«Δεν είναι της ώρας», τονίζει ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος στους βουλευτές της κυβέρνησης, που εγείρουν ζήτημα πολιτικής επιβίωσης απέναντι στις επικείμενες νέες περικοπές των συντάξεων. Το σενάριο που διακινούν πλέον στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ο πρακτικός αντίκτυπος της συμφωνίας με τους πιστωτές, τα αληθινά περιθώρια ελιγμών στη διαπραγμάτευση και ο πυρήνας της κρίσης στο ασφαλιστικό.
Ανάλυση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
«Δεν είναι της ώρας», τονίζει ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος στους βουλευτές της κυβέρνησης, που εγείρουν ζήτημα πολιτικής επιβίωσης απέναντι στις επικείμενες νέες περικοπές των συντάξεων.
Ο ίδιος διακατέχεται προφανώς από το άγχος της τελευταίας αξιολόγησης του προγράμματος, της διαπραγμάτευσης για το ελληνικό χρέος και της διαβούλευσης για το ακριβές καθεστώς της μετα-προγραμματικής εποπτείας. Ακόμη κι έτσι, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να εξεταστεί η άρση του μέτρου, στο μέλλον.
Στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επικοινωνούν και δημοσίως πλέον το σενάριο η κυβέρνηση να «σφραγίσει» τη λήξη του προγράμματος και αμέσως μετά να επικαλεστεί τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα της υπερφορολόγησης για να εγείρει δυναμικά θέμα αναίρεσης της περικοπής στη δαπάνη για τις συντάξεις· 1% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση.
Σε αυτήν την περίπτωση, ο συνειρμός είναι αναπόφευκτος. Αν της «βγει», έχει καλώς. Αν δεν της «βγει», θα προσφύγει σε πρόωρες εκλογές «με το κεφάλι ψηλά» απέναντι στους ψηφοφόρους της. Ιδίως αν η ιδέα συγχρονιστεί με τις εξελίξεις στο Σκοπιανό.
Όμως, γιατί η κυβέρνηση διακυβεύει ό,τι έκτισε, σε αγαστή συνεργασία με τους πιστωτές, μετά το «φροντιστήριο» του 2015; Και γιατί επιμένει ακόμη και σήμερα να μην ενημερώνει τους συνταξιούχους για την εξειδίκευση των περικοπών; Προφανώς, υπάρχει λόγος, διττός. Ο πρώτος αφορά ένα παιχνίδι καθυστερήσεων μέχρι να ληφθούν οι οριστικές αποφάσεις για τον χρόνο των εκλογών και άρα μιας πιθανής φυγής με αποποίηση ευθύνης. Ο δεύτερος έχει να κάνει με το περιεχόμενο της «συσκευασίας» που θα λάβουν οι συνταξιούχοι.
Αν κάποιος έχει δικαίως κερδίσει τον τίτλο του εμπειρογνώμονα στο ασφαλιστικό, αυτός είναι ο πρώην υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Γιώργος Κουτρουμάνης. Μέσα από μια σειρά τοποθετήσεων το τελευταίο διάστημα, έχει προβεί ίσως στην πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση αναφορικά με το εύρος και το βάθος των περικοπών.
Από την 1/1/2019, μέσα από τον επανυπολογισμό των συντάξεων με βάση τον ασφαλιστικό νόμο 4387/2016, αφαιρώντας τους συνταξιούχους του ΟΓΑ, προκύπτουν μειώσεις για το 65% των συνταξιούχων, οι οποίες αγγίζουν ακόμη και τις τρεις συντάξεις τον χρόνο· σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούν το 30%. Πρακτικά, θα υπάρξουν μειώσεις για το 50% και συγκεκριμένα για το 1,3 εκατ. από τα 2,6 εκατ. του συνόλου των συνταξιούχων. Από αυτούς, μεγάλες μειώσεις, δηλαδή της τάξης του 18%, θα αντιμετωπίσουν περίπου 700.000 συνταξιούχοι. Πρόκειται κατά βάση για συνταξιούχους του στενού δημόσιου τομέα, συνταξιούχους του πρώην ΤΕΒΕ, μηχανικούς, γιατρούς, δικηγόρους και ελεύθερους επαγγελματίες. Οι υπόλοιποι 600.000 συνταξιούχοι θα δουν μειώσεις από 5% έως 12%, στην κύρια σύνταξη. Άλλοι 450.000 θα συναντήσουν μικρές μεταβολές· μείωση ή και αύξηση 2%. Ευνοημένοι θα βγουν μόνο 450.000 από τα 2,6 εκατ. των συνταξιούχων, οι οποίοι στο παρελθόν έχουν καταβάλει ιδιαίτερα υψηλές εισφορές στο ΙΚΑ.
Υπάρχουν λοιπόν πρακτικά τα περιθώρια η κυβέρνηση να ανατρέψει τη δέσμευση για αυτές τις περικοπές; Μια θετική απάντηση δεν προκύπτει από τα δεδομένα. Το συγκεκριμένο μέτρο αναφέρεται ρητά στο επικαιροποιημένο μνημόνιο, το οποίο οδεύει προς ψήφιση στη Βουλή από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος.
Σε ό,τι αφορά τους θεσμικούς πιστωτές, σε ερωτήματα που συνοδεύουν το σενάριο αποχώρησης -χρηματοδοτικά- του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα, εκφράζουν τη δυσφορία τους και μόνο για το γεγονός ότι τίθεται εκ νέου ως θέμα. Το μέτρο είναι εμπνεύσεως ΔΝΤ. Όμως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Ευρώπη ζήτησε εξ αρχής από το ΔΝΤ να μεταβεί στην Ελλάδα. Προκειμένου να βγαίνει μπροστά στις δύσκολες αποφάσεις για λογαριασμό της.
Μέχρι και η Κομισιόν των Γιούνκερ και Μοσκοβισί κλείνει κάθε σχετική συζήτηση εν τη γενέσει της. Έχει κι αυτό εξήγηση. Πρώτον, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις λογοδοτούν στους δικούς τους φορολογούμενους και η Ελλάδα ακόμη και σήμερα διατηρεί συντάξεις υψηλότερες από εκείνες σε άλλες χώρες που καλούνται να προσυπογράφουν συμφωνίες δανειοδότησης της ελληνικής οικονομίας. Δεύτερον, υπάρχει αντικειμενική ανάγκη στο ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα. Αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι 1,5 εργαζόμενος πρέπει να συντηρεί 1 συνταξιούχο, ένα νόμισμα με δύο όψεις: χαμηλό ποσοστό απασχόλησης, υψηλό ποσοστό πρόωρων και ευρύτερα ευνοϊκών συνταξιοδοτήσεων. Είναι ο λόγος για τον οποίο στην Ελλάδα εντοπίζεται το υψηλότερο ποσοστό ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ένα από τα υψηλότερα στον ΟΟΣΑ, για την καταβολή συντάξεων, μέσω κρατικής επιχορήγησης στα ασφαλιστικά ταμεία· στοιχείο που με τη σειρά του βρίσκεται πίσω από τους δυσβάσταχτους φόρους και εισφορές στην αγορά εργασίας.
Η πραγματικότητα είναι σκληρή και αμείλικτη, πολιτικά για την κυβέρνηση, πρακτικά για τους συνταξιούχους. Ωστόσο, υπάρχουν λύσεις, οι οποίες θα πρέπει να αναζητηθούν σε δύο επίπεδα: α) στη δικαιότερη σύνδεση του ύψους των εισφορών με το ύψος της σύνταξης και τον χρόνο της συνταξιοδότησης β) στην αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος μέσω της ανάπτυξης, δηλαδή μέσω των παραγωγικών επενδύσεων και της δημιουργίας θέσεων εργασίας.
Εκεί θα πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους από κοινού οι συνταξιούχοι και ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός. Όσο για την κυβέρνηση, δεν μπορεί από τη μία πλευρά να ψηφίζει τις περικοπές στις συντάξεις και από την άλλη πλευρά να «κλείνει το μάτι» στην κοινή γνώμη καθησυχάζοντας συγχρόνως τους πιστωτές ότι θα τηρήσει τη συμφωνία. Με τη στρατηγική αυτή, περιορίζει σημαντικά τις πιθανότητες να αποτελέσει μέρος της λύσης που έχει ανάγκη το συνταξιοδοτικό σύστημα, με το βλέμμα στις σημερινές αλλά και τις επόμενες γενιές.