Η Ελλάδα δεν θα οπισθοχωρήσει στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο, επισημαίνει σε συνέντευξή της στο Reuters η διευθύνουσα σύμβουλος του υπερταμείου αποκρατικοποιήσεων, Ράνια Αικατερινάρη. Προσθέτει ότι οι κρατικές επιχειρήσεις θα καταθέσουν έως τον Απρίλιο σχέδια για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους.
Η Ελλάδα δεν θα οπισθοχωρήσει στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο, επισημαίνει σε συνέντευξή της στο Reuters η διευθύνουσα σύμβουλος του υπερταμείου αποκρατικοποιήσεων, Ράνια Αικατερινάρη, προσθέτοντας ότι περιμένει από τις κρατικές επιχειρήσεις να καταθέσουν έως τον Απρίλιο σχέδια για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους.
«Δεν μπορώ να πω ότι βλέπω τέτοιο κίνδυνο τώρα» δήλωσε σε ερώτηση για το εάν θα υπάρξουν προβλήματα μετά την έξοδο από το μνημόνιο. Όπως είπε οι Έλληνες κατανοούν ολοένα και περισσότερο την αποστολή και την αξία των ιδιωτικοποιήσεων. «Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να ταχθεί υπέρ ενός μοντέλου, όπου κάποιος θα αποφασίζει τυχαία τι μπορεί να γίνει και τι όχι» πρόσθεσε.
Η Ελλάδα έχει συμφωνήσει με τους εταίρους να αντλήσει επιπλέον 3 δισ. ευρώ έως το 2018 από την πώληση κρατικής περιουσίας και έχει δεσμευθεί να προωθήσει την πώληση μεριδίων, που διατηρεί το δημόσιο στο Διεθνές Αεροδρόμιο Αθηνών, την επιχείρηση φυσικού αερίου ΔΕΠΑ και τα Ελληνικά Πετρέλαια έως τον επόμενο μήνα.
Το Reuters επισημαίνει ότι οι ιδιωτικοποιήσεις συνιστούν πυλώνα των τριών μνημονίων από το 2010. Μέχρι στιγμής όμως έχουν αποφέρει στα κρατικά ταμεία έσοδα ύψους 5 δισ. ευρώ έναντι στόχου για 50 δισ. ευρώ. Το υπερταμείο θα διαχειρίζεται την κρατική περιουσία για 99 χρόνια ως μία «μεγάλη υποχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης προς τους πιστωτές» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το πρακτορείο. Σημειώνει δε ότι στο παρελθόν η κακοδιαχείριση, πολιτικές παρεμβάσεις και η απουσία συνεπούς στρατηγικής έχουν πλήξει στο παρελθόν κρατικά ελεγχόμενες επιχειρήσεις.
Η κ. Αικατερινάρη επισημαίνει ότι στόχος του υπερταμείου είναι να βελτιωθεί η κεφαλαιουχική δομή των οργανισμών, πυο επιβλέπει, μέσα στην επόμενη διετία. «Μία μακροπρόθεσμη στρατηγική προϋποθέτει το να έχεις λύσει καυτά ζητήματα... όπως η πρόσβαση στην χρηματοδότηση, η καλύτερη διαχείριση πόρων» αναφέρει. Υπάρχει ο φόβος της αλλαγής, παραδέχεται. αλλά αυτός έχει πια περιοριστεί. «Πολλοί οργανισμοί θέλουν να αλλάξουν, να περάσουν στην επόμενη, γιατί αισθάνονται πως διαφορετικά δεν θα είναι βιώσιμοί» καταλήγει.
naftemporiki.gr