Αυξημένο σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις εμφανίζεται το κόστος των περικοπών των συντάξεων από το 2019, όπως αποτυπώνεται στο νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα. Πρόκειται για μία αύξηση ύψους 389 εκατ. ευρώ, με το επιπλέον ποσό να προέρχεται εξ ολοκλήρου από την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς κυρίως των συνταξιούχων του Δημοσίου.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Σε αύξηση της προσδοκώμενης απόδοσης των δημοσιονομικών μέτρων που προγραμματίζονται για το 2019 κατά 389 εκατ. ευρώ, με το επιπλέον ποσό να προέρχεται εξ ολοκλήρου από την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς (κυρίως των συνταξιούχων του Δημοσίου), προχώρησε η κυβέρνηση, όπως προκύπτει από το αναθεωρημένο μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής σταθερότητας που κατατέθηκε το βράδυ της Παρασκευής στη Βουλή. Από την άλλη, μειωμένος είναι ο λογαριασμός των «αντίμετρων».
Στο μεσοπρόθεσμο σχέδιο που είχε κατατεθεί τον Μάιο του 2017 στη Βουλή προβλεπόταν ότι ο λογαριασμός των αντίμετρων θα ανέλθει στα 2,65 δισ. ευρώ. Με το αναθεωρημένο μεσοπρόθεσμο που κατατέθηκε στη Βουλή προβλέπεται ότι ο λογαριασμός θα πέσει σε 1,99 δισ. ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι «χάνονται» 660 εκατ. ευρώ από τα αντίμετρα.
Η κυβέρνηση ελπίζει ότι αυτό το ποσό που «λείπει» πλέον από τα αντίμετρα θα μπορέσει να το επιστρέψει το 2019 υπό μορφή φορολογικών ελαφρύνσεων συνολικού ύψους 700 εκατ. ευρώ. Για να δοθούν όμως αυτά τα χρήματα, θα πρέπει να παραχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,96% του ΑΕΠ αντί για τον επίσημο στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος που ορίζεται στο 3,5%.
Το μεσοπρόθεσμο σχέδιο αποτυπώνει την απόφαση η μείωση των συντάξεων να γίνει από την 1/1/2019 και η μείωση του αφορολογήτου να ισχύσει από την 1/1/2020. Ωστόσο, στην επιμέρους κοστολόγηση των μέτρων και των αντίμετρων, υπάρχουν βασικές αλλαγές:
1 Δεν επιβεβαιώνεται πλέον ότι το 2019 θα εφαρμοστεί ένα ευρώ αντίμετρων για κάθε ένα ευρώ μέτρων. Ο λογαριασμός των μέτρων της επόμενης χρονιάς ανέρχεται στα 3,02 δισ. ευρώ έναντι 2,631 δισ. ευρώ που ήταν ο αντίστοιχος προϋπολογισμός των μέτρων κατά την κατάρτιση του αρχικού μεσοπρόθεσμου σχεδίου. Από την άλλη, ο λογαριασμός των αντίμετρων συμπιέζεται σε 1,99 δισ. ευρώ αντί για 2,65 δισ. ευρώ που είχαν αποτυπωθεί στο προηγούμενο μεσοπρόθεσμο. Ακόμη και αν συνυπολογιστούν τα 700 εκατ. ευρώ των πιθανών φορολογικών ελαφρύνσεων σε περίπτωση που φτάσει το πλεόνασμα στο 3,96% του ΑΕΠ, και πάλι τα μέτρα θα είναι περισσότερα από τα αντίμετρα κατά τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ.
2 Το σύνολο της αύξησης στην απόδοση των δημοσιονομικών μέτρων της επόμενης χρονιάς οφείλεται στην επανεκτίμηση της απόδοσης από την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις. Έτσι, για το 2019:
* Ο λογαριασμός των συνταξιοδοτικών παρεμβάσεων ανεβαίνει από τα 2,493 δισ. ευρώ, που είχε εκτιμηθεί στο περυσινό μεσοπρόθεσμο, στα 2,882 δισ. ευρώ. Δηλαδή, ο «λογαριασμός» των φετινών μέτρων στις συντάξεις ανεβαίνει στο 1,52% του εκτιμώμενου ΑΕΠ του 2019 (σ.σ. περίπου 189,74 δισ. ευρώ). Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι αυτή είναι η «μικτή» απόδοση των μέτρων για τις συντάξεις. Οι θεσμοί λαμβάνουν υπόψη τους την καθαρή απόδοση του μέτρου η οποία για να προκύψει πρέπει να ληφθεί υπόψη και η επίπτωση στα φορολογικά έσοδα από τη μείωση του εισοδήματος των συνταξιούχων. Η αύξηση της εκτιμώμενης απόδοσης των μέτρων για τις συντάξεις οφείλεται, πρώτον, στην αναθεώρηση της εκτίμησης για την περικοπή των συντάξεων του ιδιωτικού τομέα (σ.σ.: ΙΚΑ, ΟΑΕΕ πρώην ΤΕΒΕ κ.λπ.) κατά 106 εκατ. ευρώ. δηλαδή από το 1,328 δισ. ευρώ στο 1,434 δισ. ευρώ. Η απόδοση της περικοπής των επικουρικών συντάξεων παραμένει σταθερή στα 232 εκατ. ευρώ, ενώ αντίθετα μειώνεται η προσδοκώμενη απόδοση του μέτρου του «παγώματος» των συντάξεων (σ.σ.: είναι το μέτρο που ορίζει ότι οι συντάξεις θα παραμείνουν παγωμένες μέχρι το 2022 ανεξάρτητα από την πορεία του ΑΕΠ και του πληθωρισμού). Η διόρθωση αυτή ανέρχεται στα 33 εκατ. ευρώ και οφείλεται στο γεγονός ότι θα είναι μικρότερο το ΑΕΠ σε σχέση με τα όσα είχαν ληφθεί υπόψη πριν από έναν χρόνο.
Όσον αφορά τη διόρθωση της απόδοσης από την περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις κύριες συντάξεις, αυτή φτάνει στα 316 εκατ. ευρώ. Πλέον εκτιμάται ότι από τη μείωση του εισοδήματος των συνταξιούχων του Δημοσίου θα εξοικονομηθεί 1,121 δισ. ευρώ και όχι 805 εκατ. ευρώ όπως είχε αναγραφεί στο προηγούμενο μεσοπρόθεσμο. Αξίζει να σημειωθεί ότι, με την πάροδο των ετών, το νέο μεσοπρόθεσμο δείχνει και μείωση της δημοσιονομικής απόδοσης που θα έχει η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις του ιδιωτικού τομέα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, με την πάροδο των ετών, μερικές χιλιάδες συνταξιούχων θα λαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερες αυξήσεις στο εισόδημά τους.
* Στα φορολογικά μέτρα, δεν υπάρχει κάποια διαφοροποίηση σε σχέση με τα όσα είχαν προϋπολογιστεί πριν από έναν χρόνο. Η μείωση της έκπτωσης φόρου από τα 1.900 στα 1.250 ευρώ θα αυξήσει τον φόρο εισοδήματος κατά 1,92 δισ. ευρώ το 2019.
Πού οφείλεται η μείωση στα θετικά μέτρα
Στα αντίμετρα, πριν από έναν χρόνο είχε προϋπολογιστεί ότι θα υπάρξουν παρεμβάσεις δημοσιονομικού κόστους 2,65 δισ. ευρώ για το 2019. Στο μεσοπρόθεσμο που κατατέθηκε την Παρασκευή στη Βουλή προβλέπεται μείωση της δημοσιονομικής απόδοσης σε 1,99 δισ. ευρώ. Η διαφορά οφείλεται εξ ολοκλήρου στα μέτρα κοινωνικής προστασίας, με τη δαπάνη να περιορίζεται σε 1,19 δισ. ευρώ από 1,85 δισ. ευρώ που ήταν η αντίστοιχη περσινή εκτίμηση. Στον λογαριασμό υπάρχει το κονδύλι για την επέκταση του προγράμματος σχολικών γευμάτων, αλλά και τα 140 εκατ. ευρώ για τη δημιουργία νέων μονάδων προσχολικής εκπαίδευσης. Υπάρχουν επίσης τα 600 εκατ. ευρώ για την επιδότηση ενοικίου. Δεν υπάρχουν όμως τα 660 εκατ. ευρώ που αναφέρονταν στο περσινό μεσοπρόθεσμο και τα οποία προορίζονταν για «πρόσθετες εξισορροπητικές παρεμβάσεις». Επίσης, από τον πίνακα απουσιάζουν οι αναφορές για φορολογικές ελαφρύνσεις 1,5 δισ. ευρώ το 2020 και 3,5 δισ. ευρώ το 2021. Υπάρχει βέβαια στο μεσοπρόθεσμο ο προγραμματισμός για πρόσθετες ελαφρύνσεις σε περίπτωση εμφάνισης υπερ-πλεονασμάτων. Η αρχή γίνεται με φορολογικές ελαφρύνσεις 700 εκατ. ευρώ για το 2019, 1,135 δισ. ευρώ το 2020, 1,547 δισ. ευρώ το 2021 και 2,28 δισ. ευρώ το 2022. Όσον αφορά την αύξηση των κοινωνικών δαπανών, αυτή υπολογίζεται στα 145 εκατ. ευρώ για το 2020, στα 557,5 εκατ. ευρώ για το 2021 και στο 1,296 δισ. ευρώ για το 2022.