Εκατομμύρια φορολογούμενοι που απέκτησαν κατά τη διάρκεια του 2017 πολύ χαμηλά εισοδήματα αναμένεται φέτος να φορολογηθούν με τις διατάξεις για τα τεκμήρια διαβίωσης και να πληρώσουν υπέρογκα ποσά φόρου εισοδήματος. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονται χαμηλόμισθοι, χαμηλοσυνταξιούχοι, κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, περιστασιακά απασχολούμενοι ακόμη και άνεργοι.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Εκατομμύρια φορολογούμενοι που απέκτησαν κατά τη διάρκεια του 2017 πολύ χαμηλά εισοδήματα αναμένεται φέτος να φορολογηθούν με τις διατάξεις για τα τεκμήρια διαβίωσης και να πληρώσουν υπέρογκα ποσά φόρου εισοδήματος. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονται χαμηλόμισθοι, χαμηλοσυνταξιούχοι, κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, περιστασιακά απασχολούμενοι ακόμη και άνεργοι.
Κατά την εκκαθάριση των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος που θα υποβληθούν φέτος από τα νοικοκυριά, οι αρμόδιες υπηρεσίες θα εφαρμόσουν και πάλι τις διατάξεις των άρθρων 31 και 34 του ισχύοντος Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, σύμφωνα με τις οποίες το φορολογητέο εισόδημα κάθε φυσικού προσώπου μπορεί να προσδιοριστεί εναλλακτικά, με βάση τα λεγόμενα «τεκμήρια διαβίωσης», δηλαδή τις ελάχιστες ετήσιες δαπάνες χρήσης και συντήρησης περιουσιακών στοιχείων, όπως κατοικίες, αυτοκίνητα, σκάφη αναψυχής, αεροσκάφη και πισίνες, καθώς και ορισμένα άλλα ποσά που, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, αντιπροσωπεύουν τα ελάχιστα ετήσια έξοδα κάθε φορολογούμενου για την ατομική του συντήρηση. Στα «τεκμήρια διαβίωσης» υπάγονται και οι πραγματικά καταβληθείσες δαπάνες του φορολογούμενου για την πληρωμή διδάκτρων σε ιδιωτικά σχολεία, καθώς και τα έξοδα για την καταβολή αποδοχών σε υπηρετικό προσωπικό.
Οι αρμόδιες για την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων υπηρεσίες της ΑΑΔΕ θα αθροίζουν όλα τα παραπάνω ποσά «τεκμηρίων» και θα προσδιορίζουν εναλλακτικά, με τεκμαρτό τρόπο, το συνολικό ετήσιο εισόδημα κάθε φορολογούμενου. Στη συνέχεια θα συγκρίνουν το συνολικό τεκμαρτώς προσδιορισθέν εισόδημα με το συνολικό δηλωθέν εισόδημα του φορολογούμενου και αν το πρώτο από τα δύο ποσά είναι μεγαλύτερο, η επιπλέον διαφορά που θα προκύπτει θα προστίθεται στο δηλωθέν φορολογητέο εισόδημα και θα το προσαυξάνει. Στην ουσία, σε κάθε τέτοια περίπτωση, ως φορολογητέο εισόδημα θα λαμβάνεται υπόψη το τεκμαρτώς προσδιοριζόμενο.
Η επιπλέον διαφορά φορολογητέου εισοδήματος που θα προκύπτει λόγω της εφαρμογής των τεκμηρίων, εφόσον δεν θα μπορεί να δικαιολογηθεί από τον φορολογούμενο (με δάνεια, με δωρεές, με λοιπά εισπραχθέντα εισοδήματα απαλλασσόμενα από τον φόρο εισοδήματος ή φορολογούμενα αυτοτελώς, με έκτακτες οικονομικές ενισχύσεις που δεν θεωρούνται εισόδημα, με κέρδη από τυχερά παιχνίδια, με εισαγωγή νομίμως φορολογηθέντος συναλλάγματος ή με την επίκληση περισσεύματος εισοδημάτων που αποκτήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια και δαπανήθηκαν εντός του έτους, για το οποίο υποβάλλεται η δήλωση εισοδήματος), θα φορολογείται:
α) ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, με 22% από το πρώτο ευρώ μέχρι τα 20.000 ευρώ, με 29% στο τμήμα από τα 20.000 έως τα 30.000 ευρώ, με 37% στο τμήμα από τα 30.000 έως τα 40.000 ευρώ και με 45% στο τμήμα πάνω από τα 40.000 ευρώ, εφόσον το συνολικό δηλωθέν εισόδημα του φορολογούμενου, σε ποσοστό πάνω από 50%, δεν προέρχεται από μισθούς ή συντάξεις. Επιπλέον, επί του φόρου που θα προκύπτει με βάση την παραπάνω κλίμακα συντελεστών θα επιβάλλεται και προκαταβολή φόρου έναντι του επόμενου έτους, η οποία υπολογίζεται με συντελεστή 100%.
β) ως εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις, δηλαδή με αφορολόγητο όριο 8.636 - 9.545 ευρώ και στη συνέχεια με τους συντελεστές που προαναφέραμε, αν το δηλωθέν εισόδημα του φορολογούμενου προέρχεται σε ποσοστό άνω του 50% από μισθούς ή συντάξεις ή είναι μηδενικό ή εφόσον ο φορολογούμενος είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο ανέργων του ΟΑΕΔ.
γ) ως εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις, δηλαδή με αφορολόγητο όριο 8.636 - 9.545 ευρώ και στη συνέχεια με τους συντελεστές που προαναφέραμε, εφόσον ο φορολογούμενος είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης και ποσοστό πάνω από το 50% του συνολικού δηλωθέντος εισοδήματός του προέρχεται από αγροτικές δραστηριότητες.
δ) ως εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις, δηλαδή με αφορολόγητο όριο 8.636 - 9.545 ευρώ και στη συνέχεια με τους συντελεστές που προαναφέραμε, εφόσον ο φορολογούμενος απέκτησε εισόδημα μόνο από κεφάλαιο (από τόκους, ακίνητα κ.λπ.) ή και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και το συνολικό τεκμαρτό του εισόδημα (το άθροισμα των τεκμηρίων του) δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ.
Οι κατηγορίες φορολογουμένων οι οποίοι αναμένεται να πληρώσουν εξαιτίας της εφαρμογής των τεκμηρίων διαβίωσης πολύ μεγάλα ποσά φόρου, δυσανάλογα των πενιχρών πραγματικών εισοδημάτων που απέκτησαν το 2017, είναι οι εξής:
1. Μισθωτοί, συνταξιούχοι, μικρομεσαίοι επαγγελματίες και αγρότες με χαμηλά πραγματικά εισοδήματα: Λόγω της σημαντικής συρρίκνωσης των πραγματικών εισοδημάτων, την οποία έχει προκαλέσει η πολυετής οικονομική κρίση, πολλοί μισθωτοί, συνταξιούχοι, έμποροι, βιοτέχνες, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες θα φορολογηθούν φέτος όχι με βάση τα πολύ χαμηλά εισοδήματα που απέκτησαν το 2017 αλλά με βάση τα πολύ πιο υψηλά, εξωπραγματικά ποσά τεκμαρτών εισοδημάτων που θα τους προσδιορίσει η ΑΑΔΕ με βάση το σύστημα των τεκμηρίων διαβίωσης. Σε πολλές από τις περιπτώσεις αυτές, οι διαφορές μεταξύ των πολύ χαμηλών πραγματικών εισοδημάτων και των πολύ υψηλών τεκμαρτών που θα προκύπτουν με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης θα είναι αδύνατο πλέον να καλυφθούν με περισσεύματα εισοδημάτων ή εσόδων από παρελθόντα έτη, καθώς τα ποσά αυτά έχουν χρησιμοποιηθεί σχεδόν στο σύνολό τους για την κάλυψη τεκμηρίων στα προηγούμενα 4 - 5 χρόνια. Ως εκ τούτου οι φορολογούμενοι αυτοί θα αναγκαστούν να πληρώσουν τους πολύ υπέρογκους φόρους που αναλογούν στα πλασματικά υψηλά φορολογητέα εισοδήματα που θα τους προσδιορίσουν τα τεκμήρια διαβίωσης.
2. Φορολογούμενοι περιστασιακά απασχολούμενοι που ταυτόχρονα εισέπραξαν και πάρα πολύ μικρά ποσά τόκων ή ενοικίων ή και επιδόματα τέκνων: Χιλιάδες φορολογούμενοι που απέκτησαν το 2017 πολύ χαμηλού ύψους εισοδήματα από περιστασιακή απασχόληση και από τόκους καταθέσεων ή κι από ενοίκια θα κληθούν να πληρώσουν φέτος ποσά φόρου εισοδήματος τα οποία θα υπολογιστούν με συνολικό συντελεστή φόρου 44% επί εξωπραγματικών ποσών τεκμαρτού εισοδήματος που θα τους προσδιορίσουν τα τεκμήρια διαβίωσης. Κι αυτό θα συμβεί επειδή σε κάθε τέτοια περίπτωση η προστιθέμενη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος που θα προκύψει λόγω της εφαρμογής των τεκμηρίων θα φορολογηθεί ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα με συντελεστή 22% από το πρώτο ευρώ, ο δε φόρος που θα προκύψει θα διπλασιαστεί αυτόματα, καθώς επ’ αυτού θα επιβληθεί και προκαταβολή φόρου έναντι του επόμενου έτους, με συντελεστή 100%. Στην ίδια παγίδα υπερφορολόγησης θα πέσουν και όσοι εισέπραξαν το 2017 χαμηλού ύψους εισοδήματα από περιστασιακή απασχόληση και ακόμη πιο χαμηλού ύψους ποσά επιδομάτων τέκνων.
3. Μισθωτοί, συνταξιούχοι, αγρότες και περιστασιακά απασχολούμενοι, ακόμη και άνεργοι, που δεν θα μπορέσουν να καλύψουν τα απαιτούμενα ποσά δαπανών με «πλαστικό» ή άλλης μορφής «ηλεκτρονικό» χρήμα: Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, όσα φυσικά πρόσωπα φορολογούνται φέτος με την κλίμακα φόρου εισοδήματος των μισθωτών και των συνταξιούχων πρέπει να έχουν καλύψει ποσοστά από 10% έως και 18,75% των συνολικών ετησίων φορολογητέων εισοδημάτων τους με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών εξοφληθείσες με «πλαστικό» χρήμα ή με άλλα μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής. Όσοι δεν έχουν καλύψει πλήρως τα απαιτούμενα ποσοστά, θα πληρώσουν επιπλέον φόρο εισοδήματος που θα υπολογιστεί, σε κάθε περίπτωση, με συντελεστή 22% επί του ποσού που παρέμεινε ακάλυπτο. Ως εκ τούτου, χιλιάδες μισθωτοί, συνταξιούχοι, περιστασιακά απασχολούμενοι πολίτες ακόμη και άνεργοι, για τους οποίους ως φορολογητέα ποσά εισοδημάτων θα ληφθούν υπόψη όχι τα πραγματικά εισοδήματα που εισέπραξαν το 2017 αλλά τα πολύ πιο υψηλά τεκμαρτά εισοδήματα, τα οποία θα προσδιοριστούν με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης, αναμένεται να επιβαρυνθούν και με επιπλέον φόρο εισοδήματος, επειδή θα εμφανίζονται να μην έχουν καλύψει τα απαιτούμενα ποσά δαπανών με πληρωμές μέσω «πλαστικού» ή άλλης μορφής «ηλεκτρονικού» χρήματος. Δηλαδή, κατά την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων που θα υποβάλουν οι εν λόγω φορολογούμενοι για το 2017, τα ποσοστά ετησίου εισοδήματος 10% -18,75% τα οποία πρέπει να έχουν καλυφθεί με δαπάνες εξοφληθείσες μέσω πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών ή μέσω άλλων μεθόδων ηλεκτρονικής πληρωμής δεν θα υπολογιστούν επί των πραγματικών δηλωθέντων εισοδημάτων τους, όπως αυτοί νομίζουν, αλλά επί των πολύ υψηλότερων τεκμαρτών τους εισοδημάτων. Παρόμοιο πρόβλημα θα αντιμετωπίσουν και χιλιάδες κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του 2017 απέκτησαν πολύ χαμηλά πραγματικά εισοδήματα ή είχαν ζημιές από τις αγροτικές τους δραστηριότητες και τα τεκμήρια διαβίωσης θα εκτοξεύσουν στα ύψη τα τελικά φορολογητέα εισοδήματά τους.
Το 2016
Mε βάση τα τελευταία διαθέσιμα αναλυτικά στατιστικά στοιχεία για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, τα οποία αφορούν το έτος 2016, τα νοικοκυριά που φορολογήθηκαν με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης και όχι με βάση τα πραγματικά δηλωθέντα εισοδήματά τους ανήλθαν σε 1.842.135 ή στο 29,74% του συνόλου αυτών που υπέβαλαν δήλωση φορολογίας εισοδήματος (6.194.233). Το συνολικό ποσό του επιπλέον φορολογητέου εισοδήματος, το οποίο προσδιορίστηκε με βάση τα τεκμήρια, ανήλθε σε 6,94 δισ. ευρώ. Κατά το ποσό αυτό προσαυξήθηκε, δηλαδή, το τελικό φορολογητέο εισόδημα των 1.842.135 νοικοκυριών, εξαιτίας της εφαρμογής των τεκμηρίων. Δεδομένου ότι το συνολικό δηλωθέν εισόδημα των νοικοκυριών αυτών έφθασε τα 6,2 δισ. ευρώ και το επιπλέον εισόδημα που τους προσδιόρισαν τα τεκμήρια ήταν άλλα 6,94 δισ. ευρώ, προκύπτει το συμπέρασμα ότι τα τεκμήρια προκάλεσαν την προσαύξηση του φορολογητέου εισοδήματος 1.842.135 νοικοκυριών κατά ποσοστό 111,9%. Το συνολικό ποσό εισοδήματος με βάση το οποίο τα νοικοκυριά αυτά φορολογήθηκαν ξεπέρασε τα 13,1 δισ. ευρώ.
Από τα 1.842.135 νοικοκυριά τα οποία παγιδεύτηκαν από τα τεκμήρια και αναγκάστηκαν να φορολογηθούν για εισοδήματα σημαντικά υψηλότερα αυτών που δήλωσαν, τα 659.972 αποτελούνται από μισθωτούς φορολογούμενους, τα 575.329 ήταν νοικοκυριά με φορολογούμενους «εισοδηματίες», τα 306.382 ήταν νοικοκυριά συνταξιούχων, 210.566 ήταν μικρομεσαίοι επιχειρηματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες και 89.886 αγρότες.