Ως ύποπτη για ξέπλυμα χρήματος θα θεωρείται από τις τράπεζες κάθε περιστασιακή, μη τακτικά επαναλαμβανόμενη, μεταφορά χρηματικού ποσού άνω των 1.000 ευρώ, σύμφωνα με το νέο σχέδιο νόμου για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες το οποίο αναρτήθηκε χθες από το υπουργείο Οικονομικών για δημόσια διαβούλευση στον διαδικτυακό τόπο www.opengov.gr.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Ως ύποπτη για ξέπλυμα χρήματος θα θεωρείται από τις τράπεζες κάθε περιστασιακή, μη τακτικά επαναλαμβανόμενη, μεταφορά χρηματικού ποσού άνω των 1.000 ευρώ, σύμφωνα με το νέο σχέδιο νόμου για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες το οποίο αναρτήθηκε χθες από το υπουργείο Οικονομικών για δημόσια διαβούλευση στον διαδικτυακό τόπο www.opengov.gr.
Συγκεκριμένα, με το άρθρο 12 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, προστίθεται στις περιπτώσεις συναλλαγών στις οποίες πρέπει να εφαρμόζονται μέτρα δέουσας επιμέλειας από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κάθε περιστασιακή συναλλαγή που συνίσταται στη μεταφορά χρηματικών ποσών άνω των 1.000 ευρώ. Επιπλέον στις περιπτώσεις εφαρμογής μέτρων δέουσας επιμέλειας εντάσσονται και οι συναλλαγές εμπόρων αγαθών που υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ σε μετρητά, καθώς και οι συναλλαγές των παρόχων υπηρεσιών τυχερών παιγνίων που υπερβαίνουν τα 2.000 ευρώ και διενεργούνται είτε κατά την κατάθεση του στοιχήματος είτε κατά την είσπραξη των κερδών.
Με το νομοσχέδιο, το υπουργείο Οικονομικών επιδιώκει εξάλλου να δώσει πρόσθετες εξουσίες στην Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές δραστηριότητες. Οι εξουσίες αφορούν στην άμεση δέσμευση περιουσιακών στοιχείων ή συναλλαγών εφόσον υπάρχουν υπόνοιες συσχέτισης με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Επιπλέον, με το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου επιδιώκεται μια πολύ σημαντική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιούνται οι μεταβιβάσεις ανωνύμων μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εταιρειών, προκειμένου να υπάρχει διαφάνεια και να καθίσταται ευκολότερος ο έλεγχος των συναλλαγών και ο εντοπισμός περιπτώσεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Προβλέπεται, συγκεκριμένα, ότι οι μεταβιβάσεις ανωνύμων μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εταιρειών θα γίνονται πλέον με συμβολαιογραφική πράξη ή με ιδιωτικό έγγραφο βεβαίας χρονολογίας κι όχι σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη μεταβίβαση κινητών πραγμάτων, όπως γίνονται με βάση την ισχύουσα αυτή τη στιγμή νομοθεσία.
Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο ενσωματώνει στην ελληνική νομοθεσία την Οδηγία 2015/849/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2015 «σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας». Σύμφωνα με σημείωμα του υπουργού Οικονομικών Ε. Τσακαλώτου, η δημόσια διαβούλευση θα ολοκληρωθεί την Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018 και ώρα 14:00.
Οι περισσότερες διατάξεις του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου δεν διαφέρουν από τις ήδη ισχύουσες του ν. 3691/2008. Ωστόσο, στο νέο αυτό προτεινόμενο νομοθέτημα περιλαμβάνονται και ορισμένες σημαντικές αλλαγές στο υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο αντιμετώπισης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Ειδικότερα:
1) Με το άρθρο 12 του σχεδίου νόμου διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων για την ενεργοποίηση μέτρων δέουσας επιμέλειας από τα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα που υποχρεούνται να παρακολουθούν, να ελέγχουν και να αναφέρουν στην αρμόδια Αρχή περιπτώσεις συναλλαγών υπόπτων για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις στις οποίες τα υπόχρεα πρόσωπα (τα πιστωτικά ιδρύματα, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οι επιχειρήσεις, οργανισμοί και άλλοι φορείς που παρέχουν υπηρεσίες τυχερών παιγνίων, οι έμποροι και οι εκπλειστηριαστές αγαθών μεγάλης αξίας κ.λπ.) οφείλουν να εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη προστίθενται:
α) κάθε περιστασιακή συναλλαγή που συνίσταται σε μεταφορά χρηματικών ποσών άνω των 1.000 ευρώ. Ως «μεταφορά χρηματικών ποσών» νοείται οποιαδήποτε συναλλαγή εκτελείται τουλάχιστον εν μέρει ηλεκτρονικά για λογαριασμό ενός πληρωτή μέσω ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ασχέτως εάν πληρωτής και δικαιούχος είναι ένα και το αυτό πρόσωπο και ασχέτως εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και αυτός του δικαιούχου είναι ο ίδιος. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και κάθε μεταφορά που πραγματοποιείται μέσω κάρτας πληρωμής, εργαλείου ηλεκτρονικού χρήματος, κινητού τηλεφώνου ή κάθε άλλης ψηφιακής ή πληροφορικής τεχνολογίας συσκευής εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων πληρωμής με παρόμοια χαρακτηριστικά.
β) οι συναλλαγές των εμπόρων αγαθών που υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ σε μετρητά και
γ) οι συναλλαγές των παρόχων υπηρεσιών τυχερών παιγνίων που υπερβαίνουν τα 2.000 ευρώ και διενεργούνται είτε κατά την κατάθεση του στοιχήματος είτε κατά την κατάθεση του στοιχήματος είτε κατά την είσπραξη των κερδών.
2) Με τις διατάξεις του άρθρου 48 του προτεινόμενου νομοσχεδίου προβλέπεται ότι ο επικεφαλής της μίας από τις τρεις αυτοτελείς Μονάδες της Αρχής, ο πρόεδρος της Μονάδας Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Συναλλαγών, θα μπορεί «σε επείγουσες περιπτώσεις, όταν υπάρχει υπόνοια ότι περιουσία ή συναλλαγή σχετίζεται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας» να «διατάσσει την προσωρινή δέσμευση της περιουσίας ή την αναστολή εκτέλεσης της συγκεκριμένης συναλλαγής, προκειμένου να διερευνηθεί η βασιμότητα της υπόνοιας το συντομότερο δυνατόν και πάντως εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών».
Εφόσον η έρευνα ολοκληρωθεί πριν από την εκπνοή της προθεσμίας χωρίς επιβεβαίωση της υπόνοιας, ο πρόεδρος της Μονάδας Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Συναλλαγών θα προχωρεί στην άρση της προσωρινής δέσμευσης ή στην αναστολή της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή θα αίρεται αυτοδικαίως. Η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή θα διατάσσεται υπό τους ίδιους όρους και όταν ζητείται από αντίστοιχη αρχή άλλου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όταν από την έρευνα της Αρχής προκύπτουν βάσιμες υπόνοιες για τέλεση των αδικημάτων που συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, ο πρόεδρος θα διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των ελεγχόμενων προσώπων. Μετά το πέρας της εκάστοτε έρευνας η Μονάδα θα αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί με αιτιολογημένο πόρισμά της στον αρμόδιο εισαγγελέα, εφόσον τα συλλεγέντα στοιχεία κρίνονται επαρκή για τέτοια παραπομπή. Υπόθεση που αρχειοθετήθηκε μπορεί οποτεδήποτε να ανασυρθεί για να συνεχιστεί η έρευνα ή να συσχετιστεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής.
3) Με το άρθρο 54 του προτεινόμενου νομοσχεδίου τροποποιείται η παράγραφος 5 του άρθρου 8β’ τουκ.ν. 2190/1920 και προβλέπεται ότι οι ανώνυμες μετοχές εταιρειών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο, καθώς και τα δικαιώματα αγοράς αυτών θα μεταβιβάζονται με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό έγγραφο βεβαίας χρονολογίας. Το έγγραφο αυτό θα πρέπει να διαβιβάζεται εντός μηνός στην εταιρεία και να διατηρείται στο αρχείο της για τουλάχιστον 5 έτη από τη μεταβίβαση των μετοχών ή των δικαιωμάτων αγοράς αυτών.
4) Με το άρθρο 3 του νομοσχεδίου, προστίθεται στα βασικά αδικήματα που νοούνται ως «εγκληματικές δραστηριότητες» συνδεόμενες με «ξέπλυμα χρήματος» και η «εμπορία επιρροής», καθώς και «η δωροληψία και δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα».
Σύμφωνα εξάλλου με άλλες διατάξεις του νομοσχεδίου:
- Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) συνιστούν οι ακόλουθες πράξεις:
α) Η μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες με σκοπό την απόκρυψη ή συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεων του.
β) Η απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, όσον αφορά στη φύση, προέλευση, διάθεση, διακίνηση ή χρήση περιουσίας ή στον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή ευρίσκεται ή στην κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.
γ) Η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά τον χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.
δ) Η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα.
ε) Η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξη μιας ή περισσότερων από τις πράξεις που αναφέρονται στα παραπάνω στοιχεία α’ έως δ’ και η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα.
- Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες υπάρχει και όταν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η προς νομιμοποίηση περιουσία έλαβαν χώρα στο έδαφος άλλου κράτους, εφόσον αυτές θα ήταν βασικό αδίκημα αν διαπράττονταν στην Ελλάδα και θεωρούνται αξιόποινες σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού.