνους» μετρητές θα αλλάξει ριζικά τη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τη συμμετοχή των καταναλωτών, αναφέρει στη «Ν» ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Διαχειριστή του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ) Νίκος Χατζηαργυρίου.
Από την έντυπη έκδοση
Στον Κώστα Δεληγιάννη
[email protected]
Όπως επισημαίνει ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΔΕΔΔΗΕ Νίκος Χατζηαργυρίου, η αντικατάσταση μπορεί να υλοποιηθεί μόνο σε μαζική κλίμακα από τον ΔΕΔΔΗΕ, αφού αν και ορισμένοι προμηθευτές δηλώνουν διατεθειμένοι να αναλάβουν οι ίδιοι την εγκατάσταση «έξυπνων» μετρητών στους πελάτες τους, μία τέτοια λύση θα συναντούσε ανυπέρβλητα τεχνικά και πρακτικά εμπόδια. Για την κάλυψη του κόστους εγκατάστασης 7,5 εκατ. «έξυπνων» μετρητών, το οποίο εκτιμάται σε 1 δισ. ευρώ, ο κ. Χατζηαργυρίου σημειώνει πως αξίζει να μελετηθεί η στρατηγική που ακολουθήθηκε στη Γαλλία. Εκεί η επένδυση άρχισε να αποπληρώνεται μετά την εγκατάσταση των μετρητών και σε μεγάλο βάθος χρόνου, με συνέπεια να καλυφθεί από τη μείωση του κόστους της ενέργειας (και κυρίως από την ελάττωση των ρευματοκλοπών), χωρίς να χρειαστεί επομένως να επιβαρυνθούν τα τιμολόγια.
Ποια οφέλη θα έχουν οι καταναλωτές και οι εταιρείες προμήθειας από τους «έξυπνους» μετρητές;
«Η εγκατάσταση των “έξυπνων” μετρητών παρέχει σημαντικά πλεονεκτήματα για τον καταναλωτή, ξεκινώντας από τη δυνατότητα για καλύτερη διαχείριση των φορτίων του και εξοικονόμηση ηλεκτρικής ενέργειας, αφού θα μπορεί να παρακολουθεί τις τρέχουσες και τις προηγούμενες μετρήσεις, είτε μέσω οικιακής οθόνης είτε μέσω του διαδικτύου. Επίσης, θα καταργήσει τους “έναντι” λογαριασμούς και θα διευκολύνει σημαντικά το άνοιγμα της αγοράς και τη διαδικασία αλλαγής προμηθευτή, δίνοντας παράλληλα πολλές δυνατότητες στους προμηθευτές για πολλαπλές ενεργειακές εφαρμογές και ελκυστικότερες προσφορές.
Παράλληλα, θα ελαττωθούν οι χρόνοι διακοπών ηλεκτροδότησης και θα μειωθεί το λειτουργικό κόστος για εργασίες του ΔΕΔΔΗΕ, όπως οι καταμετρήσεις και οι επανασυνδέσεις. Το πιο σημαντικό όμως πλεονέκτημα είναι η δυνατότητα μείωσης των ρευματοκλοπών, οι οποίες παρουσιάζουν έξαρση τα τελευταία χρόνια. Επομένως, τόσο η μείωση του λειτουργικού κόστους, όσο και πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των ρευματοκλοπών, θα έχουν άμεση επίδραση στα τιμολόγια».
Αν και στην Ελλάδα η τηλεμέτρηση χρησιμοποιείται ήδη στους καταναλωτές μέσης τάσης, για την προετοιμασία της πανελλαδικής εφαρμογής της στη χαμηλή τάση (όπου συμπεριλαμβάνονται και οι οικιακοί καταναλωτές) έχει προκηρυχθεί ένα πιλοτικό έργο για την εγκατάσταση 200.000 «έξυπνων» μετρητών, το οποίο ωστόσο δεν έχει ακόμη ξεκινήσει, λόγω προσφυγών στο Συμβούλιο της Επικρατείας και αποφάσεων της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσιών Συμβάσεων. Ποιες κινήσεις έχει κάνει ο Διαχειριστής όσο το πιλοτικό πρότζεκτ παραμένει «παγωμένο»;
«Ο ΔΕΔΔΗΕ προχωράει στην εγκατάσταση νέων “έξυπνων” μετρητών σε κάθε νέα διασύνδεση ή αντικατάσταση υπαρχόντων. Έχει ήδη προχωρήσει στην παραγγελία 224.000 “έξυπνων” μετρητών και μελετά την προμήθεια και εγκατάσταση του νέου Συστήματος Τηλεμέτρησης και Επεξεργασίας Μετρητικών Δεδομένων (Κύριου και Εφεδρικού), με δυναμικότητα επικοινωνίας 7.500.000 μετρητικών σημείων. Το νέο Σύστημα Τηλεμέτρησης θα χρησιμοποιηθεί για την ένταξη των υπαρχόντων συστημάτων μέτρησης, αλλά κυρίως στο πλαίσιο του roll-out, δηλαδή της πανελλαδικής αντικατάστασης των υφιστάμενων συστημάτων μέτρησης χαμηλής τάσης με ευφυή συστήματα.
Αναμφισβήτητα η τηλεμέτρηση των 7,5 εκατ. καταναλωτών χαμηλής τάσης σε όλη τη χώρα αποτελεί το μεγάλο στοίχημα. Είναι ένα πολύ μεγάλο έργο, συνολικού ύψους 1 δισ. ευρώ περίπου, το οποίο θα αλλάξει ριζικά την εικόνα της λειτουργίας της αγοράς και της συμμετοχής των καταναλωτών. Γι’ αυτόν τον σκοπό, ο ΔΕΔΔΗΕ μελετάει την επιλογή του κατάλληλου επιχειρηματικού σχήματος, ενώ συνεργάζεται με μεγάλους Ευρωπαίους διαχειριστές, για να εκμεταλλευτεί την εμπειρία που έχουν αποκομίσει».
Αναφέρατε πως το κόστος θα αγγίξει το 1 δισ. ευρώ. Ποιος θα το επωμιστεί;
«Ένα από τα σημαντικότερα ερωτήματα είναι όντως πώς θα καλυφθεί το κόστος της επένδυσης. Στο σημείο αυτό η εμπειρία της Γαλλίας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αξίζει τον κόπο να μελετηθεί η εφαρμογή της στη χώρα μας. Εκεί η επένδυση άρχισε να αποπληρώνεται αφού οι ηλεκτρονικοί μετρητές είχαν εγκατασταθεί και ήταν ήδη ορατά τα αποτελέσματά τους στη μείωση του κόστους της ενέργειας, η οποία προήλθε κυρίως από τη μείωση των ρευματοκλοπών. Έτσι, η επένδυση αποπληρώθηκε σε μεγάλο βάθος χρόνου, χωρίς να υπάρξει κάποια αλλαγή των τιμολογίων ώστε να καλυφθεί η εγκατάσταση των μετρητών.
Η επιβάρυνση του επενδυτή για την αργοπορημένη αποπληρωμή της απόσβεσης ικανοποιήθηκε από τη Ρυθμιστική Αρχή με την αποδοχή αυξημένου ποσοστού απόδοσης της επένδυσης, επιπλέον της κλασικής απόδοσης των έργων δικτύου. Επιπλέον επιβλήθηκε στον Διαχειριστή ένα αυστηρό σύστημα παρακολούθησης της πορείας του έργου με κίνητρα και ποινές, ανάλογα με την έγκαιρη εξέλιξή του».
Κάποιοι προμηθευτές ισχυρίζονται ότι το έργο της πανελλαδικής εγκατάστασης θα γινόταν πιο εύκολα και γρήγορα αν αναλάμβαναν να βάλουν οι ίδιοι τους μετρητές στους πελάτες τους. Φυσικά, υπό την προϋπόθεση ότι οι μετρητές που θα εγκαθιστούσαν θα ακολουθούσαν τις προδιαγραφές του ΔΕΔΔΗΕ.
«Αν και αυτή η πρόταση φαίνεται εύλογη, οδηγεί σε πολύ δυσμενή αποτελέσματα και, όπως έχει δείξει η ευρωπαϊκή εμπειρία στην Αγγλία και στη Γερμανία, είναι ουσιαστικά ανεφάρμοστη για τεχνικούς και πρακτικούς λόγους. Η πιο σημαντική δυσκολία είναι τεχνική, αφού με τη διάσπαρτη τοποθέτησή τους θα αποκλειόταν η επιλογή της τεχνολογίας PLC (Power Line Carrier) για την επικοινωνία των “έξυπνων” μετρητών με το κέντρο τηλεμέτρησης. Μία τεχνολογία που προτιμάται διεθνώς και έχει χαμηλό λειτουργικό κόστος. Από την άλλη πλευρά, οι πρακτικοί λόγοι περιλαμβάνουν θέματα ιδιοκτησίας του μετρητή, μεταβίβασής του σε περίπτωση που αλλάξει ο πάροχος, κάλυψης του κόστους του από τον προμηθευτή ή τον καταναλωτή, ρυθμιστικά θέματα ασφάλειας των μετρήσεων κ.λπ. Ακόμα και ο δεσπόζων προμηθευτής δεν καλύπτει πλήρως μια περιοχή, και αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να τοποθετούνται διάσπαρτα μετρητές στο δίκτυο. Επομένως, η διάσπαρτη εγκατάσταση δεν θα οδηγούσε σε σημαντική μείωση του κόστους καταμέτρησης, δεδομένου ότι η φυσική καταμέτρηση θα εξακολουθεί να πραγματοποιείται στους γειτονικούς μετρητές, που δεν θα έχουν αντικατασταθεί με “έξυπνους”».