Η οικονομία του Τουρκμενιστάν αναδεικνύεται πρωταθλήτρια της ανάπτυξης μέχρι στιγμής στον 21ο αιώνα, με ρυθμούς που ζηλεύουν ακόμη και οι κολοσσοί του αναδυόμενου κόσμου, όπως η Κίνα και η Ινδία. Στον αντίποδα στις οικονομίες με τις πλέον απογοητευτικές επιδόσεις συγκαταλέγεται η Ελλάδα. Αν και την πρώτη επταετία ανέπτυξε υψηλές ταχύτητες, στη συνέχεια βυθίστηκε σε μία παρατεταμένη ύφεση, από την οποία εξέρχεται, με κατώτερους των προσδοκιών ρυθμούς και υψηλότατη ανεργία.
της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Η οικονομία του Τουρκμενιστάν αναδεικνύεται πρωταθλήτρια της ανάπτυξης μέχρι στιγμής στον 21ο αιώνα, με ρυθμούς που ζηλεύουν ακόμη και οι κολοσσοί του αναδυόμενου κόσμου, όπως η Κίνα και η Ινδία. Στον αντίποδα στις οικονομίες με τις πλέον απογοητευτικές επιδόσεις συγκαταλέγεται η Ελλάδα. Αν και την πρώτη επταετία ανέπτυξε υψηλές ταχύτητες, στη συνέχεια βυθίστηκε σε μία παρατεταμένη ύφεση, από την οποία εξέρχεται, με κατώτερους των προσδοκιών ρυθμούς και υψηλότατη ανεργία.
Σύμφωνα με την έρευνα «Total Economy» του The Conference Board το Τουρκμενιστάν κερδίζει τον τίτλο του πρωταθλητή, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάτπυξης του πραγματικού ΑΕΠ της τάξης του 12% κατά την περίοδο 2000-2018. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι βλέπει το ΑΕΠ της να διπλασιάζεται ανά οχταετία περίπου. Πρόκειται για μία επίδοση, που την πετυχαίνει εν πολλοίς χάρη στα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, γεγονός που αποκαλύπτει ότι οι ισχυροί παίχτες της ενέργειας είναι εκείνοι, που διεκδικούν δυναμικά τη θέση τους στην παγκόσμια οικονομική σκηνή, ακόμη και σε περιόδους, που οι τιμές των ορυκτών καυσίμων παρουσιάζουν έντονη μεταβλητότητα.
Όσον αφορά στην ελληνική οικονομία την περίοδο 2000-2007 είδε το πραγματικό της ΑΕΠ να αναπτύσσεται με μέσο ετήσιο ρύθμο 4%. Ήταν μία περίοδος γενικής ευφορίας στην παγκόσμια οικονομία, η οποία χάθηκε απότομα με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την μετεξέλιξή της σε κρίση χρέους στη ζώνη του ευρώ. Την περίοδο 2008-2015 έχουμε τη βαθιά ύφεση, με το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας να συρρικνώνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 3,7%. Το 2016 παρέμεινε αρνητικό το πρόσημο, με πτώση 0,6%, ενώ το 2017 είχαμε μεγέθυνση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1,9% σύμφωνα με την έρευνα. Για το 2018 προβλέπεται ανάπτυξη του πραγματικού προϊόντος κατά 2,3%.
Η έρευνα επιβεβαιώνει τα πρωτεία των αναδυόμενων οικονομιών στη μεγέθυνση του πραγματικού ΑΕΠ, αλλά και αποκαλύπτει επίσης ότι η αμερικανική οικονομία αναπτύχθηκε με πιο δυναμικούς ρυθμούς από την Ευρωζώνη- αν και αυτό αλλάζει την τελευταία διετία. Συγκεκριμένα οι ΗΠΑ είδαν το πραγματικό τους ΑΕΠ να μεγεθύνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 3% την περίοδο 2000-2007 και κατέβασαν ταχύτητα στο 1,5% την περίοδο 2008-2015. Για την Ευρωζώνη ήταν οι επιδόσεις ήταν 2,3% και μόλις 0,1% αντίστοιχα. Ωστόσο το 2016 το πραγματικό ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ αναπτύχθηκε 1,8%, ενώ των ΗΠΑ κατά 1,6% και το 2017 είχαμε πραγματική ανάπτυξη 2,3% για την αμερικανική οικονομία και 2,5% για τη νομισματική ένωση.
Η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης, η Γερμανία δεν παρουσιάζει μεγάλες αποκλίσεις ανάμεσα στην προ και μετά κρίσεως περίοδο. Το πραγματικό ΑΕΠ της αναπτύχθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,6% την πρώτη επταετία του 21ου αιώνα και στη συνέχεια με μέσο ρυθμό 0,9% έως και το 2015. Το 2016 ανέβασε ταχύτητα στο 1,9% και το 2017 πέτυχε την καλύτερη των προσδοκιών επίδοση του 2,5%.
Όσον αφορά στις άλλες οικονομίες του Νότου, η Ισπανία παρουσιάζει ένα παρόμοιο μοτίβο με την Ελλάδα, αν και δεν βίωσε τόσο δραματική ύφεση όσο εμείς. Το πραγματικό ΑΕΠ της αναπτύχθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 3,8% την περίοδο 2000-2007 και συρρικνώθηκε με ρυθμό 0,4% την περίοδο 2008-2015. Η Πορτογαλία είχε ρυθμούς ανάπτυξης μόλις 1,5% την πρώτη επταετία και ρυθμούς συρρίκνωσης 0,7% τη δεύτερη. Απογοητευτική η εικόνα για την Ιταλία, την τρίτη μεγαλύτερη οιικονομία του ευρώ, που ύστερα από ρυθμούς ανάπτυξης 1,5% έως το 2007, την περίοδο 2008-2015 είδε το πραγματικό ΑΕΠ της να συρρικνώνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 1%.