Ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί εν όψει των δύσκολων συζητήσεων με τους δανειστές για το δημοσιονομικό ελπίζει να πάρει στα χέρια της η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα στις 23 Απριλίου, ημερομηνία ανακοίνωσης των δημοσιονομικών επιδόσεων της χώρας για το 2017 από την Ελληνική Στατιστική Αρχή και τη Eurostat.
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί εν όψει των δύσκολων συζητήσεων με τους δανειστές για το δημοσιονομικό ελπίζει να πάρει στα χέρια της η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα στις 23 Απριλίου, ημερομηνία ανακοίνωσης των δημοσιονομικών επιδόσεων της χώρας για το 2017 από την Ελληνική Στατιστική Αρχή και τη Eurostat.
Το πρωτογενές αποτέλεσμα για το 2017 προβλέπεται πλέον ότι θα κινηθεί στην περιοχή του 3,4-3,5% ακόμη και αν συνυπολογιστεί η δαπάνη για το «κοινωνικό μέρισμα» του Δεκεμβρίου η οποία μαζί με τις επιστροφές κρατήσεων στους συνταξιούχους και τους πόρους που μεταφέρθηκαν στη ΔΕΗ για τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας αντιστοιχεί στο 1% του ΑΕΠ.
Αν επιβεβαιωθεί αυτή η εκτίμηση, η κυβέρνηση θα καθίσει τον Μάιο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης με πρόσθετο υπερπλεόνασμα της τάξεως του 1,5 έως 1,8 δισ. ευρώ συγκριτικά με τα όσα έχουν αναγραφεί ως εκτίμηση αποτελέσματος για το 2017 στον προϋπολογισμό του 2018.
Υπενθυμίζεται ότι με βάση τη μεθοδολογία της σύμβασης χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, το πρωτογενές πλεόνασμα του 2017 έχει εκτιμηθεί στο 2,44% του ΑΕΠ ή στα 4,36 δισ. ευρώ. Επιβεβαίωση της εκτίμησης ότι το πλεόνασμα θα φτάσει στο 3,4 - 3,5% σημαίνει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα φτάσει στα 6,25 δισ. ευρώ δηλαδή ακριβώς στο διπλάσιο του μνημονιακού στόχου για το 2017 που ήταν 3,125 δισ. ευρώ ή 1,75% του ΑΕΠ.
Το χαρτί για την κυβέρνηση θα είναι ισχυρό για πολλούς λόγους:
1. Θα μπορεί να υποστηρίξει στις συζητήσεις με τους δανειστές ότι ακόμη και με έναν ισχνό ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 1,4% (σ.σ ποσοστό μάλιστα χαμηλότερο του στόχου του 1,6% που είχε αποτυπωθεί στον προϋπολογισμό) κατορθώνει να ανεβάσει το πρωτογενές πλεόνασμα στο επίπεδο του 3,5% που είναι και ο τελικός στόχος όχι μόνο για το 2018 αλλά και για όλη την περίοδο μέχρι το 2022. Το ελληνικό επιχείρημα θα είναι το προφανές: αν με ανάπτυξη 1,4% η χώρα μπορεί να παράξει πλεονάσματα 3,5% (ή 4,5% αν συνυπολογιστεί και η δαπάνη για το κοινωνικό μέρισμα) γιατί να μην μπορεί να παράξει το ίδιο ποσοστό και με ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 2,5%
2. Τα νούμερα θα τεθούν στη διάθεση του υπουργείου Οικονομικών και των δανειστών, λίγα 24ωρα πριν από την επάνοδο των επικεφαλής των θεσμών στην Αθήνα για την ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης. Ένα από τα κρίσιμα θέματα θα είναι προφανώς και το δημοσιονομικό καθώς εκκρεμεί η συζήτηση για το αν θα πρέπει να έρθει νωρίτερα η μείωση του αφορολογήτου (δηλαδή από 1/1/2019) όπως επίσης και για το αν θα υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος για να ενεργοποιηθεί το «καλό πακέτο» μέτρων του 2019 το οποίο προβλέπει τη δαπάνη περίπου 1,8 δισ. ευρώ για επιδόματα (σ.σ επίδομα στέγασης, βρεφονηπιακούς σταθμούς κλπ).