Με βασική κατευθυντήριο την «αρχή της βιώσιμης οφειλής» ενεργοποιείται εντός των προσεχών ημερών η ρύθμιση για τις αγροτικές ληξιπρόθεσμες οφειλές του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων σε συνεργασία με την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.
Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Με βασική κατευθυντήριο την «αρχή της βιώσιμης οφειλής» ενεργοποιείται εντός των προσεχών ημερών η ρύθμιση για τις αγροτικές ληξιπρόθεσμες οφειλές του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων σε συνεργασία με την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.
Οι διατάξεις της ρύθμισης αφορούν φυσικά πρόσωπα μόνο, δηλαδή γεωργούς, κτηνοτρόφους, αλιείς, οι οφειλές των οποίων έχουν σχέση με αγροτική δραστηριότητα.
Συγκεκριμένα ρυθμίζονται οφειλές προς την εφορία για εισόδημα, ΦΠΑ κ.λπ. και προς πρώην ΟΓΑ για ασφαλιστικές εισφορές, μέσα από διαδικασίες που προβλέπονται από ισχύουσες ρυθμίσεις, όπως οι 120 δόσεις, το κούρεμα των προσαυξήσεων και άλλα, που έχουν εξαγγείλει τα υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας, καθώς και τα «κόκκινα» δάνεια προς τράπεζες που έκλεισαν και βρίσκονται υπό εκκαθάριση (κυρίως η πρώην Αγροτική Τράπεζα αλλά και άλλες), οφειλές που σήμερα διαχειρίζονται από τη PQH (διαχειρίστρια εταιρεία).
Ειδικά σε ό,τι αφορά τα κόκκινα δάνεια, οι οφειλές είναι αυτές των δανείων που είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα και απαιτητά γιατί η καθυστέρηση αποπληρωμής ξεπερνούσε τις 90 ημέρες την ημέρα μεταφοράς της πρώην ΑΤΕ σε άλλο τραπεζικό ίδρυμα, ενώ την 31η/12/2017 πρέπει η καθυστέρηση να ξεπερνά τις 30 ημέρες.
Αξίζει να επισημανθεί ότι οι εκτιμήσεις για το ύψος των «κόκκινων» δανείων των φυσικών προσώπων κάνουν λόγο για συνολικό ποσό 1,2-1,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων ωστόσο μόνο το 1/3 αφορά το αρχικό κεφάλαιο, καθώς το υπόλοιπο αφορά πανωτόκια.
Σε αυτό το πλαίσιο, αν γίνει δεκτό το αίτημα ένταξης, η ρύθμιση δύναται να περιλαμβάνει 100% διαγραφή των τόκων υπερημερίας δανείων, επιπλέον διαγραφή τόκων και κεφαλαίου δανείων, βάσει των ήδη αποπληρωμένων ποσών, αφού ληφθεί υπ’ όψιν ο Νόμος 3259/2004 για τα πανωτόκια, (σύμφωνα με τον οποίο για τους αγρότες οι οφειλές τους δεν μπορούν να υπερβαίνουν το διπλάσιο του ληφθέντος κεφαλαίου, όπως διαμορφώθηκε στην τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού), ενώ ιδιαιτέρως σημαντικό είναι το γεγονός ότι παρέχεται ακόμη και η δυνατότητα πώλησης ακινήτων, με σκοπό την εξόφληση του εναπομείναντος χρέους.
Υπενθυμίζεται ότι όπως έχει ήδη αναφέρει η «Ν» για τη ρύθμιση των αγροτικών δανείων προβλέπεται διαγραφή κεφαλαίου έως και το 60%, σε περίπτωση ολικής εξόφλησης εντός τριμήνου του εναπομείναντος ποσού (κατόπιν της ανωτέρω διαγραφής τόκων και πανωτοκίων), ενώ σε περίπτωση ρύθμισης σε δόσεις του εναπομείναντος ποσού (κατόπιν της ανωτέρω διαγραφής τόκων και πανωτοκίων), η αποπληρωμή μπορεί να διαρκέσει έως και 10 έτη και η διαγραφή κεφαλαίου να φτάσει το 40%.
Όπως ανέφερε ο ειδικός γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους Φώτης Κουρμούσης, μόλις ο ΟΓΑ βεβαιώσει τις οφειλές των εισφορών του 2016 και τις περάσει στο σύστημα, από την επόμενη ώρα, οι αγρότες θα μπορούν να μπαίνουν στην εφαρμογή μέσω της πλατφόρμας της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους www.keyd.gov.gr, με τον κωδικό που έχουν για το TAXISnet και να βλέπουν τις βεβαιωμένες οφειλές τους και να προχωρούν στην υποβολή αίτησης ένταξης στη ρύθμιση. Η κάθε περίπτωση θα εξετάζεται ξεχωριστά, ενώ θα λαμβάνεται υπ’ όψιν η κάλυψη των εξόδων διαβίωσης και λειτουργικού κόστους της δραστηριότητας, ενώ θα γίνεται διασταύρωση της οικονομικής κατάστασης των οφειλετών.
Έτσι, εάν ένας οφειλέτης έχει στην κατοχή του ακίνητα (πέραν των υποθηκών) που υπερβαίνουν κατά πολύ το ποσό της οφειλής, τίθεται εκτός των ειδικών ρυθμίσεων, ενώ αντίστοιχα εάν ο οφειλέτης έχει καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό βάσει των οποίων είναι ικανός να καλύψει το χρέος του δεν θα εντάσσεται στη ρύθμιση.
Επισημαίνεται ότι η υπό εφαρμογή ρύθμιση δεν αφορά: τα ληξιπρόθεσμα δάνεια αγροτών και νομικών προσώπων που φέρουν την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, τα ληξιπρόθεσμα δάνεια συνεταιρισμών όλων των κατηγοριών και τα ληξιπρόθεσμα δάνεια αγροτών προς τις εμπορικές τράπεζες.
Για «την πιο σημαντική ρύθμιση που έχει γίνει ποτέ στον αγρότη» και η οποία «θα του δώσει πάλι τον έλεγχο των οικονομικών του» έκανε λόγο ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Βαγγέλης Αποστόλου και υπογράμμισε ότι «δεν πρέπει να χαθεί αυτή η ευκαιρία», δεδομένου ότι «ο εκκαθαριστής υποχρεούται να καταφύγει είτε σε νομικές ενέργειες είτε στην πώληση των συγκεκριμένων δανείων σε fund», εξέλιξη η οποία -σύμφωνα με τον κ. Αποστόλου- θα είναι καταστροφική για το χώρο. Από την πλευρά του ο υφυπουργός Βασίλης Κόκκαλης επισήμαινε ότι «δεν μπορεί να μιλάμε για ανάπτυξη όταν υπάρχει υπερχρέωση».
Πώς θα «ψαλιδιστούν» οι άμεσες ενισχύσεις από τη νέα ΚΑΠ
Στην επικείμενη μείωση των άμεσων ενισχύσεων για τους Έλληνες παραγωγούς και στις προκαταρκτικές εκτιμήσεις για το ύψος του «κουρέματος» της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής κατά τη νέα προγραμματική περίοδο 2021-2027 αναφέρθηκε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Βαγγέλης Αποστόλου, πριν από την έναρξη της χθεσινής συνέντευξης Τύπου για τη ρύθμιση των αγροτικών χρεών, τονίζοντας ότι «ως κυβέρνηση, θα δώσουμε την μάχη και για τον σκοπό αυτό θα ενημερώσω άμεσα τον πρωθυπουργό για τις απόψεις μας, ώστε οι απώλειες αυτές να καταστούν όσο το δυνατό μικρότερες για τον κόσμο της γεωργίας και αν είναι δυνατό να εξαλειφθούν».
Όπως ανέφερε ο υπουργός, «η νέα ΚΑΠ θα σηκώσει ένα δυσανάλογα μεγάλο μέρος του φορτίου λόγω του Brexit, αλλά και λόγω των νέων προτεραιοτήτων (άμυνα, μεταναστευτικό, φύλαξη συνόρων κ.λπ.) που τίθενται σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
Στο πλαίσιο αυτό προκύπτουν μειώσεις στις άμεσες ενισχύσεις των γεωργών αλλά και σημαντικές μειώσεις στον συνολικό φάκελο που αφορά τον Πυλώνα ΙΙ (Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης), ωστόσο οι εκτιμήσεις που αφορούν το ποσοστό των μειώσεων ποικίλλουν.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η Κομισιόν υπολογίζει τη μείωση σε σταθερές τιμές για την ΚΑΠ συνολικά στο 5% με αποπληθωριστή 1,1%, ενώ στους άλλους τομείς της οικονομίας υπολογίζει τον πληθωρισμό στο 2%. Αυτό επιμερίζεται σε απώλειες σε έως 3,9% στις άμεσες ενισχύσεις για 16 κράτη-μέλη, έξι κράτη-μέλη θα δουν μικρότερες απώλειες, ενώ πέντε κράτη-μέλη θα αυξήσουν τον εθνικό τους φάκελο άμεσων ενισχύσεων.
Η Farm Europe (δεξαμενή σκέψης) εκτιμά ότι οι συνολικές απώλειες για τον προτεινόμενο προϋπολογισμό της ΚΑΠ θα φτάσουν (μεσοσταθμικά σε ετήσια βάση) έως 11,71% κατά μέσο όρο για την περίοδο 2021-2027 και 16% για το 2027, με ρυθμό πληθωρισμού 2%. Με άλλα λόγια, υποστηρίζουν ότι 9,56% υπολείπεται ο προϋπολογισμός του πρώτου πυλώνα κατά μέσο όρο για το 2021-2027 (15% το 2027) ώστε να διατηρηθεί η τρέχουσα αξία των άμεσων ενισχύσεων, ενώ για τον δεύτερο πυλώνα η συνολική μείωση αγγίζει το 21%.
Αξίζει να επισημανθεί ότι η κατανομή των πόρων στον 2ο πυλώνα θα γίνει σύμφωνα με τις ιστορικές επιδόσεις, αλλά και με αντικειμενικά κριτήρια. Συνεπώς χωρίς να δούμε τις νομοθετικές προτάσεις, όπως και για τον 1ο πυλώνα, δεν μπορούμε να ξέρουμε το ακριβές μέγεθος των απωλειών για τη χώρα μας. Οι απώλειες για τον 2ο πυλώνα μπορούν να περιοριστούν ως διατιθέμενοι πόροι διότι τη μείωση των πόρων από πλευράς Ε.Ε. μπορεί να καλύψει η αύξηση της εθνικής συγχρηματοδότησης του κράτους-μέλους.
Στο μεταξύ, υπάρχουν κράτη-μέλη που πιέζουν για ακόμα μεγαλύτερες μειώσεις του προϋπολογισμού συνολικά αλλά και στο τμήμα που αφορά την ΚΑΠ.
Πάντως, θετική εξέλιξη θεωρείται ότι τα κέντρα λήψεων αποφάσεων στις Βρυξέλλες φέρεται ότι απομακρύνονται από το ενδεχόμενο πλήρους εξωτερικής σύγκλισης και με βάση τα όσα ανέφερε ο κ. Αποστόλου στο τραπέζι έχει πέσει το ενδεχόμενο για αναλογική / βαθμιαία εξωτερική σύγκλιση των άμεσων ενισχύσεων, όπως αποτυπώθηκε στις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατανέμοντας το βάρος της μερικής εξωτερικής σύγκλισης αναλογικά σε πολλά κράτη-μέλη.
Σημειώνεται ότι η χώρα μας απολαμβάνει ιδιαίτερα υψηλή στρεμματική ενίσχυση, περί τα 57 ευρώ το στρέμμα, ενώ ο μέσος όρος της Ε.Ε. μόλις περνά τα 25 ευρώ. Στον βαθμό που αποφασιστεί εξωτερική σύγκλιση, με τα υφιστάμενα δεδομένα, η μείωση των άμεσων ενισχύσεων για τους Έλληνες παραγωγούς δύναται να αγγίξει το 55%. Η θέση του υπουργείου επί του ζητήματος είναι ξεκάθαρα αρνητική.
Στην παρούσα πάντως φάση, το υπουργείο αξιολογεί τις προτάσεις της Επιτροπής προκειμένου να προχωρήσει στη διαμόρφωση των τελικών θέσεών του.