Τη δυνατότητα κατοχύρωσης του αφορολόγητου ορίου χωρίς να έχει καλυφθεί το απαιτούμενο όριο δαπανών με πλαστικό χρήμα ή άλλα μέσα ηλεκτρονικών πληρωμών, βάσει των στοιχείων που έχουν γίνει γνωστά από τις τράπεζες, δίδει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων σε χιλιάδες μισθωτούς, συνταξιούχους και κατ’ επάγγελμα αγρότες με την απόφαση που εξέδωσε χθες για τον τύπο και το περιεχόμενο των εντύπων Ε1 και Ε2 των φετινών φορολογικών δηλώσεων.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Τη δυνατότητα κατοχύρωσης του αφορολόγητου ορίου χωρίς να έχει καλυφθεί το απαιτούμενο όριο δαπανών με πλαστικό χρήμα ή άλλα μέσα ηλεκτρονικών πληρωμών, βάσει των στοιχείων που έχουν γίνει γνωστά από τις τράπεζες, δίδει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων σε χιλιάδες μισθωτούς, συνταξιούχους και κατ’ επάγγελμα αγρότες με την απόφαση που εξέδωσε χθες για τον τύπο και το περιεχόμενο των εντύπων Ε1 και Ε2 των φετινών φορολογικών δηλώσεων.
Η απόφαση για τον καθορισμό του τύπου και του περιεχομένου του βασικού φορολογικού εντύπου αλλά και της αναλυτικής κατάστασης μισθωμάτων (υπ’ αριθμόν ΠΟΛ. 1068/2018), η οποία δημοσιεύθηκε χθες στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης φέρνει πιο κοντά την έναρξη της περιόδου υποβολής των φετινών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος.
Με την απόφαση, με την οποία δίδονται αναλυτικές οδηγίες για τη συμπλήρωση των φετινών δηλώσεων ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι στον πίνακα 7 του εντύπου Ε1 οι κωδικοί 049-050, όπου πρέπει να αναγραφούν οι δαπάνες για την κάλυψη του αφορολόγητου ορίου «δεν προσυμπληρώνονται από τη Φορολογική Διοίκηση, αλλά οι ίδιοι οι φορολογούμενοι (σ.σ.: οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και οι κατ’ επάγγελμα αγρότες) υπολογίζουν το σύνολο και το αναγράφουν».
Προστίθεται δε η διευκρίνιση ότι, προς διευκόλυνση του υπολογισμού του ποσού της δαπάνης που πρέπει να αναγραφεί, «η Φορολογική Διοίκηση αναρτά την ηλεκτρονική πληροφόρηση που έχει στη διάθεσή της και οι φορολογούμενοι, έχοντας οι ίδιοι το βάρος της απόδειξης, αναγράφουν αυτά που πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις».
Πρακτικά, όσοι φορολογούμενοι απειλούνται με πρόσθετο φόρο εξαιτίας του γεγονότος ότι κατά τη διάρκεια του 2017 πραγματοποίησαν περιορισμένου ύψους δαπάνες με πλαστικό χρήμα ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ενδεχομένως να διακινδυνεύσουν να αναγράψουν στους κωδικούς δαπάνες υψηλότερες αυτών που πραγματικά πραγματοποίησαν όπως συνέβαινε στο παρελθόν με τις χάρτινες αποδείξεις. Αν εντοπιστούν όμως σε έλεγχο θα κληθούν να καταβάλουν όχι μόνο τον επιπλέον φόρο 22% για το ποσό των απαιτούμενων δαπανών που δεν κάλυψαν στην πραγματικότητα, αλλά και με πρόστιμα και τόκους, λόγω υποβολής ανακριβούς δήλωσης.
Από την απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ προκύπτει ακόμα ότι και φέτος οι σύζυγοι υποχρεούνται να υποβάλουν από κοινού τις φορολογικές τους δηλώσεις (όσοι έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης μπορούν να υποβάλλουν ο καθένας ξεχωριστά τη δήλωσή του).
Κατά τα λοιπά, από τα όσα ορίζονται στην απόφαση του κ. Πιτσιλή προκύπτει ότι:
Οι δαπάνες για το αφορολόγητο
Αναλυτικά, όσον αφορά τις δαπάνες για την κάλυψη του αφορολόγητου των μισθωτών, των συνταξιούχων και των κατ’ επάγγελμα αγροτών, με την απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ ορίζεται ότι:
Ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων δαπανών αποτελούν οι φαρμακευτικές, οι δαπάνες για την αγορά ορθοπεδικών ειδών (νάρθηκες, κηδεμόνες, υποδήματα κ.λπ.), αναλώσιμων νοσηλευτικών υλικών, αναπηρικών βοηθητικών οργάνων (πατερίτσες, αναπηρικά αμαξίδια, στρώματα κατάκλισης κ.λπ.), ειδικών μηχανημάτων (νεφελοποιητές, συσκευές αναρρόφησης, φιάλες οξυγόνου κ.λπ.), οι δαπάνες για έξοδα μετακίνησης και διαμονής των ασφαλισμένων, οι δαπάνες για νοσήλια, οι δαπάνες για βρεφονηπιακούς σταθμούς κ.λπ., όταν δεν καλύπτονται στο σύνολό τους από εργοδότες, ασφαλιστικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες δύναται να χρησιμοποιηθούν από τους φορολογουμένους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αποτελούν δαπάνες που εκπίπτουν με βάση άλλη φορολογική διάταξη.
Προκειμένου να ληφθούν αυτά τα ποσά υπ’ όψιν, απαιτείται βεβαίωση του εργοδότη ή του ασφαλιστικού ταμείου ή της ασφαλιστικής εταιρίας από την οποία να προκύπτουν τα ακόλουθα:
α) Τα στοιχεία του προσώπου για το οποίο καταβλήθηκε η δαπάνη,
β) Ο τρόπος εξόφλησης και το συνολικό ποσό της δαπάνης, για το οποίο υποβλήθηκαν δικαιολογητικά,
γ) Ο αριθμός και η ημερομηνία της απόδειξης παροχής υπηρεσιών ή της απόδειξης λιανικής πώλησης στην οποία αναγράφεται το ποσό της δαπάνης,
δ) Το ποσό της δαπάνης που καλύφθηκε από τον εργοδότη ή το ασφαλιστικό ταμείο ή την ασφαλιστική επιχείρηση και
ε) Το υπόλοιπο ποσό της δαπάνης με το οποίο επιβαρύνεται ο φορολογούμενος.
Στην περίπτωση που η βεβαίωση εκδοθεί κατά το επόμενο έτος από το έτος που κατεβλήθησαν οι δαπάνες, είτε υποβάλλεται τροποποιητική δήλωση βάσει του άρθρου 19 του ν.4174/2013 για το έτος που κατεβλήθησαν, είτε δηλώνονται για να εκπέσουν στο έτος χορήγησης της βεβαίωσης.