Την ανάγκη για περισσότερες και πρωτίστως πιο ποιοτικές επενδύσεις επισημαίνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την οικονομία. Εξηγεί δε τι μας χωρίζει από το παρελθόν, αλλά και πόση απόσταση έχουμε να διανύσουμε για να φτάσουμε την υπόλοιπη Ευρώπη και προτείνει ένα δυναμικό σχέδιο διπλασιασμού των παραγωγικών επενδύσεων.
Την ανάγκη για περισσότερες και πρωτίστως πιο ποιοτικές επενδύσεις επισημαίνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την οικονομία. Εξηγεί δε τι μας χωρίζει από το παρελθόν, αλλά και πόση απόσταση έχουμε να διανύσουμε για να φτάσουμε την υπόλοιπη Ευρώπη και προτείνει ένα δυναμικό σχέδιο διπλασιασμού των παραγωγικών επενδύσεων.
Όπως αναφέρει ο ΣΕΒ ναι μεν το μερίδιο των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν στο 26% πριν την κρίση (έναντι 13% σήμερα), η συντριπτική όμως πλειονότητά τους κατευθυνόταν στους διεθνώς μη εμπορεύσιμους κλάδους της οικονομίας υποστηρίζοντας ένα αναπτυξιακό υπόδειγμα εισαγωγών, αποβιομηχάνισης και κατανάλωσης. «Απαιτείται συνεπώς να βρεθεί ένα νέο σημείο ισορροπίας στην Ελληνική οικονομία ως προς το μέγεθος και το μείγμα των ιδιωτικών επενδύσεων, ώστε με τις κατάλληλες μεταρρυθμιστικές πολιτικές να αξιοποιήσουμε την έξοδό μας από τα μνημόνια και τη διεθνή κινητικότητα των επενδυτικών κεφαλαίων προς όφελος της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας» υπογραμμίζει.
Μετά από μια 10ετία ισχνών αγελάδων, και με τη δυναμική που αναπτύσσεται στην οικονομία μας, ο ΣΕΒ υποστηρίζει ένα δυναμικό σενάριο διπλασιασμού των παραγωγικών επενδύσεων, με ετήσιο ρυθμό αύξησης επενδύσεων άνω του 10%, από 22,5 δισ. ευρώ το 2017 σε 45 δισ. ευρώ περίπου το 2024, ή στο 20% του ΑΕΠ, που είναι σήμερα ο μέσος όρος των επενδύσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό μεταφράζεται σε 3 έως 3,5 δισ. ευρώ πρόσθετες επενδύσεις ετησίως.
Το κλειδί στις μεταρρυθμίσεις
Ο χρόνος αυτός μπορεί να συντομευθεί και ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης να αυξηθεί ακόμη περισσότερο αν η ελληνική πολιτεία επιλέξει ένα μεταρρυθμιστικό big bang, επισημαίνει ο ΣΕΒ, κάνοντας λόγο για μεταρρυθμίσεις που θα μας ξεχωρίσουν από τον διεθνή επενδυτικό ανταγωνισμό, ως χώρας φιλικής και ελκυστικής στις βιομηχανικές και τεχνολογικές επενδύσεις, ως χώρας που ενεργά φροντίζει για την αξιοποίηση των κεφαλαίων, όχι μόνο προς όφελος της εθνικής οικονομίας, αλλά και προς όφελος των επενδυτών που αναλαμβάνουν επενδυτικούς κινδύνους.
Για παράδειγμα, υπολογίζεται ότι με ετήσιο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων κατά 15% (αντί για 10% στο βασικό σενάριο), ο στόχος των επενδύσεων στο 20% του ΑΕΠ επιτυγχάνεται σε 5 αντί για 7 χρόνια. Αντιθέτως, με ρυθμό αύξησης των επενδύσεων κατά 5% τότε απαιτούνται 16 περίπου χρόνια για να επιτευχθεί ο ανωτέρω στόχος. Η χώρα μας, εκτιμά ο Σύνδεσμος, μπορεί μέσα σε μια επταετία να έχει διπλασιάσει σχεδόν τις επιχειρηματικές επενδύσεις και να έχει διαμορφώσει μια πιο ισορροπημένη οικονομία, με αύξηση και των δημόσιων επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων και των επενδύσεων σε κατοικίες και real estate, όχι, όμως, με τις προς κρίσης υπερβολές, όταν οι επενδύσεις σε κατοικίες ήταν μεγαλύτερες εκείνων των επιχειρήσεων.
«Αν δεν κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση και επιλέξουμε τη business as usual παλινδρόμηση στις πολιτικές και τις πρακτικές του παρελθόντος, η χώρα θα λιμνάζει σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αποεπένδυσης και μειωμένης παραγωγικότητας για χρόνια» προειδοποιεί και προσθέτει πως ήρθε ο καιρός να συμφωνήσουμε σε συλλογικό επίπεδο ότι «ντροπή είναι η φτώχεια και η διαιώνισή της, όχι ο πλούτος και η δημιουργία του» και να δημιουργήσουμε ξανά τις προϋποθέσεις για να γίνει η Ελλάδα μια επικράτεια ευημερίας για τους πολλούς σε υγιείς βάσεις αυτή τη φορά.
Οι διαφορές με το παρελθόν
Στην Ελλάδα οι ακαθάριστες επενδύσεις διαμορφώθηκαν το 2017 σε 22,5 δισ. (από 60,5 δισ. ευρώτο 2007), εκ των οποίων οι κατοικίες σε 1 δισ. ευρώ (από €25,2 δισ. το 2007), οι δημόσιες επενδύσεις σε 6 δισ. (ευρώ από €11,3 δισ. το 2007) και οι ιδιωτικές επενδύσεις πλην κατοικιών (επιχειρηματικές) σε 15,5 δισ. ευρώ(από €24 δισ. το 2007).
Στο σύνολό τους, οι καθαρές (μετά από αποσβέσεις) επενδύσεις το 2017 εξακολούθησαν να είναι αρνητικές κατά -€6,9 δισ. (-3,9% του ΑΕΠ), κυρίως λόγω των υψηλών αποσβέσεων σε κατοικίες, σε συνδυασμό με την τεράστια πτώση των επενδύσεων σε κατοικίες, ενώ στο μέσο όρο της ΕΕ- 28 είναι θετικές στο 3,3% του ΑΕΠ.
Εξαιρουμένων των κατοικιών, πάντως, οι καθαρές επενδύσεις το 2017 έγιναν για πρώτη χρονιά θετικές, που σημαίνει ότι από εδώ και πέρα, οι επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές χωρίς κατοικίες) που γίνονται στην Ελλάδα θα αρχίσουν να αυξάνουν το κεφαλαιακό απόθεμα της χώρας, και, κατ’ επέκταση, να συμβάλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας και στο βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού.
Μέχρι σήμερα, οι λιγοστές επενδύσεις απλώς συντηρούσαν (και μάλιστα όχι πλήρως) τον κεφαλαιακό εξοπλισμό της χώρας, χωρίς να τον αυξάνουν. Συνεπώς, το 2017 είναι μια καμπή στην εξέλιξη των επενδύσεων στην Ελλάδα. Το γεγονός, όμως, ότι οι καθαρές επενδύσεις είναι πολύ χαμηλές, σημαίνει ότι για αρκετά ακόμη χρόνια, η συμβολή των επενδύσεων θα είναι σχετικά περιορισμένη. Σε κάθε περίπτωση, η αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας θα πρέπει να δώσει έμφαση στις επενδύσεις και μάλιστα στις επιχειρηματικές επενδύσεις, που έχουν πολύ μεγαλύτερη επίδραση στην ανάπτυξη από τις επενδύσεις σε κατοικίες ή τις δημόσιες επενδύσεις. Οι προϋποθέσεις για να επιτευχθεί ένας ισχυρός ρυθμός αύξησης των επενδύσεων, πέραν της διαφύλαξης της μακροοικονομικής (αλλά και πολιτικής) σταθερότητας, είναι η περαιτέρω βελτίωση του θεσμικού πλαισίου ενθάρρυνσης και υλοποίησης επενδύσεων στη χώρα.
Μπορείτε να δείτε αναλυτικά το εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ εδώ.
naftemporiki.gr