Το γεγονός ότι οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις παρουσιάζουν «σημαντικό κενό εξωστρέφειας» συγκριτικά με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, καθώς εξάγουν μόλις το 11% των πωλήσεών τους (έναντι 18% κ.μ.ο. στην ΕΕ), επισημαίνει έρευνα της Εθνικής Τράπεζας, η οποία πάντως διαπιστώνει συνεχή βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος στην Ελλάδα.
Το γεγονός ότι οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις παρουσιάζουν «σημαντικό κενό εξωστρέφειας» συγκριτικά με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, καθώς εξάγουν μόλις το 11% των πωλήσεών τους, έναντι 18% κ.μ.ο. στην ΕΕ, επισημαίνει έρευνα της Εθνικής Τράπεζας, η οποία πάντως διαπιστώνει συνεχή βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος στην Ελλάδα.
Η εξαμηνιαία έρευνα συγκυρίας της Εθνικής Τράπεζας για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις, που βασίζεται σε δείγμα 600 εταιρειών, εντοπίζει αξιοσημείωτη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2017, καθώς ο δείκτης εμπιστοσύνης των ΜμΕ ανέβηκε στις 10 μονάδες (από τις -4 μονάδες κατά το πρώτο εξάμηνο του 2017 και το χαμηλό των -10 μονάδων κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2015).
«H βιομηχανία συνεχίζει να είναι ο κλάδος που ξεχωρίζει θετικά με κινητήρια δύναμη ανάπτυξης την εξωστρέφειά της, με τις εξαγωγικές μικρομεσαίες βιομηχανίες να εκπροσωπούν πλέον το 31% του τομέα (έναντι 26% το 2012)», αναφέρεται.
Η έρευνα ανέδειξε ότι μία στις τρεις ελληνικές ΜμΕ που έχουν ως δυνητικό αντικείμενο τις εξαγωγές αγαθών (κατά κύριο λόγο, επιχειρήσεις των κλάδων της βιομηχανίας και χονδρεμπορίου) είναι εξωστρεφής. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι άνω του ½ των εξαγωγικών ΜμΕ κατάφεραν να αυξήσουν τις εξαγωγές τους κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Σύμφωνα με την ΕΤΕ, το 12% των ΜμΕ (καλύπτοντας το 21% των πωλήσεων του τομέα) αποτελούν το πιο συνειδητοποιημένο κομμάτι των εξαγωγέων, καθώς έχουν διαχρονικά ως στρατηγική τους προτεραιότητα την κατάκτηση μεριδίων στις αγορές του εξωτερικού ενώ κατάφεραν να αυξήσουν την εξωστρέφειά τους κατά τη διάρκεια της κρίσης (με τις εξαγωγές να καλύπτουν πλέον το 34% των πωλήσεών τους από 19% το 2008) ακολουθώντας τις εξής πρακτικές: