Την προσοχή στην περίοδο μετά τη λήξη της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ εφιστά το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής αναφορικά με τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, οι οποίες ακόμη και στην τρέχουσα ευνοϊκή συγκυρία αποκλίνουν από τα σημεία αναφοράς.
Την προσοχή στην περίοδο μετά τη λήξη της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ εφιστά το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής αναφορικά με τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, οι οποίες ακόμη και στην τρέχουσα ευνοϊκή συγκυρία αποκλίνουν από τα σημεία αναφοράς.
«Η απόδοση από το δεκαετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2017, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, σημείωσε σημαντική υποχώρηση, καθώς από το 5,56% τον Σεπτέμβριο, διαμορφώθηκε στο 4,44% τον Δεκέμβριο, που αποτελεί το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών, λόγω και της εξαιρετικά ευνοϊκής ευρωπαϊκής και διεθνούς συγκυρίας», υπογραμμίζει η τελευταία τριμηνιαία έκθεση.
Ωστόσο, συμπληρώνει, «όταν αρχίσει να ομαλοποιείται η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ (ολοκλήρωση των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης), τα εξαιρετικά χαμηλά αυτά επιτόκια θα αυξηθούν, με άμεσο κόστος και για την Ελλάδα».
Πάντως, η προσδοκία για τη γρήγορη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης οδήγησε ακόμα χαμηλότερα την απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου και στην αρχή του νέου έτους. Αντίστοιχα, θετική εικόνα παρουσιάζουν και τα υπόλοιπα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου.
Σε κάθε περίπτωση, παρά τη σημαντική της υποχώρηση, η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου είναι υψηλότερη σε σχέση με άλλες χώρες του Νότου (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία), παραμένοντας σε μη βιώσιμο επίπεδο.
Η παράμετρος της αβεβαιότητας
Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής σημειώνει ότι, παρά τις συμβατικές δεσμεύσεις και το γεγονός ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει εν πολλοίς το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής (μνημόνιο) που επικαιροποιήθηκε τρεις φορές (2016, 2017, 2018), παραμένει αδιευκρίνιστο τι θα συμβεί μετά το τέλος του προγράμματος.
Όπως πρόσφατα τόνισε ο αναπληρωτής υπουργός οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης, είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο επανόδου στις παλιές κακές δημοσιονομικές συνήθειες και συνεπώς «δεν είναι μικρός ο κίνδυνος ενός δημοσιονομικού παραστρατήματος», καθώς το 2019 θα είναι εκλογικό έτος.
«Επίσης, δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες σχετικά με το μέγεθος και τη διάρκεια της κατανόησης των εταίρων για κάποιες αποκλίσεις από τους στόχους που έχουν τεθεί π.χ. στο ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ή για τις δυνατότητες της ΕΚΤ να διευκολύνει την έξοδο στις αγορές διατηρώντας το waiver ακόμα και αν οι ελληνικοί τίτλοι δεν αξιολογούνται καταλλήλως από τις αγορές», παρατηρεί το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
naftemporiki.gr