Οικονομία & Αγορές
Παρασκευή, 02 Μαρτίου 2018 06:00

Η δημοσιονομική προσαρμογή στην υγεία δεν ωφέλησε και τον πολίτη

Ένας χορός δισεκατομμυρίων ευρώ κάνει τον γύρο της χώρας τους τελευταίους μήνες, αναφορικά με τα κόστη για την υγεία των Ελλήνων με αφορμή την υπόθεση της Novartis. Η κυβέρνηση αναφέρεται σε διασπάθιση 23 δισ. ευρώ κυρίως από τον χώρο του φαρμάκου, με την πλευρά της φαρμακοβιομηχανίας να αντιδρά έντονα, αφού μια τέτοια εκτίμηση, όπως σημειώνει, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί.

Από την έντυπη έκδοση 

Του Γιώργου Σακκά
[email protected]

Ένας χορός δισεκατομμυρίων ευρώ κάνει τον γύρο της χώρας τους τελευταίους μήνες, αναφορικά με τα κόστη για την υγεία των Ελλήνων με αφορμή την υπόθεση της Novartis. Η κυβέρνηση αναφέρεται σε διασπάθιση 23 δισ. ευρώ κυρίως από τον χώρο του φαρμάκου, με την πλευρά της φαρμακοβιομηχανίας να αντιδρά έντονα, αφού μια τέτοια εκτίμηση, όπως σημειώνει, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί.

Η «Ν» σε μια προσπάθεια να προσεγγίσει την οικονομική διάσταση της υγείας, συνδυάζοντας ιστορικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, του Συστήματος Λογαριασμού Υγείας, του ΙΟΒΕ, του ΕΟΦ, του ΕΟΠΥΥ και του ΣΦΕΕ, διαπιστώνει ότι μπορεί όντως να υπήρξε χορός δισ. ευρώ στην υγεία, η δημοσιονομική προσαρμογή ωστόσο τον περιόρισε, αλλά επιβάρυνε σε μεγαλύτερο βαθμό τις τσέπες των Ελλήνων πολιτών.

Όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, από το 2000 μέχρι και το 2016 δαπανήθηκαν συνολικά από το κράτος, αλλά και την «τσέπη» μας περίπου 285 δισ. ευρώ. Μάλιστα, από αυτά, τα 106 δισ. ευρώ ήταν τα χρήματα που μέσα στη 17ετία πληρώσαμε εμείς, ως ιδιώτες. Επίσης, ενώ σε γενικές γραμμές το ποσοστό της ιδιωτικής συμμετοχής στην υγεία συνολικά να ήταν μεταξύ 32% και 42%, για τον κλάδο του φαρμάκου η συμμετοχή από 20%-25% πριν από το μνημόνιο έχει πλέον διαμορφωθεί στο 50%, συμπεριλαμβανομένης και της συμμετοχής της φαρμακοβιομηχανίας.  

Σύμφωνα λοιπόν τα στοιχεία που μας παρέθεσε το ΙΟΒΕ, η δημόσια δαπάνη για την υγεία έφτασε στα περίπου 2/3 της συνολικής δαπάνης την περίοδο 2000-2016. Επίσης διαπιστώνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών καλύπτονταν πάντα από το Δημόσιο, σε ποσοστό που ανά έτος κυμαινόταν από 58% έως 68%. Μάλιστα, την κρίσιμη τετραετία 2007-2010 η δαπάνη για την υγεία έφτασε στα 88 δισ. ευρώ, δηλαδή όσο το 1/3 της δαπάνης στα 17 χρόνια. Αντίστοιχα και η δημόσια δαπάνη προσέγγισε τα 57 δισ. ευρώ, επίσης περίπου το 1/3 της συνολικής δημόσιας δαπάνης στη 17ετία.    

Μάλιστα την κρίσιμη τετραετία 2007-2010 η δαπάνη για την υγεία έφτασε στα 88 δισ. ευρώ, δηλαδή όσο το 1/3 της δαπάνης στα 17 χρόνια. Αντίστοιχα και η δημόσια δαπάνη προσέγγισε τα 57 δισ. ευρώ, ήταν επίσης περίπου το 1/3 της συνολικής δημόσιας δαπάνης στη 17ετία. Είναι δε και η περίοδος που η δημόσια δαπάνη φτάνει σε μέσο όρο το ρεκόρ στη συμμετοχή στη συνολική δαπάνη, δηλαδή στο 68%. 

Όλα τα παραπάνω λαμβάνουν χώρα σε μια περίοδο που και το ελληνικό ΑΕΠ, έχοντας πετύχει ρεκόρ απόδοσης μέχρι το 2008-2009, δικαιολογεί σε έναν βαθμό και αντίστοιχες υγειονομικές δαπάνες. Συνολικά και με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και του ΟΟΣΑ, το ΑΕΠ την περίοδο 2000-2016 φτάνει στα 3,23 τρισ. ευρώ. Με βάση λοιπόν το συνολικό αυτό ποσό, αν μας επιτραπεί να «αθροίσουμε» τα συγκεκριμένα έτη της ελληνικής οικονομίας, οι συνολικές δαπάνες υγείας αντιστοιχούν στο 8,7%, κοντά δηλαδή στον μέσο όρο της δαπάνης των κρατών του ΟΟΣΑ. Κι αυτό διότι υπήρξαν μεν χρονιές που η δαπάνη έφτασε κοντά στο 10%, αλλά αυτές ήταν ελάχιστες. 

Αντίστοιχα δε, η δημόσια δαπάνη της 17ετίας αντιστοιχεί στο 5,5% του ΑΕΠ για το σύνολο των ετών. Και πάλι το ποσοστό αυτό δεν είναι -θα έλεγε κανείς- ακραίο. Συνολικά θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι οι δαπάνες δεν ήταν χαμηλές σε σχέση με το ΑΕΠ, αλλά όχι και τόσο υψηλές ώστε να δικαιολογούν τις εκτιμήσεις ότι επιβάρυναν δραματικά το ελληνικό χρέος και μάλιστα περισσότερο από άλλους τομείς. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, με βάση τα προσωρινά στοιχεία και τις εκτιμήσεις, το 2016 η συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 14,6 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 8,5 δισ. ευρώ αποτελούν δημόσια χρηματοδότηση. Την περίοδο της δημοσιονομικής προσαρμογής παρατηρείται σημαντική μείωση της συνολικής χρηματοδότησης κατά 32,4%, με μεγαλύτερη όμως υποχώρηση της δημόσιας χρηματοδότησης κατά 42,5%.

Το ιδιαίτερα σημαντικό που εντοπίζεται όμως είναι το εξής: η συνολική κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 1.357 ευρώ το 2016, έναντι 2.027 ευρώ το 2009, και πλέον υπολείπεται κατά 909 ευρώ από τον μέσο όρο των νοτίων χωρών. Η δημόσια κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας υποχώρησε στην Ελλάδα κατά 43,2% μεταξύ 2009 και 2016, όπου και διαμορφώθηκε στα 789 ευρώ, έναντι αύξησης κατά 19,9% στην Ε.Ε. 23 και ηπιότερης κάμψης στις Νότιες Χώρες κατά 2,4% την ίδια περίοδο.

Φαρμακευτική δαπάνη
Ιδιαίτερα επιβαρυντικές για την τσέπη μας είναι οι διαπιστώσεις του ΙΟΒΕ σχετικά με τις άμεσες πληρωμές των Ελλήνων πολιτών για την αγορά φαρμάκων. Με βάση λοιπόν τα στοιχεία, το 2017 πληρώσαμε από την τσέπη μας 866 εκατ. ευρώ για να καλύψουμε τη συμμετοχή μας στα φάρμακα, από 760 εκατ. ευρώ το 2016, ενώ το 2012 ήταν 600 εκατ. ευρώ. 

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, «Η Φαρμακευτική Αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα και Στοιχεία 2017» υπό την επιστημονική επιμέλεια του ΙΟΒΕ και την αρωγή της Επιτροπής Τεκμηρίωσης του ΣΦΕΕ, η συνολική εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη (συμπεριλαμβανομένης της εκτιμώμενης συμμετοχής των ασθενών) διαμορφώθηκε στα περίπου 3,7 δισ. ευρώ το 2017, παραμένοντας κοντά στα επίπεδα του 2012, αναδεικνύοντας την πραγματική ανάγκη των Ελλήνων ασθενών για φαρμακευτική κάλυψη. Ωστόσο, η σημαντική μείωση στη δημόσια εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη κατά 32% την περίοδο 2012-2017 είχε ως αποτέλεσμα τη μετατόπιση στον ιδιωτικό τομέα, όπου παρατηρείται 50% αύξηση στην εκτιμώμενη συμμετοχή των ασθενών και σημαντική αύξηση 220% στη συμμετοχή της βιομηχανίας την ίδια περίοδο.

Για το 2017, η συμμετοχή των ασθενών και της βιομηχανίας έφτασε στο 50% της συνολικής εξωνοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης. Ειδικότερα, όπως σημειώνεται στη μελέτη του ΙΟΒΕ, η οποία επεξεργάστηκε στοιχεία της αγοράς αλλά και του ΕΟΠΥΥ, από τα συνολικά 3.686 εκατ. ευρώ της δαπάνης, τα 1.945 εκατ. ευρώ αποτελούν την αποζημίωση του ΕΟΠΥΥ, τα 875 εκατ. ευρώ είναι το clawback και rebate ήτοι η συμμετοχή της φαρμακοβιομηχανίας και στα 866 εκατ. ευρώ ανέρχεται η συμμετοχή των ασθενών.

Τα στοιχεία της συνολικής ιδιωτικής συμμετοχής, δηλαδή ασθενών και βιομηχανίας, είναι σημαντικά αυξημένα σε σχέση με το 2016, όταν η κάλυψη από τον ΕΟΠΥΥ ήταν επίσης 1.945 εκατ. ευρώ, ενώ η βιομηχανία είχε συνεισφέρει με 751 εκατ. ευρώ και οι ασθενείς με 760 εκατ. ευρώ. Αντίστοιχα το 2012, που η συνολική δαπάνη ήταν στα 3.752 εκατ. ευρώ, ο ΕΟΠΥΥ κάλυπτε τα 2.880 εκατ. ευρώ, η βιομηχανία μόλις τα 272 εκατ. ευρώ και οι ασθενείς τα 600 εκατ. ευρώ.

Από το 2012 μέχρι σήμερα εισήλθαν στην αγορά δεκάδες νέα και ακριβά σκευάσματα, τα οποία δεν μπορεί τελικά να καλύψει ο ΕΟΠΥΥ με τον ψαλιδισμένο του προϋπολογισμό και όλο το βάρος μεταφέρθηκε σε ασθενείς και φαρμακευτικές.

Κατά κεφαλήν δαπάνη
Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι τα συγκριτικά στοιχεία της μελέτης μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρώπης. Συγκεκριμένα, η δημόσια κατά κεφαλήν δαπάνη για φαρμακευτικά και άλλα υγειονομικά αναλώσιμα στην Ελλάδα ακολουθεί πτωτική πορεία, από 430 ευρώ ανά κάτοικο το 2009 στα 181 ευρώ το 2015. Η δημόσια κατά κεφαλήν δαπάνη για φαρμακευτικά και άλλα υγειονομικά αναλώσιμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση 22 χωρών από 289 ευρώ το 2009 διαμορφώθηκε στα 292 ευρώ το 2015, δηλαδή πάνω από 100 υψηλότερα έναντι της Ελλάδας, ενώ στις Νότιες Χώρες (Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία) διαμορφώθηκε στα 242 ευρώ.

Η δημόσια δαπάνη για φαρμακευτικά και άλλα υγειονομικά αναλώσιμα ως ποσοστό του ΑΕΠ διαμορφώθηκε στην Ελλάδα στο 1,1% του ΑΕΠ το 2015 έναντι 2% το 2009, έχοντας πλέον προσεγγίσει τον μέσο όρο της Ε.Ε. 22 και των Νοτίων Χωρών.

Νοσοκομειακή δαπάνη
Η δημόσια νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη καθορίστηκε στα 530 εκατ. ευρώ για το 2018, μειωμένη κατά 30% σε σχέση με το 2015 (764 εκατ. ευρώ), πριν από την επιβολή κλειστού προϋπολογισμού. Η μείωση της δημόσιας νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης είχε ως αποτέλεσμα τη μετακύλιση στη βιομηχανία (σε νοσοκομειακό επίπεδο η συμμετοχή των ασθενών είναι μηδενική), με τους υποχρεωτικούς μηχανισμούς επιστροφών και εκπτώσεων (clawback και rebate), όπου για το 2016 έφτασε τα 260 εκατ. ευρώ και για το 2017 εκτιμάται στα 320 εκατ. ευρώ (35% της συνολικής νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης).

Πωλήσεις φαρμάκων 
Σχετικά με τις δαπάνες για φάρμακα, με βάση την επεξεργασία των στοιχείων του ΕΟΦ, φαίνεται ότι από το 2000 μέχρι και το 2016 καταγράφεται συνολικός τζίρος σε φάρμακα και σχετικά σκευάσματα σήμανσης ΕΟΦ στα περίπου 97 δισ. ευρώ. Από αυτά τα περίπου 20 δισ. ευρώ αφορούν φάρμακα νοσοκομειακά ή σκευάσματα που διακινούνται στα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ, και τα υπόλοιπα, σκευάσματα που διακινούνται μέσω φαρμακείων και φαρμακαποθηκών. 

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ΕΟΦ προσδιορίζει ότι σκευάσματα αξίας 4,2 δισ. ευρώ αφορούν παράλληλες εξαγωγές τα έτη 2008-2016, δηλαδή περίπου το 10% των πωλήσεων σε αξία από φαρμακεία και φαρμακαποθήκες τα έτη αυτά. 

Υπολογίζεται λοιπόν ότι στην περίοδο της 16ετίας η αξία των νόμιμων παράλληλων εξαγωγών προσέγγισε τουλάχιστον τα 5-6 δισ. ευρώ κι έτσι η εσωτερική αγορά φαρμάκου μπορεί να υπολογιστεί στα περίπου 92 δισ. ευρώ. Κι εδώ πάλι πρέπει να σημειωθεί ότι δεν γνωρίζουμε σε τι ποσοστό οι Έλληνες πολίτες έκαναν χρήση των φαρμάκων αυτών, διότι κύκλοι της αγοράς αναφέρουν πως φάρμακα εκατομμυρίων είτε εξήχθησαν παράνομα είτε «σάπισαν» σε αποθήκες νοσοκομείων.

Στο μεταξύ, βλέπουμε ότι το σύνολο των καταβολών του Δημοσίου για εξωνοσοκομειακά φάρμακα ήταν της τάξης των 43,8 δισ. ευρώ για το διάστημα των 13 ετών. Το συγκεκριμένο ποσό αποτελεί την κάλυψη των φαρμάκων που διακινούνταν από τα φαρμακεία αλλά και το σύνολο των φαρμάκων από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ. Η δε ιδιωτική δαπάνη για το διάστημα αυτό ήταν 17,6 δισ. ευρώ κι έτσι το σύνολο των δαπανών για φάρμακα ήταν 61,4 δισ. ευρώ. 

Υπάρχει επίσης και ένα μέρος των νοσοκομειακών φαρμάκων τα οποία περιέχονται στους προϋπολογισμούς των νοσοκομείων ή χορηγούνταν από τις ιδιωτικές κλινικές και τα οποία δεν προσδιορίζονται από τον ΕΟΦ ώστε να προσδιοριστεί και η αντίστοιχη δημόσια δαπάνη γι’ αυτά. Ας υποθέσουμε όμως ότι η κάλυψη στα φάρμακα από το ελληνικό Δημόσιο είναι της τάξης των 60 δισ. ευρώ και τα υπόλοιπα 30 δισ. ευρώ αφορούν τη συμμετοχή των ασθενών, τα ΜΗΣΥΦΑ και την αρνητική λίστα, ενώ πάνω από 3,5 δισ. ευρώ έχει εισφέρει η φαρμακοβιομηχανία λόγω clawback και rebate αλλά και λόγω της εξόφλησής της με ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου, τα οποία είτε κουρεύτηκαν είτε ρευστοποιήθηκαν με απώλειες. 

Συνδυάζοντας τώρα τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και του ΕΟΦ, μπορούμε να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι το φάρμακο αποτέλεσε το προηγούμενο διάστημα περί το 1/3 των συνολικών δαπανών για την υγεία, όπως επίσης και το 1/3 της δημόσια δαπάνης.