Το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ευρωπαϊκές τράπεζες μειώθηκε περισσότερο από το ένα τρίτο σε τρία χρόνια, από 1,12 τρισ. ευρώ σε 813 δισ. ευρώ σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών.
Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Ως ανάσα εκλαμβάνουν οι ελληνικές τράπεζες το γεγονός πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξετάζει την απόσυρση των σχεδιαζόμενων κανόνων που θα υποχρέωναν σε μεγαλύτερες προβλέψεις τα εποπτευόμενα από εκείνην πιστωτικά ιδρύματα.
Το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ευρωπαϊκές τράπεζες μειώθηκε περισσότερο από το ένα τρίτο σε τρία χρόνια, από 1,12 τρισ. ευρώ σε 813 δισ. ευρώ σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών.
Το μεγαλύτερο κομμάτι των δανείων αυτών αφορούν τις Ιταλία, Πορτογαλία και Ελλάδα.
Δυστυχώς οι σχεδιασμοί των εποπτικών αρχών διαθέτουν μία μερική αδυναμία, καθώς εκ των πραγμάτων δημιουργούνται με βάση στοιχεία του μέσου όρου και όχι στοιχεία των χωρών όπως η δική μας που κινούνται σε ακραίες συνθήκες.
Έτσι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και δικαίως σχεδιάζει κυρίως πώς να μην επεκταθούν τα μη εξυπηρετούμενα χρηματοοικονομικά ανοίγματα και σε δεύτερο χρόνο πώς να περιοριστούν τα υπάρχοντα.
Υπ’ αυτήν την έννοια οι σχεδιασμοί δημιουργούν μεγάλα προβλήματα στις ελληνικές τράπεζες αλλά και στις ιταλικές και τις πορτογαλικές. Εν τω μεταξύ, οι άδειες για τη δημιουργία νέων χωρίς το βαρίδι των «κόκκινων» δανείων πιέζει ασφαλώς τους μετόχους των συστημικών τραπεζών στη χώρα.
Πού θα χτύπαγαν οι νέες απαιτήσεις
Μεταξύ άλλων, αυτό το οποίο ζητούσε η ΕΚΤ -για την ακρίβεια περιλαμβάνεται στις κατευθυντήριες γραμμές της, αλλά, όπως φαίνεται, πλέον βρίσκεται υπό αναθεώρηση- είναι ότι από την 1η Απριλίου: Για νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ή για ρυθμισμένα δάνεια που καταλήγουν εκ νέου σε NPE’s και διατηρούνται σε αυτήν την κατάσταση επί διετίας χωρίς εξασφαλίσεις και για μία επταετία με εξασφαλίσεις, οι προβλέψεις να ανέρχονται στο 100% του δανείου.
Το φορτίο αυτό θεωρείται βαρύ, σχεδόν δυσβάσταχτο για τις ελληνικές τράπεζες που εκτιμάται πως:
α. δεν θα μπορέσουν να αναχρηματοδοτήσουν την ελληνική οικονομία.
β. θα χρειάζονται διαρκώς νέα κεφάλαια που κανείς δεν φαίνεται διατεθειμένος να τοποθετήσει.
Με βάση το γεγονός πως καθεμία νέα μονάδα επισφαλειών που αντιπροσωπεύει ένα σεβαστό πλήθος εκατομμυρίων ευρώ για κάθε τράπεζα, μειώνει σε ονομαστικές αξίες ισόποσα τα κεφάλαια της τράπεζας, η οποιαδήποτε ελαστικότερη αντιμετώπιση των δανείων αποτελεί σημαντική υπόθεση ιδιαίτερα για τις ελληνικές τράπεζες.
Μολονότι δεν έχει ληφθεί καμία απόφαση ακόμη, εκτιμάται πως το Συμβούλιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της ΕΚΤ (SSM) θα συζητήσει το θέμα σε συνεδρίαση τον επόμενο μήνα, με την τελική απόφαση να αναμένεται τον Ιούνιο, δήλωσε μία από τις πηγές.
Βad Bank και ΙFRS9
Σε ό,τι αφορά την Bad Bank, «κεφάλαιο» εξαιρετικά σημαντικό για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων, τραπεζικοί παράγοντες παρατηρούν πως συζητήσεις γίνονται και θα εξακολουθήσουν να γίνονται. Σημαντική παράμετρος όμως για την απόφαση λειτουργίας μιας κακής τράπεζας που θα συμπεριλάβει για διαχείριση όλα τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών είναι ποιος θα τη χρηματοδοτήσει. Σε αυτό λοιπόν το επίπεδο και καθώς σχετικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται, το σχέδιο δείχνει να βαλτώνει όπως και τις προηγούμενες φορές.
Εν τω μεταξύ πρόσφατο άρθρο των «Financial Times» (23.04.18) επισημαίνει πως οι ευρωπαϊκές τράπεζες σπεύδουν να επωφεληθούν από τη μεταβατική περίοδο που προβλέπουν τα IFRS9 για τα επισφαλή δάνεια (σ.σ. με μεταφορά κεφαλαιακών αναγκών στο μέλλον).
Οι τράπεζες του ευρωπαϊκού Νότου έλαβαν φέτος πρόσθετες προβλέψεις για μη εξυπηρετούμενα δάνεια άνω των 14 εκατ. ευρώ ώστε να «καταγράψουν» την αξία του τοξικού δανειακού χαρτοφυλακίου που σκοπεύουν να πουλήσουν, εκμεταλλευόμενες τα νέα λογιστικά πρότυπα και να καθυστερήσουν ένα νέο πλήγμα στο κεφάλαιό τους. Οι αναλυτές αναφέρουν, όπως λέει το σχετικό άρθρο, ότι η δυνατότητα αυτή των τραπεζών, να λάβουν πρόσθετες προβλέψεις για επισφαλή δάνεια χωρίς να χρειάζεται να αντλήσουν επιπλέον κεφάλαια, έχει ωθήσει τα περισσότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να αρχίσουν να πωλούν μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ιδιαίτερα στην Ιταλία και την Ελλάδα (σ.σ. αφού τα δάνεια φέρουν προβλέψεις μπορούν να πουληθούν με κέρδος). Η επιτάχυνση των πωλήσεων επισφαλών δανείων είναι ευχάριστη είδηση για τους Ευρωπαίους ρυθμιστές. Ωστόσο, το μέγεθος των προβλέψεων που έλαβαν ορισμένες τράπεζες -ιδιαίτερα στην Ιταλία και την Ισπανία σύμφωνα με τους FT- εξέπληξε τους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι οποίοι ανησυχούν ότι πρόκειται για μετάθεση απωλειών στο μέλλον.
Με την υποψία ότι ορισμένες τράπεζες μπορεί να μετέθεσαν στο μέλλον τις προβλέψεις προκειμένου να επωφεληθούν από την πενταετία, αξιωματούχοι του SSM έστειλαν επιστολές σε πολλές τράπεζες για να τους επισημάνουν την ανησυχία τους, ότι οι προβλέψεις αυτές θα έπρεπε λογιστικά να είχαν αντιμετωπιστεί διαφορετικά.
Η ΕΚΤ απέφυγε να σχολιάσει το θέμα σημειώνουν οι FT. Η ΕΚΤ έχει διαμηνύσει σε πολλές τράπεζες που έχουν συσσωρεύσει NPLs ότι θα πρέπει να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα σε ποσοστό κάτω του 5% του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου τους.
Ο μέσος όρος των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΝΡΕ) στην Ευρώπη είναι περίπου 4%. Το ποσοστό αυτό ωστόσο δεν αφορά χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ιταλία.
Αυξήθηκε η ζήτηση για δάνεια στο α' τρίμηνο
Μικρή αύξηση σημειώθηκε στη ζήτηση δανείων από μικρομεσαίες επιχειρήσεις αλλά και νοικοκυριά το πρώτο τρίμηνο καταγράφει σχετική έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το α’ τρίμηνο του 2018, τόσο τα κριτήρια χορήγησης δανείων όσο και οι όροι χορήγησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) παρέμειναν αμετάβλητα σε σχέση με το δ’ τρίμηνο του 2017, εξέλιξη σύμφωνη με τις προσδοκίες που είχαν διατυπωθεί στην έρευνα του προηγούμενου τριμήνου, σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος. Οι τράπεζες αναμένουν ότι τα κριτήρια γενικά θα παραμείνουν σχεδόν αμετάβλητα κατά τη διάρκεια του β’ τριμήνου του 2018, αν και υπάρχει εκτίμηση αυστηροποίησης των κριτηρίων για τη χορήγηση μακροπρόθεσμων δανείων. Αμετάβλητη παρέμεινε η συνολική ζήτηση για δάνεια από τις ΜΧΕ (μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις), αν και παρατηρήθηκε μικρή αύξηση της ζήτησης από τις μμε (μικρομεσαίες επιχειρήσεις). Το επόμενο τρίμηνο η συνολική ζήτηση για δάνεια από τις ΜΧΕ αναμένεται να παραμείνει στο ίδιο επίπεδο, αν και αναμένεται μικρή περαιτέρω αύξηση της ζήτησης από τις μμε. Η αναλογία των αιτήσεων για επιχειρηματικά δάνεια που απορρίφθηκαν σε σχέση με τις αιτήσεις, παρέμεινε σταθερή σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Δάνεια προς νοικοκυριά
Το α’ τρίμηνο του 2018, τα κριτήρια χορήγησης δανείων προς νοικοκυριά παρέμειναν αμετάβλητα σε σχέση με το δ’ τρίμηνο του 2017, εξέλιξη σύμφωνη με τις προσδοκίες που είχαν διατυπωθεί στην έρευνα του προηγούμενου τριμήνου.
Η ζήτηση για καταναλωτικά δάνεια παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη σε σχέση με το δ’ τρίμηνο του 2017, ενώ η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια αυξήθηκε ως ένα βαθμό. Τα κριτήρια χορήγησης δανείων προς νοικοκυριά αναμένεται να παραμείνουν στα ίδια επίπεδα και κατά τη διάρκεια του β’ τριμήνου του 2018, ενώ η ζήτηση δανείων από νοικοκυριά αναμένεται να παραμείνει σχεδόν αμετάβλητη.
Αμετάβλητοι παρέμειναν και οι όροι χορήγησης δανείων προς νοικοκυριά, το α’ τρίμηνο του 2018.
Η αναλογία των αιτήσεων για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια που απορρίφθηκαν παρέμεινε αμετάβλητη σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος.
Υψηλότερες τιμές - στόχοι από τη Citi
Μπορεί η Citi να διατηρεί σύσταση ουδετερότητας για τις τρεις από τις τέσσερις ελληνικές τράπεζες, πλην όμως ανεβάζει αισθητά τις τιμές-στόχους.
Ο οίκος διατηρεί σύσταση «buy» για τον τίτλο της Alpha Bank ανεβάζοντας την τιμή-στόχο στα 2,68 από 2,16 ευρώ, ενώ ψηφίζει «neutral» για τις μετοχές των τριών συστημικών τραπεζών.
Σε ό,τι αφορά την Τράπεζα Πειραιώς, θέτει νέο στόχο τα 3,99 από 3,10 ευρώ, για τη Eurobank ανεβάζει τον στόχο στο 1,17 από 0,80 ευρώ, ενώ για την Εθνική πιέζει οριακά την τιμή-στόχο στο 0,32 από 0,33 ευρώ.
Ο οίκος συμφωνεί με το προβλεπόμενο αποτέλεσμα των stress tests για τις ελληνικές τράπεζες (προάγονται και οι τέσσερις), δεδομένης της ισχυρής κεφαλαιακής θέσης των τραπεζών, της βελτιωμένης κάλυψης με προβλέψεις μετά το IFRS 9 και των ηπιότερων μακροοικονομικών υποθέσεων σε σχέση με την άσκηση του 2015.
Ο περιορισμός των NPE’s κατά 8,6 δισ. ευρώ το 2017 οδήγησε σε υπεραπόδοση των στόχων (0,1-0,8 δισ. εκάστη).
Η Citi μειώνει τις εκτιμήσεις της για τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών κατά 47% φέτος και κατά 29% για το 2019. Ωστόσο, τα IFRS9 επιτρέπουν μια μετακύλιση των προβλέψεων και επομένως δίνουν στον οίκο τη δυνατότητα να προχωρήσει σε αναθεωρημένες και θετικότερες προβλέψεις.
Η σύσταση ουδετερότητας προκύπτει από το γεγονός πάντως των προσπαθειών των τραπεζών για περαιτέρω μείωση των NPE’s.
Σε ό,τι αφορά την Alpha Bank, η Citi αιτιολογεί τη σύσταση αγοράς λόγω της ισχυρότερης ικανότητάς της να απορροφά τα ρίσκα, λόγω του υψηλότερου δείκτη βασικών εποπτικών κεφαλαίων CET1 και της ανώτερης ποιότητας κεφαλαίων.