Δάνεια ύψους περίπου 25 δισ. ευρώ, που «κοκκινίζουν», θα μπορούσαν στην πραγματικότητα να εξυπηρετούνται, υποστηρίζουν τραπεζικά στελέχη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
To ακριβές ποσοστό των στρατηγικών κακοπληρωτών θα αποκαλυφθεί στην πορεία του χρόνου, δείχνει όμως να είναι μεγαλύτερο από ότι αρχικές εκτιμήσεις που το υπολόγιζαν στο 15-20% του συνολικού χαρτοφυλακίου των κόκκινων δανείων. Αυτό υποστηρίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ επιτελικό τραπεζικό στέλεχος με συνολική γνώση της αγοράς.
Ειδικότερα, οι αναθεωρημένες εκτιμήσεις θέλουν τους στρατηγικούς κακοπληρωτές- αυτούς δηλαδή που αφήνουν τα δάνει να χαρακτηριστούν μη εξυπηρετούμενα, ενώ αποκαλύπτεται ότι έχουν μεγάλες καταθέσεις σε άλλες τράπεζες ή περιουσία- στην στεγαστική πίστη είναι περίπου στο 25% με 30% και στην επιχειρηματική πίστη στο 15% με 20%. Στο σύνολο των μη εξυπηρετούμενων δανείων διαμορφώνεται κοντά στο 25%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δάνεια ύψους περίπου 25 δισ. ευρώ που «κοκκινίζουν» θα μπορούσαν να εξυπηρετούνται.
Όπως έχουν αναφέρει σε δημόσιες παρεμβάσεις τους ανώτερα τραπεζικά στελέχη η συμπεριφορά αυτή των στρατηγικών κακοπληρωτών ζημίωσε όχι μόνον τον τραπεζικό σύστημα αλλά είχε γενικότερα συνέπειες και στην ελληνική οικονομία από τα προβλήματα που προκάλεσε στο τραπεζικό σύστημα.
«Το ουσιαστικό πάγωμα των πλειστηριασμών για μεγάλο χρονικό διάστημα μεγέθυνε νοοτροπίες κακοπληρωτών καθώς δεν υπήρχε φόβος για συνέπειες. Δεν πλήρωναν το δάνειο τους χωρίς να έχουν κάτι να φοβούνται, Την ίδια στιγμή διατηρούσαν και καταθέσεις ενώ διέθεταν και αδήλωτα εισοδήματα», αναφέρουν χαρακτηριστικά τραπεζικά στελέχη στο ΑΠΕ- ΜΠΕ. Είναι ενδεικτικό, λένε, ότι το 2009 έγιναν περίπου 59.000 πλειστηριασμοί και το 2017 με πολλαπλάσια μη εξυπηρετούμενα δάνεια έγιναν μόλις 6.500 πλειστηριασμοί, περίπου.
Στο μεγάλο στοίχημα της μείωσης των «κόκκινων» δανείων, όπως έχουν αναφέρει τραπεζικά στελέχη, καθοριστικό ρόλο -πέραν από τις συγκεκριμένες πρωτοβουλίες των τραπεζών- θα έχει η γενικότερη πορεία της ελληνικής οικονομίας, Οποιεσδήποτε δράσεις και να αναλάβουν οι τράπεζες ο στόχος δεν θα επιτευχθεί εάν η ελληνική οικονομία δεν αποκτήσει ένα βιώσιμο αναπτυξιακό ρυθμό που θα έχει σταδιακά επιπτώσεις στα εισοδήματα των νοικοκυριών καθώς και τα οικονομικά αποτελέσματα των επιχειρήσεων, επισημαίνουν.
Σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις -που διατυπώνονται και από εβδομαδιαίες αναλύσεις οικονομικών τμημάτων των τραπεζών- η ανάπτυξη δείχνει να παγιώνεται, γεγονός που θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για να κερδηθεί το σημαντικότερο στοίχημα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος.