Οι γεωπολιτικές εντάσεις ταρακουνούν την αγορά συναλλάγματος, εκτινάσσοντας τους δείκτες μεταβλητότητας και βυθίζοντας ορισμένα νομίσματα. Ποια είναι τα πλεόν ευάλωτα.
της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Στη δίνη των γεωπολιτικών εντάσεων έχει βρεθεί η αγορά συναλλάγματος το τελευταίο διάστημα, με την μεταβλητότητα να χτυπάει κόκκινο. Δεν είναι μόνο η τουρκική λίρα ή το ρωσικό ρούβλι, που έχουν βρεθεί στο στόχαστρο των επενδυτών, με απώλειες άνω του 10% από τις αρχές του έτους, καθώς οι σχέσεις Μόσχας και Άγκυρας με τη Δύση έχουν έντονο ψυχροπολεμικό άρωμα. Αρκετά ακόμη νομίσματα βιώνουν έντονες διακυμάνσεις, οι οποίες περιπλέκουν τη στρατηγική των επενδυτών στην αγορά, αλλά και την πολιτική των κεντρικών τραπεζών.
Το ρούβλι έκανε βουτιά 6% την περασμένη εβδομάδα και σήμερα υποχωρεί περαιτέρω κατά 0,5% στα 62,3 ρούβλια ανά δολάριο. Η τουρκική λίρα υποτιμήθηκε 1,3% την προηγούμενη εβδομάδα και σήμερα κινείται στις 4,08 λίρες ανά δολάριο. To δολάριο Χονγκ Κονγκ έχει διολισθήσει στα χαμηλότερα επίπεδα από τότε, που αποφασίστηκε η σύνδεσή του με το αμερικανικό δολάριο πριν από 30 χρόνια. Σφυροκόπημα δέχεται και το εθνικό νόμισμα του Καζακστάν, με απώλειες της τάξης του 2,3% την περασμένη εβδομάδα, παρά την ανάκαμψη των τιμών του πετρελαίου.
Οι πλέον ευάλωτες φαίνεται να είναι οι αναδυόμενες αγορές, οι οποίες έχουν μπροστά τους και άλλες μεγάλες προκλήσεις, πέραν του γεωπολιτικού ρίσκου: τον σινοαμερικανικό εμπορικό πόλεμο και την αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων στις ΗΠΑ, η οποία θα μπορούσε να πυροδοτήσει μεγάλες εκροές κεφαλαίων. Ο δείκτης της JPMorgan Chase, που παρακολουθεί την μεταβλητότητα στα νομίσματα αναδυόμενων οικονομιών, εκτινάχθηκε την περασμένη εβδομάδα στα υψηλότερα επίπεδα από τις αρχές Φεβουαρίου. Από την άλλη ο ανάλογος δείκτης για τα νομίσματα των ώριμων οικονομιών, όπως είναι το αμερικανικό δολάριο και το ευρώ, ακολούθησε την κατιούσα.
Οι εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα και οι συνεχείς προειδοποιήσεις για μέτρα και αντίμετρα μεταξύ των δύο πλευρών, θα μπορούσα να οδηγήσουν σε υποτίμηση το κινεζικό γιουάν. Μία τέτοια εξέλιξη θα είχε ουσιαστικά τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα εκ μέρους του Ντόναλντ Τραμπ, καθώς όσο πιο φθηνό είναι το κινεζικό νόμισμα τόσο πιο ανταγωνιστικές είναι οι κινεζικές εξαγωγές. Ούτε το Πεκίνο, όμως, θα ήταν ευχαριστημένο με μία τέτοια εξέλιξη. Και τούτο γιατί από τη μία δεν θέλει να δικαιώματα περαιτέρω κριτικής από τις ΗΠΑ και από την άλλη παλεύει να ενισχύσει το διεθνή ρόλο του γιουάν. Ένα αδύναμο νόμισμα δεν βοηθά την προσπάθεια διεθνοποίησης και ανάδειξής του σε αξιόπιστου αποθεματικού οχήματος. Θα πρέπει δε να θυμήσουμε ότι η υποτίμηση του γιουάν το 2015 είχε πυροδοτήσει κύμα ρευστοποιήσεων στην κινεζική αγορά μετοχών, με το Πεκίνο να «καίει» περίπου 1 τρισ. δολάρια από τα αποθέματά του για να το ανακόψει.
Ευάλωτα σε μία υποτίμηση του γιουάν, όπως εξηγούν ειδικοί στη Wall Street Journal, θα ήταν το γουόν Νοτίου Κορέας, το δολάριο Σιγκαπούρης και το μπατ Ταϋλάνδης, ασιατικών οικονομιών δηλαδή, που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές τους προς την τεράστια κινεζική αγορά.
Η εντεινόμενη μεταβλητότητα, όμως, θέτει στο στόχαστρο και όσα μηνύματα είναι δεμένα στο άρμα του αμερικανικού δολαρίου. Μεταξύ αυτών το ριάλ Σαουδικής Αραβίας και το νόμισμα του Κατάρ.