Τις μεγάλες μισθολογικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα καταγράφει -μεταξύ άλλων - η νέα έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία, σύμφωνα με την οποία το 37,4% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα αμείβεται με καθαρούς μισθούς έως 699 ευρώ το μήνα, όταν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα μόνο ένα μικρό ποσοστό 6,4% των εργαζομένων λαμβάνει το ίδιο ύψος μισθών.
Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Τις μεγάλες μισθολογικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα καταγράφει -μεταξύ άλλων - η νέα έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία, σύμφωνα με την οποία το 37,4% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα αμείβεται με καθαρούς μισθούς έως 699 ευρώ το μήνα, όταν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα μόνο ένα μικρό ποσοστό 6,4% των εργαζομένων λαμβάνει το ίδιο ύψος μισθών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην κλίμακα μισθών από 1.000-1.300 ευρώ στο Δημόσιο αμείβεται το 38,8% των εργαζομένων, ενώ με τους αντίστοιχους μισθούς αμείβεται μόνο το 10,2% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα.
Η έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ εκτιμά την «πραγματική ανεργία» στη χώρα μας για το γ’ τρίμηνο του 2017 στο 27,52%, έναντι 20,2% της εκτίμησης της ΕΛΣΤΑΤ. Επίσης, η έκθεση της ΓΣΕΕ διαπιστώνει εκτίναξη των μορφών ελαστικής απασχόλησης την τελευταία δεκαετία, καθώς σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, ενώ το 2009 οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, το 2017 αντιστοιχούν στο 54,9% του συνόλου των νέων προσλήψεων.
Οι αποκλίσεις των μισθών
Ιδιωτικός τομέας: Η εξέλιξη των μισθών κατά το 2017 εμφανίζει σταθεροποίηση στα χαμηλά επίπεδα τα οποία έχουν διαμορφωθεί. Έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των χαμηλόμισθων εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 700 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 37,4% το 2017 (από 13,1% το 2009), ενώ μειώνεται κατά 4 περίπου ποσοστιαίες μονάδες το ποσοστό για αποδοχές μεταξύ 700-899 ευρώ (23,5% το 2017 από 27,3% το 2009). Παράλληλα, έχει μειωθεί κατά το ήμισυ περίπου (16,8% το 2017 από 35,7% το 2009) το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές μεταξύ 900-1.300 ευρώ.
Δημόσιος τομέας: Έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 1.000 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 29,8% το 2017 (από 18,9% το 2009) και έχει ανέβει λίγο το ποσοστό για αποδοχές 1.000-1.100 ευρώ (16,2% το 2017 από 13% το 2009). Αντίθετα, έχει μειωθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές αποδοχές 1.100-1.599 ευρώ (34,3% το 2017 από 46,5% το 2009), όπως και το ποσοστό των εργαζομένων με αποδοχές άνω των 1.600 ευρώ (4,7% το 2017 από 10,9% το 2009).
Σε υψηλά επίπεδα η ανεργία
Η ετήσια έκθεση του ΙΝΕ- ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία χρησιμοποιώντας μια σειρά από εναλλακτικούς δείκτες -εκτός των συμβατικών- για τον υπολογισμό της «πραγματικής ανεργίας» καταλήγει στην εκτίμηση ότι το τρίτο τρίμηνο του 2017 το «πραγματικό» σύνολο των ανέργων ανήλθε σε 1.355.620 άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί σε συνολικό ποσοστό ανεργίας ύψους 27,52%, κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το επίσημο ποσοστό της ανεργίας όπως την καταγράφει η ΕΛΣΤΑΤ. Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το ποσοστό ανεργίας κατά το τρίτο τρίμηνο του 2017 ήταν 20,2%.
Ειδικότερα, για τον υπολογισμό της ανεργίας λαμβάνονται υπόψη τρεις επιμέρους δείκτες, όπως οι «αποθαρρημένοι άνεργοι», οι «ακούσια υποαπασχολούμενοι» και το «λοιπό εργατικό δυναμικό».
1 Ως «αποθαρρημένους άνεργους» χαρακτηρίζει τους άνεργους που δεν αναζητούν εργασία, αλλά θα ήθελαν να έχουν εργασία και είναι διατεθειμένοι να την αναλάβουν τις δύο επόμενες εβδομάδες από την περίοδο έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ. Εκτιμά ότι ο αριθμός των αποθαρρημένων ανέργων ήταν 247.000 άτομα στο 3ο τρίμηνο του 2017.
2 Ως «λοιπό εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό» καταγράφονται τα άτομα που αναζητούσαν εργασία κατά τον τελευταίο μήνα, αλλά δεν ήταν διαθέσιμα να εργαστούν μέσα στις δύο επόμενες εβδομάδες (εκτιμώνται σε 23.000).
3 Ως «ακούσια υποαπασχολούμενους» καταγράφει τα άτομα εκείνα τα οποία την εβδομάδα αναφοράς - έρευνας της ΕΛΣΤΑ εργάστηκαν με μερική απασχόληση, αλλά δήλωσαν ότι επιθυμούν να εργαστούν περισσότερες ώρες εάν τους δινόταν η ευκαιρία (εκτιμώνται σε 247.000 άτομα).
Πάντως, η έκθεση χαρακτηρίζει ως σημαντικό γεγονός ότι «το συνολικό ποσοστό της ανεργίας υποχώρησε κατά το 2017 για πρώτη φορά μετά το 2012 κάτω από το όριο του 30%, γεγονός που επιβεβαιώνει τη βελτιωμένη εικόνα αφενός στην αγορά εργασίας, σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, αλλά και αφετέρου τη συνεχιζόμενη ιδιαίτερα δραματική κατάσταση».
Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ το εισόδημα που χάνεται με άμεσο τρόπο εξαιτίας της ανεργίας ανέρχεται σε 12 δισ. ευρώ τον χρόνο ή στο 7% του ΑΕΠ. Απώλεια εισοδήματος με «άμεσο τρόπο» σημαίνει ότι στην εκτίμηση για τα 12 δισ. ευρώ δεν λαμβάνεται υπόψη το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα που θα υπήρχε, εάν τα χρήματα αυτά διοχετεύονταν στην κατανάλωση με δεδομένο ότι ο μέσος μισθός είναι 775 ευρώ.
Επιχειρησιακές συμβάσεις
Όσον αφορά τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ), το 2017 οι εθνικές ή τοπικές κλαδικές ΣΣΕ εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά ολιγάριθμες, ενώ για όγδοη χρονιά οι επιχειρησιακές ΣΣΕ υπερτερούν συντριπτικά. Με βάση τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας το 2017 υπογράφτηκαν μόνο 15 κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις, δηλαδή στα ίδια περίπου επίπεδα με τα προηγούμενα έτη. Αντίθετα, ο αριθμός των επιχειρησιακών ΣΣΕ ανέρχεται σε 244, αντιπροσωπεύοντας το 92% του συνόλου των ΣΣΕ.