Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές πέφτει και το θέμα της αξιοποίησης των αδιάθετων κεφαλαίων της 3ης δανειακής σύμβασης -συνολικού ύψους περίπου 27,4 δισ. ευρώ- λίγες ημέρες πριν από το κρίσιμο Eurogroup της 21ης Ιουνίου, στο Λουξεμβούργο.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές πέφτει και το θέμα της αξιοποίησης των αδιάθετων κεφαλαίων της 3ης δανειακής σύμβασης -συνολικού ύψους περίπου 27,4 δισ. ευρώ- λίγες ημέρες πριν από το κρίσιμο Eurogroup της 21ης Ιουνίου, στο Λουξεμβούργο.
Με τις διαπραγματεύσεις για την αναχρηματοδότηση του ελληνικού χρέους να βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, αλλά και τις συνθήκες που επικρατούν στις διεθνείς αγορές να βάζουν «φρένο» στα σχέδια για έκδοση νέων ελληνικών ομολόγων, τουλάχιστον στο αμέσως προσεχές διάστημα, εξετάζεται το ενδεχόμενο να αξιοποιηθούν τα αδιάθετα της 3ης δανειακής σύμβασης, ώστε να αναχρηματοδοτηθούν δανειακές υποχρεώσεις της Ελλάδας κοντινής λήξης (έως το 2021 ή έως το 2022) και να διασφαλιστεί ότι το χρέος θα εξυπηρετείται χωρίς προβλήματα τα επόμενα 2-3 χρόνια ανεξάρτητα από τις συνθήκες που θα επικρατούν στις διεθνείς αγορές.
Μέχρι το τέλος του 2018 θα πρέπει να καταβληθούν περί τα 3,9 δισ. ευρώ (εκ των οποίων 1,28 δισ. ευρώ στην ΕΚΤ και 1,14 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ), ποσά τα οποία είναι ήδη εξασφαλισμένα. Για το 2019 απαιτούνται 11,751 δισ. ευρώ, για το 2020 5 δισ. ευρώ και για το 2021 επιπλέον 5 δισ. ευρώ. Έτσι, ο συνολικός «λογαριασμός» ανέρχεται:
1. Στα 20,65 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2020.
2. Στα 25,75 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2021.
3. Στα 35,6 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2022.
Στα ποσά αυτά δεν περιλαμβάνονται οι τόκοι. Όμως, αυτά τα ποσά ούτως ή άλλως θα καλυφθούν από τα πρωτογενή πλεονάσματα που υποχρεούται να παράξει η χώρα. Με τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος να έχει οριστεί στο 3,5%, είναι δεδομένο οι τόκοι θα μπορούν να καλυφθούν με τους καρπούς της ετήσιας εκτέλεσης των συγκεκριμένων προϋπολογισμών.
Αυτή τη στιγμή τα διαθέσιμα ανέρχονται περίπου στα 15 δισ. ευρώ, αν ληφθούν υπόψη και οι πόροι που αντλεί το Δημόσιο μέσα από τα repos που «υπογράφονται» με τους φορείς της γενικής κυβέρνησης. Το σχέδιο προβλέπει δύο βασικές κινήσεις, οι οποίες αν υλοποιηθούν η ελληνική κυβέρνηση θα μπορεί στο τέλος του προγράμματος να βγει στις αγορές και να ισχυριστεί ότι οι δανειακές της ανάγκες είναι διασφαλισμένες είτε μέχρι το 2021 είτε μέχρι το 2022, ό,τι και αν γίνει στις ξένες αγορές:
1. Η πρώτη κίνηση αφορά την άντληση όσο το δυνατόν περισσότερων πόρων από τα «αναξιοποίητα» 27 δισ. ευρώ του 3ου μνημονίου.
2. Η δεύτερη κίνηση αφορά τη διάθεση μέρους αυτών των 27 δισ. ευρώ προκειμένου να αποπληρωθούν οφειλές που λήγουν μέσα στο χρονικό διάστημα 2020-2022.
Αν υλοποιηθούν αυτές οι δύο κινήσεις, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους θα αποκτήσει την... πολυτέλεια της έκδοσης νέων ομολόγων μόνο όταν θα είναι ευνοϊκές οι συνθήκες και όχι υπό καθεστώς πίεσης.
SMPs και ANFAs
Λήξεις στην περίοδο 2019-2022 υπάρχουν και στα ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους είτε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (πρόγραμμα SMP) είτε οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των χωρών-μελών της Ευρωζώνης (πρόγραμμα ANFA). Οι λήξεις του πρώτου πακέτου αφορούν δανειακές υποχρεώσεις συνολικού ύψους 7,74 δισ. ευρώ για τα SMPs και 2,588 δισ. ευρώ για τα ANFAs.
Ωστόσο, γι’ αυτά τα δάνεια η λύση που προωθείται έχει να κάνει με την επιστροφή των κερδών που έχουν αποκομίσει είτε η ΕΚΤ είτε οι εθνικές κεντρικές τράπεζες από τη διακράτηση των ομολόγων τα τελευταία χρόνια. Αυτό είναι και ένα από τα «χαρτιά» που έχουν στα χέρια τους οι δανειστές για τη μεταμνημονιακή παρακολούθηση της Ελλάδας προκειμένου η χώρα να εκπληρώνει τους στόχους (κυρίως τους δημοσιονομικούς) για την περίοδο από το 2019 έως το 2022.
Έτσι, τα ομόλογα από τα ANFAs και τα SMPs δεν αναμένεται να μπουν στη συζήτηση για την αναχρηματοδότηση. Όσον αφορά το μεγάλο δάνειο του EFSF, συνολικού ύψους περίπου 130 δισ. ευρώ, η συζήτηση έχει να κάνει με την επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής του από 4-5 χρόνια (όπως θέλει η Γερμανία) έως και 15 χρόνια (όπως θέλει το ΔΝΤ). Η αποπληρωμή του συγκεκριμένου δανείου αυτή τη στιγμή ξεκινάει από το 2023 και εκτείνεται χρονικά μέχρι και το 2056. Έτσι, ούτως ή άλλως η επιμήκυνση δεν συνδέεται με τη βραχυπρόθεσμη «χαλάρωση» των δανειακών υποχρεώσεων της Ελλάδας, αλλά με τη γενικότερη ανακατανομή των δανειακών βαρών ώστε να χαρακτηριστεί η εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους ως βιώσιμη. Αξίζει να σημειωθεί ότι μια επιμήκυνση της τάξεως των 10 ετών, όπως θέλει να εξασφαλίσει η ελληνική κυβέρνηση, μειώνει τις ετήσιες ανάγκες για την εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου χρέους από τα περίπου 2,3-2,4 δισ. ευρώ που είναι σήμερα για όλη την περίοδο μέχρι και το 2037, στα 1,8-1,9 δισ. ευρώ.
Ουσιαστικά, δηλαδή, η επιμήκυνση μεταφράζεται σε μείωση των ετήσιων δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους κατά περίπου μισό δισ. ευρώ.
3ο πακέτο:Έχουν αντληθεί 45,9 δισ.
Μέχρι και τις 28 Μαρτίου που έγινε η εκταμίευση της τελευταίας δόσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, η Ελλάδα είχε αντλήσει συνολικά 45,9 δισ. ευρώ από το συνολικό ποσό των 86 δισ. ευρώ που είχε εγκριθεί τον Αύγουστο του 2015. Ούτως ή άλλως έχει προγραμματιστεί η εκταμίευση του 1 δισ. ευρώ έως τις 15 Ιουνίου για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, αλλά και επιπλέον 11,7 δισ. ευρώ με την ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης. Έτσι, το «αδιάθετο» τμήμα του δανείου διαμορφώνεται περίπου στα 27,4 δισ. ευρώ.