Mε τους βραδύτερους ρυθμούς των τελευταίων 18 μηνών αναπτύχθηκε η οικονομική δραστηριότητα στον ιδιωτικό τομέα της Ευρωζώνης τον Μάιο, όπως προκύπτει από τα προκαταρκτικά στοιχεία της IHS Markit. H εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με τα στοιχεία που δείχνουν ότι ο πληθωρισμός διατηρείται σε επίμονα χαμηλά επίπεδα, δένουν τα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, την ώρα που η Federal Reserve προχωρά κανονικά σε αυξήσεις επιτοκίων και η Τράπεζα της Ιαπωνίας επεναξετάζει τη στρατηγική χαλάρωσης.
Tης Νατάσας Στασινού
[email protected]
Mε τους βραδύτερους ρυθμούς των τελευταίων 18 μηνών αναπτύχθηκε η οικονομική δραστηριότητα στον ιδιωτικό τομέα της Ευρωζώνης τον Μάιο, όπως προκύπτει από τα προκαταρκτικά στοιχεία της IHS Markit. H εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με τα στοιχεία που δείχνουν ότι ο πληθωρισμός διατηρείται σε επίμονα χαμηλά επίπεδα, δένουν τα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, την ώρα που η Federal Reserve προχωρά κανονικά σε αυξήσεις επιτοκίων και η Τράπεζα της Ιαπωνίας επεναξετάζει τη στρατηγική χαλάρωσης.
Ο σύνθετος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) για τη δραστηριότητα στους τομείς μεταποίησης και υπηρεσιών της Ευρωζώνης υποχώρησε κατά μία μονάδα στις 54,1 από 55,1 μονάδες, ενώ αναλυτές σε πρόσφατη δημοσκόπηση του Reuters προέβλεπαν οριακή πτώση στις 55 μονάδες. Ο δείκτης εξακολουθεί να παραμένει σε απόσταση ασφαλείας από το όριο των 50 μονάδων, που διακρίνει την ανάπτυξη από την ύφεση. Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένος με το γεγονός ότι βρίσκεται σταθερά σε τροχιά πτώσης για τέσσερις διαδοχικούς μήνες.
Ο επιμέρους δείκτης των υπηρεσιών έκανε «βουτιά» στις 53,9 μονάδες από 54,7 τον Απρίλιο, έναντι προσδοκιών ότι θα συγκρατηθεί στις 54,6. Ήταν η χειρότερη επίδοση από τις αρχές του 2017 και κατώτερη των προβλέψεων του συνόλου των αναλυτών, που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Reuters. Aπογοητευτική η εικόνα και για τη μεταποίηση με τον PMI να υποχωρεί στις 55,5 από 56,2 μονάδες, έναντι εκτίμησης για μικρή πτώση στις 56. Ο επιμέρους δείκτης παραγωγής διολίσθησε στις 54,5 από 56,2 μονάδες.
Η ΕΚΤ
Τα δεδομένα Απριλίου και Μαΐου καταδεικνύουν ότι η Ευρωζώνη πιθανότατα θα παρουσιάσει ρυθμούς ανάπτυξης μόλις 0,4% το δεύτερο τρίμηνο του έτους, έναντι αρχικών προσδοκιών για μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά 0,6% σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο. Είναι σαφές ότι η ορμή του 2017- του καλύτερου έτους για τη νομισματική ένωση από το 2007- έχει χαθεί- εξέλιξη, που δημιουργεί πονοκέφαλο στην ΕΚΤ, σε μία περίοδο κατά την οποία σχεδίαζε να χαράξει τη σταδιακή επιστροφή σε πιο «ομαλή» νομισματική πολιτική.
Υπό αυτές τις συνθήκες η κεντρική τράπεζα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να διακόψει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης πριν από το τέλος του έτους. Όσο για το πότε θα αρχίσει να αποσύρει τα τρισ. που έχει ήδη ρίξει στην αγορά μέσω αυτού, είναι άγνωστο. Η πρώτη επιτοκιακή αύξηση αναμένεται να έρθει μετά το πρώτο τρίμηνο του 2019 και αυτή θα αφορά μάλιστα το καταθετικό επιτόκιο (που είναι σήμερα στο -0,4%) και όχι το βασικό επιτόκιο δανεισμού που θα συνεχίσει πιθανότατα έως και τα μέσα του επόμενου έτους να παραμένει στο μηδέν.
Και η ευθύνη των κυβερνήσεων
Οι συνθήκες όμως εντείνουν τις πιέσεις και στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, τις οποίες ο Μάριο Ντράγκι έχει επανειλημμένα καλέσει να σηκώσουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης για την ανάκαμψη- άλλες με πιο αποφασιστική εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες, που έχουν τα δημοσιονομικά περιθώρια, με αύξηση των επενδύσεων. Και αυτό ενώ φουντώνει στους κόλπους της ένωσης η συζήτηση για την κατεύθυνση, που θα πρέπει να λάβει.
Οι διαφωνίες για το εάν η ζώνη του ευρώ θα πρέπει να κινηθεί προς βαθύτερη οικονομική και πολιτική ενοποίηση (την οποία δεν αντιλαμβάνονται όλα τα κράτη- μέλη με τον ίδιο τρόπο) ή να κινηθεί πιο «χαλαρή» δομή, που θα φροντίσει μεταξύ άλλων να επιτρέπει την έξοδο των μελών, επιμένουν, ενώ πλησιάζει η ώρα για την κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής, στην οποία Βερολίνο και Παρίσι έχουν δεσμευθεί να παρουσιάσουν ένα ενιαίο σχέδιο. Είναι αμφίβολο πια εάν ο γαλλο-γερμανικός άξονας θα μπει εγκαίρως σε λειτουργία, την ώρα που η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του ευρώ, η Ιταλία, ετοιμάζεται για μία κυβέρνηση που αμφισβητεί ευθέως το ευρώ. Οι ιταλικές πολιτικές εξελίξεις έρχονται να χτυπήσουν ακόμη πιο ηχηρό καμπανάκι και από το ελληνικό δράμα των τελευταίων ετών, αφού αφορούν ένα ιδρυτικό μέλος και μία οικονομία too big to fail.