Η βιομηχανία εκκοκκιστηρίων επιβεβαιώνει τις προοπτικές της στην Ελλάδα, τον κυριότερο παραγωγό βαμβακιού της Ε.Ε., αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 80% της συνολικής ευρωπαϊκής παραγωγής (σύμφωνα με επικαιροποιημένα στοιχεία E.E., USDA).
Από την έντυπη έκδοση
Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Η βιομηχανία εκκοκκιστηρίων επιβεβαιώνει τις προοπτικές της στην Ελλάδα, τον κυριότερο παραγωγό βαμβακιού της Ε.Ε., αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 80% της συνολικής ευρωπαϊκής παραγωγής (σύμφωνα με επικαιροποιημένα στοιχεία E.E., USDA).
Η αξία της βιομηχανίας αγγίζει το μισό δισ. ευρώ, ενώ την περίοδο 2017/18, η παραγωγή βαμβακιού εκτιμάται σε 1,24 εκατ. μπάλες των 480 λιβρών, αυξημένη κατά περίπου 20% από την προηγούμενη σεζόν, λόγω των ευνοϊκών καιρικών συνθηκών κατά τη συγκομιδή και των καλών αποδόσεων στις κυριότερες περιοχές καλλιέργειας βαμβακιού, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.
Τα στοιχεία, που δείχνουν τόνωση της αγοράς μετά από μια περίοδο πιέσεων λόγω της κρίσης αλλά και επιβράδυνσης των εξαγωγών, αναφέρονται σε report που δημοσίευσε το GAIN (Global Agricultural Information Network) και επιβεβαιώνουν τις προθέσεις των επαγγελματιών, οι οποίοι σχεδιάζουν επανατοποθέτηση μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον τους από καλλιέργειες καλαμποκιού και σιταριού (οι τιμές των οποίων επιβραδύνονται) στο βαμβάκι. Αν και δεν είναι όλοι οι επιχειρηματίες ικανοποιημένοι από τις αποδόσεις της περασμένης χρονιάς, σε μια δραστηριότητα μάλιστα που θεωρείται ενεργοβόρα, προσβλέπουν σε καλύτερες τιμές φέτος (πέρυσι κυμάνθηκαν πάνω από τα 50 λεπτά το κιλό συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 24%) αλλά και υψηλότερες επιδοτήσεις.
Παρά τις παρενέργειες της οικονομικής κρίσης στον κλάδο και την αδυναμία της κλωστοϋφαντουργίας να τον υποστηρίξει -τάσεις που αποτυπώνονται στις πιέσεις στον όγκο παραγωγής επί σειρά ετών, στις αθρόες εισαγωγές ενδυμάτων, στην περιορισμένη ρευστότητα και στη δυσχερή πρόσβαση σε κεφάλαια- θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η βιομηχανία της μόδας αντιμετωπίζει περίπλοκες προκλήσεις στην πορεία της να μετατραπεί σε μια βιώσιμη και ανθεκτική αγορά και το κλειδί για την εξασφάλιση αυτού του σκοπού στην αλυσίδα εφοδιασμού είναι το βαμβάκι.
Παραγωγική δυναμικότητα
Οι προβλέψεις σε παγκόσμιο επίπεδο μιλούν για συρρίκνωση της παραγωγής την περίοδο 2018-19 σε περίπου 117 εκατ. μπάλες, ενώ ο οργανισμός Cotton Outlook έχει προσδιορίσει την παγκόσμια ζήτηση για την επόμενη σεζόν στα 122,7 εκατ. μπάλες.
Για την Ελλάδα το βαμβάκι είναι μια καλλιέργεια μεγάλης σημασίας αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 8% του συνόλου της γεωργικής παραγωγής, με τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, τη Θράκη και την ηπειρωτική Ελλάδα να αποτελούν τις σημαντικότερες περιοχές παραγωγής βαμβακιού. Η χώρα μας, παρά τις προκλήσεις των τελευταίων ετών, είναι στις πρώτες 10-12 χώρες του κόσμου σε επίπεδο παραγωγής και εξαγωγών. Σύμφωνα με στοιχεία του GAIN, η έκταση των καλλιεργειών βάμβακος την περίοδο 2017/18 ενισχύθηκαν στην Ελλάδα κατά 9,5% φθάνοντας τα 2,5 εκατ. στρέμματα (σχεδόν πενταπλάσια έκταση από την αντίστoιχη της Ισπανίας), μετά την πτώση που προηγήθηκε κατά την προηγούμενη περίοδο ως αποτέλεσμα του υψηλού κόστους καλλιέργειας και της μη ικανοποιητικής τιμής του προϊόντος. Οι βροχοπτώσεις στα τέλη Σεπτεμβρίου καθυστέρησαν τη συγκομιδή, αλλά ευνόησαν την ποιότητα και την απόδοση στη Στερεά Ελλάδα, επομένως η φετινή ποιότητα αναμένεται να είναι πολύ καλή.
Μάλιστα η καλή συγκυρία όσον αφορά τις αποδόσεις και τις τιμές εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε περαιτέρω ενίσχυση των καλλιεργειών την περίοδο 2018/19 κατά 4,3%.
Επίσης, την τριετία που προηγήθηκε, το χρονικό διάστημα 2012/13-2015/16, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής της εγχώριας παραγωγής εκκοκκισμένου βάμβακος εκτιμάται σε 2,6%, σύμφωνα με κλαδική μελέτη της Στόχασις. Μετά τις εξαγωγές το μέγεθος της εγχώριας αγοράς εκκοκκισμένου βάμβακος εκτιμάται σε 90 χιλ. τόνους το 2016, παρουσιάζοντας σχετική σταθερότητα σε σχέση με το 2015 (89 χιλ. τόνοι), με την αξία της αγοράς σε τιμές χονδρικής να εκτιμάται σε περίπου 120 εκατ. ευρώ (2015).
Οι εξαγωγές
Ας σημειωθεί ότι οι εγχώριες κλωστοϋφαντουργίες απορροφούν περίπου το 10% της παραγωγής, ενώ το υπόλοιπο εξάγεται. Οι εξαγωγές μειώνονται διαχρονικά, λόγω κυρίως της μειωμένης παραγωγής και της χαμηλότερης ποιότητας, ενώ ταυτόχρονα οι εισαγωγές αυξάνονταν για να αντισταθμιστεί η μειωμένη παραγωγή βαμβακιού - αν και γενικά εισάγονται μόνο μικρές ποσότητες βαμβακιού για ανάμειξη από τον εγχώριο κλωστοϋφαντουργικό κλάδο.
Επίσης περίπου το 55% της παραγωγής βαμβακόσπορου συνθλίβεται. Εξάλλου, τα εκκοκκιστήρια έχουν ως βασική δραστηριότητα τον διαχωρισμό των συστατικών που περιέχονται στην κάψα του βαμβακιού, για να μπορέσει το βαμβάκι να επεξεργαστεί περαιτέρω προς παραγωγή νήματος και υφάσματος ή υποπροϊόντων. Δηλαδή, κατά τον εκκοκκισμό, διαχωρίζονται οι ίνες από τους σπόρους.
Η ζήτηση στον κλάδο επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες όπως: οι οικονομικές συνθήκες, η τιμή βάμβακος στο διεθνές χρηματιστήριο, η ποιότητα βάμβακος, οι τάσεις της μόδας, η τιμή άλλων ανταγωνιστικών αγαθών και η πολιτική αποθεματοποίησης.
Οι ελληνικές εξαγωγές βαμβακιού στην Ευρώπη έχουν ως κύριο αποδέκτη την Τουρκία - την περίοδο 2016/17 αντιπροσώπευε περίπου το 36% των συνολικών εξαγωγών. Ας ληφθεί υπόψη ότι η κλωστοϋφαντουργία είναι ένας κλάδος στον οποίο η Τουρκία έχει να επιδείξει σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως ότι: είναι πλούσια σε πρώτες ύλες, είναι η 7η παραγωγός χώρα βαμβακιού στον κόσμο, διαθέτει στρατηγική γεωγραφική θέση και αποτελεί εμπορική πύλη για τις αγορές της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής.
Επίσης η ποιότητα των υλικών αλλά και των έτοιμων ενδυμάτων χαίρει δημοφιλίας, οι συνθήκες εργασίας του δυναμικού των επιχειρήσεων κλωστοϋφαντουργίας θεωρούνται πολύ καλές και τα τελευταία χρόνια η τουρκική κυβέρνηση προβαίνει σε ενέργειες προώθησης του κλάδου, όπως επένδυση σε τεχνολογίες επεξεργασίας υφασμάτων και παραγωγής ενδυμάτων με ποιοτικά υλικά που δεν αλλοιώνονται εύκολα, ενθάρρυνση της εξειδικευμένης εκπαίδευσης προσωπικού τόσο ως προς τον σχεδιασμό προϊόντων όσο και ως προς το μάρκετινγκ αυτών στο εσωτερικό και στο εξωτερικό κ.ά.
Είναι σαφές ότι η ελληνική αγορά υστερεί σε πολλούς από αυτούς τους τομείς, με αποτέλεσμα να είναι λιγότερο ανταγωνιστική από την Τουρκία, όπου η κλωστοϋφαντουργία συνεισφέρει στο ΑΕΠ με μερίδιο στις εξαγωγές πάνω από 18%. Η Τουρκία εξάλλου αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες χώρες παραγωγούς υφασμάτων και έτοιμων υφασμάτινων ειδών διεθνώς και με ποσοστό 3,39% αποτελεί την 8η μεγαλύτερη χώρα προμήθειας ειδών κλωστοϋφαντουργίας στον κόσμο και τον 3ο μεγαλύτερο προμηθευτή των χωρών της Ε.Ε.
Οι προοπτικές
Εν κατακλείδι, οι προοπτικές της βιομηχανίας βαμβακιού στην Ελλάδα συνδέονται στενά με το καθεστώς επιδοτήσεων και με την εφαρμογή της ΚΑΠ. Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών Κλωστοϋφαντουργίας (ΣΕΒΚ) η ελληνική κλωστοϋφαντουργία πάσχει από αυξημένες εισαγωγές από τρίτες χώρες (κυρίως από την Κίνα, το Πακιστάν και την Ινδία). Αυτό έχει επηρεάσει τον κλάδο αναγκάζοντας πολλές μικρές ελληνικές επιχειρήσεις να κλείσουν. Κατά συνέπεια, ο τομέας έχει συρρικνωθεί κατά 70% περίπου σε σχέση με τη δεκαετία του ‘80. Το 2017 πάντως ήταν μια καλή χρονιά και σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Πλεκτικής - Ετοίμου Ενδύματος Ελλάδος (ΣΕΠΕΕ), η αξία των ελληνικών εξαγωγών ενδυμάτων ξεπέρασε τα 603 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 10,6% έναντι του 2016 (545 εκατ. ευρώ), ενώ συνολικά η αξία των εξαγωγών της αλυσίδας ένδυσης - κλωστοϋφαντουργίας ανήλθε πέρυσι σε 1,39 δισ. ευρώ, έναντι 1,27 δισ. ευρώ το 2016, καταγράφοντας αύξηση 8,9%.
Οι εταιρείες
Σημειώνεται ότι οι ελληνικές εκκοκκιστικές εταιρείες έχουν υψηλή παραγωγική ικανότητα. Το 80% αυτών είναι ιδιωτικές, ενώ οι υπόλοιπες ανήκουν σε συνεταιρισμούς. Η οικονομική κρίση δημιούργησε μεγαλύτερο κίνδυνο και αβεβαιότητα στην αγορά, αφού χωρίς τη βοήθεια των τραπεζών πολλά εκκοκκιστήρια και συνεταιρισμοί δεν είναι σε θέση να αποθηκεύσουν τα αποθέματά τους στις τρέχουσες τιμές της αγοράς. Οι ξένοι αναλυτές επισημαίνουν επίσης το γεγονός ότι υπάρχει συζήτηση σχετικά με την επιβίωση ορισμένων συνεταιρισμών, που συνήθιζαν να λαμβάνουν μεγάλα αγροτικά δάνεια τα οποία πλέον δεν είναι βιώσιμα ούτε και διαθέσιμα. Η βιομηχανία, πάντως, έχει τάση μεγέθυνσης με μεγάλες μονάδες να επιδιώκουν εξαγορές νέων καλλιεργειών.