Ισχυρή μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων κατά 4,2 δισ. ευρώ από το τέλος του 2015, αντανακλώντας τον αρνητικό ρυθμό δημιουργίας νέων Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (-1,7 δισ. ευρώ) και τις διαγραφές πλήρως καλυμμένων από προβλέψεις δανείων (-2,5 δισ. ευρώ) παρουσιάζει η Εθνική Τράπεζα με βάση τα στοιχεία του 2017.
Από την έντυπη έκδοση
Ισχυρή μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων κατά 4,2 δισ. ευρώ από το τέλος του 2015, αντανακλώντας τον αρνητικό ρυθμό δημιουργίας νέων Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (-1,7 δισ. ευρώ) και τις διαγραφές πλήρως καλυμμένων από προβλέψεις δανείων (-2,5 δισ. ευρώ) παρουσιάζει η Εθνική Τράπεζα με βάση τα στοιχεία του 2017. Έτσι η τράπεζα έχει υπερβεί το στόχο για το 2017 κατά 0,83 δισ. ευρώ, αποκλειστικά λόγω των καλυτέρων τάσεων στον ρυθμό δημιουργίας νέων επισφαλειών.
Τα οργανικά κέρδη προ προβλέψεων στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν σε 809 εκατ. ευρώ το 2017 (+5% σε ετήσια βάση), αντανακλώντας τη θετική επίδοση των καθαρών εσόδων από προμήθειες (+42% σε ετήσια βάση) και τη περιστολή των λειτουργικών δαπανών (-7% σε ετήσια βάση). Στην Ελλάδα, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο βελτιώθηκε κατά 26 μονάδες βάσεις σε ετήσια βάση ανερχόμενο σε 305 μονάδες βάσης το 2017, παρά την υποχώρηση των καθαρών εσόδων από τόκους σε 1,459 εκατ. ευρώ (-6% σε ετήσια βάση), λόγω της συνεχιζόμενης απομόχλευσης του δανειακού χαρτοφυλακίου και της μεταβολής της παρούσας αξίας των ζημιών απομείωσης.
Επίσης στην Ελλάδα, οι λειτουργικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 7% σε ετήσια βάση το 2017 σε 868 εκατ., αντικατοπτρίζοντας την περιστολή των δαπανών προσωπικού κατά 11% σε ετήσια βάση. Ο δείκτης κόστους προς οργανικά έσοδα διαμορφώθηκε σε 52% από 55% το 2016. Οι εγχώριες προβλέψεις για επισφαλή δάνεια αυξήθηκαν κατά 13% σε ετήσια βάση και διαμορφώθηκαν σε 771 εκατ. ευρώ το 2017, με το κόστος πιστωτικού κινδύνου (CoR) να ανέρχεται σε 250 μονάδες βάσης.
Στην Ελλάδα, ο δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων διαμορφώθηκε σε 44,1%, σημειώνοντας πτώση ύψους 113 μ.β. σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Ο δείκτης δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών μειώθηκε κατά 175 μ.β. σε τριμηνιαία βάση, αγγίζοντας το 32,3%. Σημειώνεται ότι η Εθνική διατηρεί τα χαμηλότερα επίπεδα Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων και δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών μεταξύ των εγχώριων τραπεζών, σε συνδυασμό με τους υψηλότερους δείκτες κάλυψης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων και δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών από σωρευμένες προβλέψεις, οι οποίοι διαμορφώθηκαν σε 56% και 76% στην Ελλάδα, αντίστοιχα.
Επίσης η εφαρμογή του ΔΠΧΠ 9 ενισχύει περαιτέρω τον εγχώριο δείκτη κάλυψης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων από σωρευμένες προβλέψεις κατά περίπου 6 ποσοστιαίες μονάδες σε 61%. Ο δείκτης κάλυψης δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών από συσσωρευμένες προβλέψεις διαμορφώνεται σε 84%.
Ο δείκτης CET1 ανέρχεται σε 17% και σε 16,7% με πλήρη εφαρμογή της Βασιλείας ΙΙΙ. Η συνολική επίπτωση από την εφαρμογή του ΔΠΧΠ 9 ανέρχεται σε περίπου 350 μονάδες βάσης και σε περίπου 120 μονάδες βάσης για το χρονικό ορίζοντα τριετίας στα πλαίσια της άσκησης προσομοίωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Για το 2018, ο δείκτης CET1 θα επηρεαστεί κατά περίπου 50 μονάδες βάσης από την υιοθέτηση του ΔΠΧΠ 9.
Σχολιάζοντας τα στοιχεία ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Λεωνίδας Φραγκιαδάκης, αναφέρει ότι «σε μία χρονιά ανάπτυξης, η τράπεζα κατάφερε να ισχυροποιήσει τα αποτελέσματά της στους βασικούς τομείς των εγχώριων δραστηριοτήτων της, ενδυναμώνοντας περαιτέρω τον ισολογισμό της.
Από πλευράς ρευστότητας, είναι η πρώτη ελληνική τράπεζα που αποδεσμεύτηκε από τον ELA στα τέλη Νοεμβρίου, αντανακλώντας την παραδοσιακά ισχυρή καταθετική βάση της τράπεζας, κυρίως στις καταθέσεις χαμηλού κόστους, καθώς και τη ρευστότητα προερχόμενη από τις αποεπενδύσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι έχει ήδη δημιουργήσει σημαντικό απόθεμα ρευστότητας, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στην ΕΤΕ να αυξήσει τις χρηματοδοτήσεις κατά τη διάρκεια του 2018. Το 2018 το οικονομικό περιβάλλον στην Ελλάδα αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω, όπως διαφαίνεται από τους εκτιμώμενους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ, την ανάκαμψη των επενδύσεων και εξαγωγών, καθώς και τη συνεχιζόμενη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας».