Κοινό εμπορικό brand, δημιουργία ταυτότητας στο ελληνικό ψάρι και διεύρυνση του προϊοντικού χαρτοφυλακίου με νέα είδη είναι, σύμφωνα με πληροφορίες της «Ν», τα βασικά σημεία του σχεδιασμού της Amerra Capital Management για την «day one» του ισχυρού σχήματος ιχθυοκαλλιέργειας που θα δημιουργήσει μετά την απόκτηση των εταιρειών Νηρεύς και Σελόντα.
Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Κοινό εμπορικό brand, δημιουργία ταυτότητας στο ελληνικό ψάρι και διεύρυνση του προϊοντικού χαρτοφυλακίου με νέα είδη είναι, σύμφωνα με πληροφορίες της «Ν», τα βασικά σημεία του σχεδιασμού της Amerra Capital Management για την «day one» του ισχυρού σχήματος ιχθυοκαλλιέργειας που θα δημιουργήσει μετά την απόκτηση των εταιρειών Νηρεύς και Σελόντα.
Ειδικότερα, έχοντας βγάλει την καλύτερη «ψαριά» στον διαγωνισμό των τραπεζών για την πώληση των δύο εταιρειών, στο στόχαστρο της Amerra είναι η επαναφορά της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας στην πρώτη θέση της αγοράς της μεσογειακής καλλιέργειας και, προκειμένου να κερδηθεί πίσω το «στέμμα» από την Τουρκία, το fund επιδιώκει να δημιουργήσει «ταυτότητα στο ελληνικό ψάρι» για τις διεθνείς αγορές. Στόχος είναι να δημιουργηθεί μια νέα κατηγορία για τους καταναλωτές του κόσμου: αυτή των ελληνικών ψαριών. Οι επιδιώξεις της Amerra βασίζονται στο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που έχει η προστιθέμενη αξία της ποιότητας των εγχώριων προϊόντων σε σχέση με τις χαμηλές τιμές του ανταγωνισμού. Προς τούτο, η Amerra θα εφαρμόσει κοινή εμπορική πολιτική ενός brand name, υπό την ομπρέλα του οποίου θα διατίθενται όλα τα προϊόντα των εταιρειών που ελέγχει, ήτοι των Ανδρομέδα, Νηρέας και Σελόντα.
Παράλληλα, ο τομέα έρευνας και ανάπτυξης βρίσκεται υψηλά στην ατζέντα της επόμενης μέρας, με τις πληροφορίες να αναφέρουν ότι υπάρχουν ισχυρές βλέψεις για ανάπτυξη νέων ειδών στο πλαίσιο και της αυξημένης τεχνογνωσίας που υπάρχει στο πεδίο του σολομού. Το πλάνο προβλέπει σημαντικές επενδύσεις για επανατοποθέτηση και ανάπτυξη προϊόντων στις διεθνείς αγορές, αναβάθμιση του εξοπλισμού και εν γένει ενίσχυση των εταιρειών. Χωρίς να αποκαλύπτουν το ύψος των προβλεπόμενων κεφαλαίων, πηγές προσκείμενες στο fund επισημαίνουν ότι «η Amerra μπορεί να καλύψει χωρίς πρόσβαση σε νέο δανεισμό το όλο εγχείρημα».
Οι σκόπελοι
Ωστόσο, μέχρι να περάσουν επίσημα στα χέρια της Amerra οι δύο εταιρείες μεσολαβεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό χρονικό διάστημα, που υπολογίζεται στους έξι μήνες, καθώς θα πρέπει η όποια συμφωνία με τις τράπεζες να εγκριθεί από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, ενώ παράλληλα θα πρέπει να «τρέξουν» και οι απαραίτητες διαδικασίες που αφορούν την υποχρεωτική δημόσια πρόταση για την εξαγορά των μετοχών, δεδομένου ότι και οι δύο εταιρείες είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο.
Αναφορικά με την έγκριση της συμφωνίας από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι είναι πιθανόν να συνοδευτεί με εισήγηση για παραχώρηση μικρού αριθμού δραστηριοτήτων, π.χ. μονάδες εκτροφής. Αυτό που φαίνεται, πάντως, ότι προβληματίζει στην παρούσα φάση την πλευρά της Amerra είναι η εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των δύο εταιρειών μέχρι τη μέρα που θα περάσουν στον έλεγχό της, με σημείο αιχμής τη διατήρηση ανταποδοτικών εμπορικών πολιτικών, καθώς επίσης και την ύπαρξη αυξημένης επιτήρησης των μετοχών εν όψει και της υποχρέωσης για δημόσια πρόταση εξαγοράς. Όσον αφορά το ενδεχόμενο διατήρησης των δύο εταιρειών στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου Αθηνών μόλις περάσουν στον έλεγχο της Amerra, οι πληροφορίες δίνουν μικρές πιθανότητες.
Στο μεταξύ, ακόμα ένα σημείο το οποίο προκαλεί έντονη ανησυχία, όχι μονάχα στην Amerra, αλλά και σε όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου, αφορά την υλοποίηση του χωροταξικού σχεδιασμού για την υδατοκαλλιέργεια, δηλαδή η καθυστέρηση θέσπισης οργανωμένων θαλάσσιων εκτάσεων εντός των οποίων χωροθετούνται μονάδες υδατοκαλλιέργειας (ΠΟΑΥ). Υπενθυμίζεται πως το ειδικό χωροταξικό πλαίσιο για τις υδατοκαλλιέργειες θεσπίστηκε το 2011 και η καταληκτική ημερομηνία ίδρυσης των ΠΟΑΥ είναι τον Νοέμβριο του 2019. Το ρίσκο για τις εταιρείες επικεντρώνεται στο γεγονός ότι από τις 5/11/2019 οι άδειες υδατοκαλλιέργειας θα είναι δυνητικά ευάλωτες σε τυχόν καταγγελίες, ενώ όσο εκκρεμεί και το χωροταξικό δεν μπορούν να «τρέξουν» ούτε σχεδιασμοί εκσυγχρονισμού υφιστάμενων μονάδων, άρα επί της ουσίας ο όποιος επενδυτικός σχεδιασμός «παγώνει».