Οικονομία & Αγορές
Τρίτη, 03 Απριλίου 2018 09:21
Πολύ ψηλά θα ανεβάσει τον πήχη η κυβέρνηση με το αναθεωρημένο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής στρατηγικής όσον αφορά τον ρυθμό μείωσης της ανεργίας -ή αντίστοιχα τον ρυθμό αύξησης της απασχόλησης- για την περίοδο μέχρι και το 2022. Ένας από τους θεμελιώδεις στόχους του μεσοπρόθεσμου θα είναι η αύξηση του συνολικού αριθμού απασχολουμένων κατά 294.800 άτομα και η μείωση του αριθμού των ανέργων κατά 367.300 άτομα.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Πολύ ψηλά θα ανεβάσει τον πήχη η κυβέρνηση με το αναθεωρημένο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής στρατηγικής όσον αφορά τον ρυθμό μείωσης της ανεργίας -ή αντίστοιχα τον ρυθμό αύξησης της απασχόλησης- για την περίοδο μέχρι και το 2022. Ένας από τους θεμελιώδεις στόχους του μεσοπρόθεσμου θα είναι η αύξηση του συνολικού αριθμού απασχολουμένων κατά 294.800 άτομα και η μείωση του αριθμού των ανέργων κατά 367.300 άτομα.
Τα «επιτεύγματα» αυτά θα πρέπει να στηριχτούν στην πρόβλεψη για ταχύτατη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, καθώς τα δημογραφικά στοιχεία της περιόδου θα συμβάλουν μάλλον αρνητικά: ο πληθυσμός της χώρας προβλέπεται ότι θα συρρικνωθεί κατά περίπου 298,2 χιλιάδες άτομα την περίοδο μέχρι το 2022 (κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης μείωσης των γεννήσεων αναλογικά με τον αριθμό των θανάτων), ενώ το εργατικό δυναμικό της χώρας θα υποχωρήσει κατά 72.400 άτομα.
Οι ζητούμενες επιδόσεις δεν είναι πρωτόγνωρες για τα ελληνικά δεδομένα, καθώς και στο παρελθόν η χώρα έχει κατορθώσει να αυξήσει τον αριθμό των απασχολουμένων κατά 300 χιλιάδες άτομα ή και περισσότερα. Βέβαια, τέτοιου είδους «ρεκόρ» είχαν καταγραφεί υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες και σε περιόδους που δεν υπήρχε η υποχρέωση παραγωγής υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξεως του 3,5% ή η απαγόρευση προσλήψεων από την πλευρά του Δημοσίου.
Για παράδειγμα, στην πενταετία 2000-2005, ο αριθμός των απασχολουμένων αυξήθηκε στα 4,443 εκατομμύρια άτομα ή κατά 355 χιλιάδες σε σχέση με το 2000. Τότε όμως η χώρα έμπαινε στην Ευρωζώνη, προετοιμαζόταν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, ενώ είχε έναν δημόσιο τομέα ο οποίος «γέννησε» πάνω από 130 χιλιάδες θέσεις εργασίας στο εν λόγω διάστημα, σπάζοντας για πρώτη φορά το ιστορικό ρεκόρ του ενός εκατομμυρίου απασχολούμενων στο Δημόσιο.
Οι σημερινές συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές:
- Η ελληνική οικονομία θα βρίσκεται σε περίοδο αυξημένης εποπτείας μέχρι το 2022, κάτι που σημαίνει ότι και τα κρατικά κονδύλια για τη χρηματοδότηση νέων θέσεων εργασίας θα ελέγχονται και ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων θα παρακολουθείται στενά λόγω του βασικού στόχου για παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ.
- Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν είναι σε επίπεδα περίπου 25% χαμηλότερα σε σχέση με το 2008, κάτι που σημαίνει ότι και οι επιχειρήσεις της χώρας έχουν προσαρμοστεί σε εντελώς διαφορετικά δεδομένα όσον αφορά τις θέσεις εργασίας.
Οι στόχοι έως το 2022
Οι βασικοί στόχοι -σε απόλυτους αριθμούς- που αναμένεται να ενσωματωθούν στο νέο μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής πολιτικής (σ.σ.: θα αφορά την περίοδο έως το 2022 και η έγκρισή του από τη Βουλή αποτελεί προαπαιτούμενο για την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης) είναι οι εξής:
- Το 2017 έκλεισε με την ανεργία στο 1,02 εκατομμύριο άτομα. Η κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο τη μείωση κατά 367 χιλιάδες μέχρι το τέλος του 2022, με έναν ρυθμό της τάξεως των 60-90 χιλιάδων ατόμων ετησίως. Έτσι, το 2018 η ανεργία πρέπει να μειωθεί κατά 76 χιλιάδες άτομα, το 2019 κατά 88,5 χιλιάδες άτομα, το 2020 κατά 76 χιλιάδες άτομα και το 2021 και το 2022 κατά 66 χιλιάδες και 60 χιλιάδες άτομα αντίστοιχα. Στο κλείσιμο της περιόδου, ο αριθμός των ανέργων θα πρέπει να μειωθεί στα 655,5 χιλιάδες άτομα, «επίδοση» πολύ κοντά σε αυτή του 2010 (σ.σ.: τότε είχαμε 639.400 ανέργους στο τέλος του έτους).
- Ο αριθμός των απασχολουμένων πρέπει να αυξηθεί κατά 294.800 άτομα την περίοδο μέχρι το 2022, με τη μεγαλύτερη αύξηση να πρέπει να καταγραφεί κατά τα δύο πρώτα χρόνια υλοποίησης του μεσοπρόθεσμου, δηλαδή το 2018 και το 2019 (70,9 χιλιάδες και 78 χιλιάδες αντίστοιχα). Ο ρυθμός της αύξησης προβλέπεται να είναι φθίνων, καθώς ο στόχος για το 2020 είναι η δημιουργία 60,5 χιλιάδων θέσεων εργασίας, το 2021 45,6 χιλιάδες θέσεις εργασίας και το 2022 39,8 χιλιάδες θέσεις. Με βάση τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών (σ.σ.: δημοσιεύτηκαν σε εγκύκλιο Χουλιαράκη για την προετοιμασία του μεσοπρόθεσμου), οι απασχολούμενοι ήταν στο τέλος του 2017 4,17 εκατομμύρια, με τον στόχο να είναι η αύξησή τους στα 4,465 εκατομμύρια μέχρι το 2022. Να σημειωθεί ότι αυτή η μέτρηση του υπ. Οικονομικών δεν ταυτίζεται με τη μέτρηση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η οποία εκτιμά τον αριθμό των απασχολούμενων για το 2017 στα 3,752 εκατομμύρια άτομα.
Πώς ανέκαμψε η απασχόληση
Η προσπάθεια ανάκαμψης της απασχόλησης ξεκίνησε ουσιαστικά από το 2013, όταν και καταγράφηκε το χαμηλό των μόλις 3,5 εκατομμυρίων απασχολούμενων, που είναι και η χειρότερη επίδοση σε απόλυτο αριθμό από το 1982. Πρακτικά, από το 2008 μέχρι το 2013 χάθηκαν περισσότερες από ένα εκατομμύριο θέσεις απασχόλησης, ενώ η ανάκαμψη από το 2013 και μετά έχει οδηγήσει στο να ανακτηθούν 239.500 θέσεις απασχόλησης. Δηλαδή, για να επανέλθει η χώρα στα επίπεδα απασχόλησης του 2008-2009 (περίπου 4,55-4,6 εκατομμύρια θέσεις εργασίας) πρέπει να βρεθούν επιπλέον 857 χιλιάδες θέσεις εργασίας. Στο ερώτημα ποιοι δημιούργησαν τις 239.500 θέσεις εργασίας που κατέγραψε η ΕΛΣΤΑΤ την περίοδο 2014-2017, η εικόνα που σχηματίζεται από τα στοιχεία είναι η εξής:
- Το κάρο της αύξησης της απασχόλησης έσυρε αποκλειστικά ο ιδιωτικός τομέας, λόγω των δεσμεύσεων που έχουν επιβληθεί στην κυβέρνηση για τις προσλήψεις στο Δημόσιο. Έτσι, ο αριθμός των απασχολουμένων στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκε κατά 250,8 χιλιάδες άτομα την περίοδο 2013-2017, κάτι που σημαίνει ότι η απασχόληση του ιδιωτικού τομέα φτάνει αυτή τη στιγμή στα 2,952 εκατ. άτομα από 2,7 εκατομμύρια που ήταν στο τέλος του 2013. Στα «καλά» του ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα προσέφερε έως και 3,6 εκατομμύρια θέσεις απασχόλησης. Δηλαδή, για να επανέλθει η απασχόληση στην Ελλάδα στα επίπεδα που ήταν το 2006 και το 2007, ζητείται από τον ιδιωτικό τομέα να καταρρίψει κάθε ιστορικό ρεκόρ για τα ελληνικά δεδομένα. Η μέχρι τώρα υψηλή επίδοση των 3,6 εκατομμυρίων δεν φαίνεται να αρκεί. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο όλοι οι θεσμοί και φορείς (από το ΔΝΤ και την Κομισιόν μέχρι τον ΣΕΒ) στέκονται στην ανάγκη άμεσης τόνωσης των ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα ποσοτικοποιώντας τον στόχο ακόμη και στα 100 δισ. ευρώ. Ο δημόσιος τομέας, από την άλλη, προσφέρει απασχόληση σε 800 χιλιάδες άτομα. Η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει αύξηση επί των ημερών της σημερινής κυβέρνησης (σ.σ.: το 2015 απασχολούνταν 774 χιλιάδες άτομα) και πάλι όμως ο σημερινός αριθμός απασχολούμενων στο Δημόσιο είναι μειωμένος κατά 11,3 χιλιάδες σε σχέση με το 2013 και κατά 220 χιλιάδες σε σχέση με το ιστορικό ρεκόρ του 2013 (1,02 εκατομμύριο άτομα).
- Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις που απασχολούν έως και 10 άτομα προσωπικό -και οι οποίες είναι η συντριπτική πλειονότητα των εργοδοτών στην Ελλάδα- δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν νέες θέσεις απασχόλησης τουλάχιστον με τα μέχρι τώρα δεδομένα. Το 2017, εργοδότες με έως και 10 άτομα απασχολούμενους προσέφεραν 2,12 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, που είναι και η χειρότερη επίδοση ιστορικά (σ.σ.: οριακά χαμηλότερη ακόμη και σε σχέση με το 2013). Δεδομένου ότι η μεγάλη δεξαμενή απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα (σ.σ.: στη συνεχιζόμενη μείωση του αριθμού των απασχολουμένων αποτυπώνονται τα προβλήματα με τα χρέη, τους φόρους και τις εισφορές), αυτομάτως το βάρος για τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης μετατοπίζεται στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Από τις συνολικά 239.500 νέες θέσεις απασχόλησης που δημιουργήθηκαν την περίοδο 2013-2017, οι 106 χιλιάδες δημιουργήθηκαν από εταιρείες με 11 έως 19 άτομα προσωπικό, οι 71.700 από εργοδότες με 20 έως και 49 άτομα προσωπικό και οι 87.500 από εταιρείες με 50 άτομα προσωπικό και πάνω.
- Ο πρωτογενής τομέας στην Ελλάδα δεν έχει ανακάμψει και δημιουργεί ολοένα και λιγότερες θέσεις απασχόλησης. Το 2017 καταγράφηκε άλλο ένα ιστορικό ρεκόρ με μόλις 453.400 θέσεις εργασίας, επίδοση χειρότερη ακόμη και από αυτή του 2013 (481 χιλιάδες). Η εγκατάλειψη της υπαίθρου είναι εμφανής στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Αρκεί να σημειωθεί ότι μέχρι και το 1986 ο πρωτογενής τομέας προσέφερε πάνω από ένα εκατομμύριο θέσεις απασχόλησης. Οριακή είναι η ανάκαμψη και σε μια ακόμη «ατμομηχανή» της απασχόλησης στον παρελθόν, που ήταν ο χώρος των κατασκευών. Από τις περίπου 400.000 θέσεις απασχόλησης του 2006-2007 έχουν απομείνει σήμερα μόλις 149.300, οριακά περισσότερες από το ιστορικό χαμηλό των 145.200 που καταγράφηκε το 2015. Υπό αυτά τα δεδομένα, το «κάρο» της απασχόλησης έχει σύρει τα τελευταία πέντε χρόνια αποκλειστικά ο τριτογενής τομέας και ειδικά ο χώρος του τουρισμού. Η απασχόληση στον τριτογενή τομέα έφτασε στα 2,721 εκατομμύρια άτομα, με το ιστορικό ρεκόρ να εντοπίζεται στο 2008, τότε που η απασχόληση έφτανε στα 3,072 εκατομμύρια άτομα. Δηλαδή, σε σχέση με το 2013, όλες οι νέες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν στον χώρο των υπηρεσιών: 161.200 θέσεις εργασίας συγκριτικά με το 2013 δημιουργήθηκαν στον χώρο του τουρισμού, 27.100 θέσεις στις χρηματοπιστωτικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες και 47.300 θέσεις εργασίας στις λοιπές υπηρεσίες. Στον δευτερογενή τομέα, οι χώροι της βιομηχανίας και της ενέργειας δημιούργησαν μόλις 44.700 θέσεις συγκριτικά με το 2013.
- Οι νέες θέσεις εργασίας είναι σε συντριπτικό ποσοστό «θέσεις χαμηλής εξειδίκευσης», στοιχείο που δικαιολογεί και τη συνεχιζόμενη πτώση του μέσου μισθού στην Ελλάδα. Έτσι, σε σύνολο 239.500 νέων θέσεων απασχόλησης, οι 217.700 είναι χαμηλής εξειδίκευσης. Οι οποίες και ανήλθαν σε 1,283 εκατομμύριο. Οι θέσεις υψηλής εξειδίκευσης έχουν μειωθεί σε 1,146 εκατομμύριο, δηλαδή είναι λιγότερες ακόμη και συγκριτικά με το 2013.
- Από τις 239,5 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, οι 70 χιλιάδες είναι μερικής απασχόλησης και οι 169.500 πλήρους. Η μερική απασχόληση καλύπτει πλέον περίπου το 10% της συνολικής απασχόλησης με 369.200 θέσεις εργασίας. Επίσης, από τις 239.500 νέες θέσεις, οι 58.500 χαρακτηρίζονται ως «προσωρινές» με τη διάρκεια της σύμβασης να μην ξεπερνά τους 12 μήνες. Οι «προσωρινά» εργαζόμενοι είναι 282.700. Για λιγότερες από 35 ώρες την εβδομάδα απασχολούνται -με βάση τα στοιχεία του 2017- 967.200 άτομα, περίπου 97.500 περισσότερα συγκριτικά με το 2013.
Η μείωση της ανεργίας
Συγκριτικά με το 2013, που καταγράφηκε και ο υψηλότερος αριθμός ανέργων των τελευταίων δεκαετιών (1,33 εκατομμύρια άτομα), η προσπάθεια που καταβλήθηκε τόσο από την προηγούμενη όσο και από τη σημερινή κυβέρνηση είχε ως αποτέλεσμα ο αριθμός των ανέργων να μειωθεί κατά 303 χιλιάδες άτομα στο 1,027 εκατομμύριο. Διέξοδο, προσέφερε κατά κύριο λόγο η εξαρτημένη σχέση εργασίας, καθώς οι άνεργοι μισθωτοί μειώθηκαν κατά 211.200 άτομα στην περίοδο από το 2013 έως το 2017. Σήμερα «μετράμε» 628.500 άνεργους μισθωτούς, από 839.700 που ήταν το 2013. Ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων χωρίς απασχόληση μειώθηκε κατά 23.700 άτομα, στα 70,1 χιλιάδες άτομα.
Η ανεργία αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα έχει τα ακόλουθα «ποιοτικά» χαρακτηριστικά:
- Η μακροχρόνια ανεργία βρίσκεται σε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί τα τελευταία 37 χρόνια στην Ελλάδα. Στους 100 ανέργους περίπου οι 73 δεν έχουν εργαστεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών. Μάλιστα, το 2017 έκλεισε με αύξηση του ποσοστού της μακροχρόνιας ανεργίας, παρά τη μείωση στον συνολικό αριθμό των ανέργων. Έτσι, το 2017 οι άνεργοι μειώθηκαν μεν σε 1,027 εκατομμύριο έναντι 1,13 εκατ. στο τέλος του 2016, αλλά η μείωση των μακροχρόνια ανέργων ήταν πολύ μικρότερη: από τα 813.900 άτομα το 2016, στα 747.200 άτομα το 2017. Έτσι, ο δείκτης της μακροχρόνιας ανεργίας αυξήθηκε το 2017 στο 72,75% από 71,97% το 2016. Είναι το 3ο υψηλότερο ποσοστό που καταγράφει η Ελληνική Στατιστική Αρχή την περίοδο από το 1981 μέχρι σήμερα. Χειρότερη επίδοση καταγράφηκε μόνο το 2015 (73,51%) και το 2014 (73,12%). Αν η έρευνα επικεντρωθεί σε αυτούς που δεν έχουν εργαστεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 24 μηνών, η κατάσταση είναι σαφώς χειρότερη, καθώς η επίδοση του 2017 αποτελεί ιστορικό αρνητικό ρεκόρ. Οι άνεργοι που δεν έχουν εργαστεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο το 24 μηνών ανέρχονται σε 538.800 και αντιπροσωπεύουν το 52,46% του συνολικού αριθμού των ανέργων. Τέτοιο ποσοστό δεν έχει καταγραφεί ποτέ από το 1981 μέχρι σήμερα, ενώ η τάση είναι ανοδική. Το 2016 ο συντελεστής ήταν στο 51,9%, το 2015 στο 51,2% και το 2014 στο 48,82%.
- Υπάρχουν 264.100 άνεργοι πτυχιούχοι, με τον αριθμό τους να έχει μειωθεί λίγο σε σχέση με το ιστορικό υψηλό των 302.300 ατόμων που είχε σημειωθεί το 2015. Εξαιρετικά ανησυχητικό στοιχείο, καθώς συνδέεται με το brain drain. Από την άλλη, οι άνεργοι της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν μειωθεί κατά 71.600 άτομα συγκριτικά με το 2013, οι άνεργοι της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κατά 52.100 άτομα, ενώ οι άνεργοι της ανώτερης δευτεροβάθμιας (λύκειο) και μεταδευτεροβάθμιας έχουν περιοριστεί κατά 140.700 άτομα. Συνολικά έχουμε 763 χιλιάδες ανέργους χωρίς πτυχίο πανεπιστημίου.