Τις βασικές προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου σχεδίου δημοσιονομικής στρατηγικής για την περίοδο 2019-2022 έδωσε στη δημοσιότητα το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, προχωρώντας -τρία 24ωρα πριν από την κατάθεση στη Βουλή- σε αξιολόγηση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων που θα περιλαμβάνονται στο μεσοπρόθεσμο.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Τις βασικές προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου σχεδίου δημοσιονομικής στρατηγικής για την περίοδο 2019-2022 έδωσε στη δημοσιότητα το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, προχωρώντας -τρία 24ωρα πριν από την κατάθεση στη Βουλή- σε αξιολόγηση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων που θα περιλαμβάνονται στο μεσοπρόθεσμο. Για το 2018 προβλέπεται, όπως αναμενόταν, ανάπτυξη 2% του ΑΕΠ, με τον ρυθμό να επιταχύνεται στο 2,4% για το 2019 και να διαμορφώνεται στο 2,3% για το 2020, στο 2,1% για το 2021 και στο 1,8% για το 2022. Το ποσοστό της ανεργίας αναμένεται ότι θα μειωθεί από το 19,9% το 2018 στο 14,3% έως το 2022, ενώ τα πρωτογενή πλεονάσματα προβλέπεται ότι θα κινηθούν πάνω από το 3,5% για όλη την περίοδο από το 2019 έως το 2022.
Συγκεκριμένα, η υπεραπόδοση του προϋπολογισμού θα είναι τέτοια ώστε το 2019 να προκύψει δημοσιονομικός χώρος 866 εκατ. ευρώ, το 2020 ο χώρος αυτός να αυξηθεί στο 1,287 δισ. ευρώ, το 2021 στα 2,112 δισ. ευρώ και το 2022 στα 3,582 δισ. ευρώ. Σε ποσοστά αυτοί οι αριθμοί μεταφράζονται σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,96% του ΑΕΠ για το 2019, 4,15% για το 2020, 4,53% για το 2021 και 5,19% για το 2022. Ο «δημοσιονομικός χώρος» προβλέπεται ότι θα χρηματοδοτήσει φορολογικές ελαφρύνσεις κατά την περίοδο 2019-2021, αλλά και κοινωνικές παροχές με βάση συγκεκριμένες αναλογίες.
Οι βασικές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις για την περίοδο 2019-2022 όπως αποτυπώνονται στην έκθεση του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου έχουν ως εξής:
1 Για το 2018 προβλέπεται ανάπτυξη 2% όπως έχει συμφωνηθεί με τους δανειστές, κάτι που σημαίνει ότι το ΑΕΠ θα ανέλθει στα 190,831 δισ. ευρώ. Η ανάπτυξη εκτιμάται ότι θα προέλθει από αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 0,5%, της δημόσιας κατανάλωσης κατά 1,2%, των επενδύσεων κατά 11,1% (σ.σ.: είναι η εκτίμηση για τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου) και των εξαγωγών κατά 5,6%. Οι εισαγωγές προβλέπεται να αυξηθούν με οριακά μικρότερο ρυθμό της τάξεως του 5,5%. Η ανεργία εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 19,9% και ο πληθωρισμός στο 0,6%. Σε δημοσιονομικό επίπεδο, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να ανέλθει στο 3,56% έναντι στόχου 3,5%. Δηλαδή προβλέπεται πολύ μικρή υπεραπόδοση της τάξεως των μόλις 111 εκατ. ευρώ, γεγονός που περιορίζει τις πιθανότητες για έκτακτο μέρισμα κατά τη διάρκεια της φετινής χρονιάς, εφόσον φυσικά δεν υπάρξει καλύτερη του αναμενομένου απόδοση.
2 Για το 2019 η ανάπτυξη αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,4% του ΑΕΠ φέρνοντας το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν στα 195,411 δισ. ευρώ. Η ιδιωτική κατανάλωση προβλέπεται να αυξηθεί με ρυθμό 1%, η δημόσια κατανάλωση με 0,4%, οι επενδύσεις με 12,1%, οι εξαγωγές με 4,6% και οι εισαγωγές με 4,4%. Προβλέπεται περαιτέρω μείωση της ανεργίας στο 18,2% και πληθωρισμός 1,2%. Το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να διαμορφωθεί στο 3,96% δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο της τάξεως των 866 εκατ. ευρώ, ο οποίος προβλέπεται να αξιοποιηθεί κυρίως για φορολογικές ελαφρύνσεις (σ.σ.: εφόσον φυσικά υπάρξει), όπως είπε άλλωστε και ο πρωθυπουργός στην πρόσφατη ομιλία του στο συνέδριο του ΣΕΤΕ.
3 Για το 2020 αναμένεται μικρή μείωση του ρυθμού ανάπτυξης συγκριτικά με το 2019, στο 2,3% (έναντι 2,4%), αλλά επιταχυνόμενη μείωση της ανεργίας στο 16,6% (από 18,2% το 2019). Ο ρυθμός αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να φτάσει στο 1,2% και της δημόσιας κατανάλωσης στο 0,6%. Οι επενδύσεις θα ενισχυθούν σε ποσοστό 9,4% και οι εξαγωγές με ρυθμό 4,4%, έναντι ρυθμού 4,2% των εισαγωγών. Ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί με ρυθμό 1,3%. Για το 2020 προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα 4,15% (με βάση τον μνημονιακό ορισμό) έναντι στόχου 3,5% με αποτέλεσμα να δημιουργείται και πάλι δημοσιονομικός χώρος της τάξεως του 1,287 δισ. ευρώ, ο οποίος όμως θα μοιραστεί σε φορολογικές ελαφρύνσεις και κοινωνικές παροχές. Το υπερπλεόνασμα αναμένεται να δημιουργηθεί το 2020 κυρίως από αύξηση των εσόδων (από τα 86,166 δισ. ευρώ στα 87,487 δισ. ευρώ) γεγονός αναμενόμενο δεδομένου ότι για τη συγκεκριμένη χρονιά προβλέπεται η μείωση της έκπτωσης φόρου από τα 1.900 στα 1.250 ευρώ.
4 Το 2021 προβλέπεται ακόμη υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 4,53% επίσης έναντι στόχου 3,5%, με τον δημοσιονομικό χώρο (ή το υπερ-πλεόνασμα) να εκτινάσσεται στα 2,112 δισ. ευρώ. Και πάλι η πρόσθετη αύξηση εκτιμάται ότι θα προέλθει από την αύξηση των δημοσίων εσόδων που αναμένεται να εκτιναχθούν στα 89,412 δισ. ευρώ. Για το 2021 προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 2,1%, δηλαδή μικρότερος συγκριτικά με το 2020. Ο ρυθμός αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να είναι και πάλι ισχνός (μόλις 1,2%) και της δημόσιας κατανάλωσης μόλις 0,4%. Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με ρυθμό 7,7% και οι εξαγωγές με ρυθμό 3%, έναντι 2,9% των εισαγωγών. Με πληθωρισμό 1,5% προβλέπεται περαιτέρω πτώση της ανεργίας στο 15,4%.
5 Το «υπερπλεόνασμα» αναμένεται να φτάσει στο μεγαλύτερο επίπεδο κατά τη διάρκεια του 2022. Με πρόβλεψη για πρωτογενές πλεόνασμα-μαμούθ της τάξεως του 5,19% προκύπτει ποσό της τάξεως των 3,582 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση φορολογικών ελαφρύνσεων και κοινωνικών παροχών. Για την ίδια χρονιά αναμένονται και έσοδα-ρεκόρ σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης της τάξεως των 91,6 δισ. ευρώ. Η ανάπτυξη αναμένεται να περιοριστεί περαιτέρω στο 1,8% του ΑΕΠ, με την ιδιωτική κατανάλωση να αυξάνεται κατά 1,2%, τη δημόσια κατανάλωση κατά 0,4%, τις επενδύσεις με 5,7%, τις εξαγωγές με ρυθμό 3% και τις εισαγωγές με ρυθμό 2,9%. Η ανεργία θα αποκλιμακωθεί στο 14,3%.