Η ανοικτή πολιτική συζήτηση της περασμένης Παρασκευής, η πρώτη έπειτα από αρκετά χρόνια στο επίπεδο 19 ηγετών των χωρών της Ευρωζώνης, επιβεβαίωσε την άποψη που κυριαρχούσε τις τελευταίες εβδομάδες στις Βρυξέλλες, ότι δηλαδή θα χρειαστούν μεγάλες προσπάθειες και καλός συντονισμός του γαλλογερμανικού άξονα προκειμένου να αποφασιστούν σημαντικές αλλαγές στην επόμενη συνάντηση, στις 29 Ιουνίου.
Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Η ανοικτή πολιτική συζήτηση της περασμένης Παρασκευής, η πρώτη έπειτα από αρκετά χρόνια στο επίπεδο 19 ηγετών των χωρών της Ευρωζώνης, επιβεβαίωσε την άποψη που κυριαρχούσε τις τελευταίες εβδομάδες στις Βρυξέλλες, ότι δηλαδή θα χρειαστούν μεγάλες προσπάθειες και καλός συντονισμός του γαλλογερμανικού άξονα προκειμένου να αποφασιστούν σημαντικές αλλαγές στην επόμενη συνάντηση, στις 29 Ιουνίου.
Η σύγκλιση των «19» έγινε από τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, έπειτα από σχετικό αίτημα του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος ήθελε, όπως δήλωσε, να καταγραφούν τα σημεία τριβής στη συζήτηση για το μέλλον της Ευρωζώνης. Ο κ. Μακρόν προανήγγειλε ότι τον Απρίλιο και τον Μάιο θα έχει συνεχείς συναντήσεις με τη Γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ με στόχο να καταλήξουν σε μια ενιαία θέση, αυτή του γαλλογερμανικού άξονα, στα θέματα που έχουν «κολλήσει». Πρόσθεσε, επίσης, ότι η Ευρωζώνη χρειάζεται τις αλλαγές ώστε να φτάσουμε: 1) σε έναν καλύτερο συντονισμό με περισσότερη αλληλεγγύη, 2) στην αποφυγή νέων κρίσεων στο μέλλον και 3) στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Αισιόδοξη για τη συνέχεια εμφανίστηκε η κ. Μέρκελ, προφανώς διότι το γεγονός ότι σχημάτισε σταθερή κυβέρνηση με τους Σοσιαλδημοκράτες σε συνδυασμό με το ότι θα είναι και η τελευταία της τετραετία στην εξουσία μπορεί να της λύσει τα χέρια. «Προχωράμε, πολύ σύντομα θα διαπιστωθεί πως είμαστε στον σωστό δρόμο», είπε.
Η ομάδα των «6»
Αναφορικά με τη συζήτηση της Παρασκευής, είναι πολύ σημαντικό ότι όλες οι χώρες τοποθετήθηκαν ανοικτά, γιατί καταγράφηκαν πλέον στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο οι ενστάσεις για τις αλλαγές, οι οποίες μέχρι τώρα είτε είχαν εκδηλωθεί με μορφή διαρροών, είτε στο Εurogroup.
Η συζήτηση επισημοποίησε την ύπαρξη ομάδας υπό τον Ολλανδό πρωθυπουργό Μαρκ Ρούτε, η οποία έχει αντιρρήσεις όχι μόνο για τις προτάσεις που θεωρούνται προχωρημένες, αλλά και για τις βασικές, όπως η τραπεζική ένωση. Η εν λόγω ομάδα αποτελείται από τους πρωθυπουργούς της Ολλανδίας, της Ιρλανδίας, της Φινλανδίας και των τριών χωρών της Βαλτικής (Εσθονία, Λιθουανία, Λετονία). Υπάρχουν και άλλες δύο χώρες, που δεν είναι στην Ευρωζώνη, η Σουηδία και η Δανία, οι οποίες βρίσκονται στην ομάδα, αλλά περισσότερο για να αυξηθεί ο αριθμός παρά για την ουσία. Κι αυτό γιατί η Δανία έχει πάρει εξαίρεση από το ενιαίο νόμισμα, ενώ η Σουηδία νομικά είναι υποχρεωμένη να ενταχθεί κάποια στιγμή, αλλά κάνει τα πάντα για να μην μπει.
Ο κ. Ρούτε, φιλελεύθερος με θατσερικές αντιλήψεις για την οικονομία και τη μετεξέλιξη της Ευρώπης, προσπάθησε τον τελευταίο καιρό να πάρει μαζί του και τους άλλους δύο φιλελεύθερους πρωθυπουργούς της μπενελούξ (Βέλγιο, Λουξεμβούργο), ώστε να υπάρχουν στην ομάδα τρία ιδρυτικά κράτη-μέλη, αλλά -δυστυχώς για τον ίδιο- δεν τον ακολούθησαν. Είναι προφανές ότι οι έξι χώρες που αντιδρούν προβληματίζουν τις υπόλοιπες, ωστόσο η εκτίμηση που κυριαρχεί στις Βρυξέλλες είναι ότι θα κάνουν πίσω σε βασικά θέματα, υπό την προϋπόθεση ότι ο γαλλογερμανικός άξονας θα εμφανιστεί ενωμένος και αποφασισμένος για τις αλλαγές, κάτι που σήμερα φαίνεται ως το επικρατέστερο σενάριο.
Επί της ουσίας, οι δύο μεγάλες προτεραιότητες που ξεχώρισαν μετά τη συζήτηση είναι η τραπεζική ένωση και η μετεξέλιξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (ΕΝΤ). Φαίνεται ότι στα δύο παραπάνω θέματα θα υπάρξουν αποφάσεις τον Ιούνιο και πως θα καμφθούν οι αντιρρήσεις του Βορρά της Ευρωζώνης για την πανευρωπαϊκή συνασφάλιση των καταθέσεων, που είναι ο τρίτος πυλώνας της τραπεζικής ένωσης. Οι άλλοι δύο, δηλαδή η ευρωπαϊκή εποπτεία των τραπεζών και η εξυγίανση ή εκκαθάριση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, έχουν εγκριθεί επί της αρχής και βρίσκονται σε φάση υλοποίησης, με ορισμένα ζητήματα, όπως το Ταμείο Εξυγίανσης, να πρέπει να ρυθμιστούν.
Η τραπεζική ένωση είναι κολοσσιαίο θέμα γιατί θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη μεταξύ των τραπεζών, η οποία κλονίστηκε σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια της κρίσης, αλλά και την εμπιστοσύνη των καταθετών. Το πόσο σημαντική είναι φαίνεται και από τη δήλωση που έκανε τις προηγούμενες ημέρες ο επικεφαλής του ΕΜΣ Κλάους Ρέγκλινγκ, σύμφωνα με την οποία αν υπήρχε ευρωπαϊκή εγγύηση των καταθέσεων στη διάρκεια της κρίσης, οι χώρες που πέρασαν από μνημόνια θα χρειάζονταν τα μισά χρήματα από εκείνα που δανείστηκαν.
Για τη μετεξέλιξη του ΕΜΣ, οι όποιες αντιρρήσεις έχουν να κάνουν με τη διακυβέρνησή του, γιατί όλοι αποδέχονται επί της αρχής τη θέση να εξελιχθεί σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο. Ωστόσο, τα ζητήματα που βρίσκονται σε εκκρεμότητα είναι αρκετά σημαντικά, όπως το ξεκαθάρισμα των αρμοδιοτήτων μεταξύ του νέου οργανισμού και της Κομισιόν, η οποία θεσμικά είναι η μοναδική αρμόδια για την εποπτεία των οικονομιών της Ευρωζώνης.
Η μεγάλη μάχη
Είναι προφανές ότι η μεγάλη μάχη τον Ιούνιο θα γίνει για το θέμα του προϋπολογισμού της Ευρωζώνης, το οποίο ο κ. Μακρόν έχει αναγάγει σε πρώτη προτεραιότητά του. Ο Γάλλος πρόεδρος ζητεί ξεχωριστό προϋπολογισμό για τις χώρες της Ευρωζώνης, τον οποίο θέλει να καταστήσει εργαλείο έκφρασης αλληλεγγύης, αφού προτείνει να χρηματοδοτεί δημόσιες επενδύσεις υπό μορφή δανείων σε περιόδους απρόβλεπτων κρίσεων. Τον υποστηρίζει όλος ο ευρωπαϊκός Νότος, ενώ η Κομισιόν, υποστηριζόμενη από το Βερολίνο, προσπαθεί να «νερώσει» λίγο την πρόταση, προτείνοντας αυτό να γίνει με τη μορφή ειδικής γραμμής εντός του υφιστάμενου κοινοτικού προϋπολογισμού και εκτός από επενδύσεις να χρηματοδοτεί διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να είναι περιορισμένος σε μέγεθος. Η άποψη της Επιτροπής είναι ότι με τον τρόπο αυτό θα καμφθούν οι αντιδράσεις των βόρειων χωρών.
Οι «6» προς το παρόν απορρίπτουν τόσο την πρόταση του Μακρόν όσο και εκείνη της Κομισιόν και θα χρειαστούν πολύ μεγάλες προσπάθειες για να υπάρξει απόφαση τον Ιούνιο, έστω και με τη μορφή ενός «οδικού χάρτη» με σταδιακή υλοποίηση μέσα στα επόμενα 2-3 χρόνια. Αντίθετα, στην παρούσα φάση δεν φαίνεται να έχει καμία τύχη -και πιθανότατα θα μεταφερθεί για μετά το 2025- η πρόταση της Κομισιόν να υπάρξει θέση Ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών.