Το τέλος του Μνημονίου τον Αύγουστο του 2018, δηλαδή «το τέλος της ανάγκης δανειοδότησης από τον επίσημο τομέα υπό την προϋπόθεση εφαρμογής συγκεκριμένων μέτρων πολιτικής, διαμορφώνει αντικειμενικά μια νέα κατάσταση» επισημάινει η υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου.
Το τέλος του Μνημονίου τον Αύγουστο του 2018, δηλαδή «το τέλος της ανάγκης δανειοδότησης από τον επίσημο τομέα υπό την προϋπόθεση εφαρμογής συγκεκριμένων μέτρων πολιτικής, διαμορφώνει αντικειμενικά μια νέα κατάσταση» επισημάινει η υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου.
Σε συνέντευξή της στην «Εποχή» η κ. Αχτσιόγλου υπογραμμίζει ότι η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων που έχει κλειδώσει για τον Αύγουστο του 2018, η αύξηση του κατώτατου μισθού και η καταπολέμηση της επισφάλειας και της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας, είναι οι τρεις πυλώνες στο σχέδιο της κυβέρνησης για την εργασία.
Σημειώνει ότι στη βάση αυτών των πυλώνων η κυβέρνηση ήδη ασκεί την πολιτική της και κατά τη διάρκεια του μνημονίου -χωρίς δηλαδή να περιμένει την έξοδο από το πρόγραμμα για να παρέμβει- και επί των οποίων «θα έχουμε ακόμα μεγαλύτερα περιθώρια για να ενεργήσουμε μετά τον Αύγουστο».
Η υπουργός αναφέρει ότι αναδεικνύονται με μεγάλη σαφήνεια οι διαφορές των θέσεων με τη ΝΔ όσον αφορά στα εργασιακά, ένα ζήτημα που είναι «ταυτοτικό». Τονίζει ότι με την ομιλία του στον ΣΕΒ, αλλά και κατά τη διάρκεια της β' αξιολόγησης, ο κ. Μητσοτάκης «εξέφρασε με πολύ καθαρό τρόπο την πιστά νεοφιλελεύθερη γραμμή»: "φθηνή, απροστάτευτη και πλήρως επισφαλής εργασία". Στηλιτεύει, δε, το γεγονός ότι «καταγγέλλουν τη σημερινή κυβέρνηση για τους χαμηλούς μισθούς, αφού τους συρρίκνωσαν με νόμο και πάγωσαν τις συλλογικές συμβάσεις, ανακόπτοντας οποιαδήποτε δυνατότητα αυξήσεών τους». «Από τη μια καταγγέλλουν τους χαμηλούς μισθούς και από την άλλη χαρακτηρίζουν τις συλλογικές συμβάσεις "ιδεολοψίες"», σχολιάζει.
Στον αντίποδα υπογραμμίζει ότι το μοντέλο που προωθεί η κυβέρνηση θέλει αυστηρούς κανόνες προστασίας της εργασίας, ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων, κάλυψη των τυφλών σημείων που υπήρχαν στο σύστημα και άφηναν απροστάτευτους τους εργαζόμενους και πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Η κ. Αχτσιόγλου τονίζει ότι η κυβέρνηση δεν μιλά απλά για μια επαναφορά του καθεστώτος που ίσχυε πριν το 2010 στα εργασιακά, «αλλά για μια περισσότερο οραματική διάσταση της ενίσχυσης της εργασίας, όπου επαναφέρεις μεν μερικές βασικές σταθερές όπως οι συλλογικές συμβάσεις, ταυτόχρονα όμως θωρακίζεις το σύστημα και το κάνεις πιο ισχυρό».
Αναφορικά με τον ΕΦΚΑ, επισημαίνει ότι η κυβέρνηση παρέλαβε τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης με έλλειμμα 1,1 δισ. ευρώ μετά μάλιστα από 11 διαδοχικές περικοπές συντάξεων και πως μέσα σε ελάχιστο διάστημα η κυβέρνηση έκανε μια «ριζοσπαστική μεταρρύθμιση, όπου ενιαιοποιούνται όλα. «Προφανώς δεν αρνούμαστε ότι υπάρχουν προβλήματα καθημερινής λειτουργίας, αλλά συνειδητοποιεί κανείς το μεγάλο έργο της μεταρρύθμισης που προσπαθεί να υλοποιηθεί σε τόσο μικρό διάστημα;», προσθέτει.
Ερωτηθείς σχετικά με τις περικοπές συντάξεων το 2019, η υπουργός επισημαίνει πως τέθηκε το ζήτημα στη β' αξιολόγηση από το ΔΝΤ που πίστευε ότι δεν θα επιτευχθούν οι στόχοι για το πλεόνασμα του 3,5% για το '19. Τονίζει ότι «είμαστε ολοένα και πιο σίγουροι σε σχέση με τις αποδόσεις, τα πράγματα όμως αυτή τη στιγμή έχουν μια δεδομένη σειρά που είναι: κλείνουμε την τέταρτη αξιολόγηση, ολοκληρώνουμε τη συζήτηση για το χρέος, κλείνουμε τη συζήτηση για τη μεταμνημονιακή περίοδο και εν συνεχεία βλέπουμε και τις δημοσιονομικές δυνατότητες που θα έχουμε, για να κάνουμε παρεμβάσεις που θα ελαφρύνουν τον κόσμο που μπορεί να επιβαρυνθεί».
Μιλώντας για το νομοσχέδιο κατά της επισφάλειας που βρίσκεται σε διαβούλευση, επισημαίνει ως μια απο τις πλέον κρίσιμες εργατικές διατάξεις του την πρόβλεψη μείωσης προστίμου για την αδήλωτη εργασία, εφόσον ο εργοδότης προσλάβει τον εργαζόμενο που ήταν αδήλωτος. Δεύτερη σημαντική διάταξη είναι οι κανόνες στις εργολαβίες, βάσει των οποίων «ο αναθέτων το έργο θα ευθύνεται απέναντι στους εργαζόμενους για μισθούς και εισφορές σε κάθε περίπτωση».
Η Έφη Αχτσιόγλου αναφέρεται ακόμα στην εντατικοποίηση των μέτρων για τη μείωση της ανεργίας, όπου μεταξύ άλλων μέχρι το τέλος του έτους «θα υλοποιήσουμε προγράμματα για 80.000 ανέργους», αλλά και στις σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις που αφορούν στους πρόσφυγες.