Τις πληροφορίες για αγκάθια και ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ - Βρετανίας θέλησαν να διασκεδάσουν ο Αμερικανός πρόεδρος και η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι, με μία συνάντηση σε θερμό κλίμα, στο περιθώριο του Νταβός, η οποία αναζωπυρώνει τις προσδοκίες για διμερή εμπορική συμφωνία.
Από την έντυπη έκδοση
Tης Νατάσας Στασινού
[email protected]
Τις πληροφορίες για αγκάθια και ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ - Βρετανίας θέλησαν να διασκεδάσουν ο Αμερικανός πρόεδρος και η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι, με μία συνάντηση σε θερμό κλίμα, στο περιθώριο του Νταβός, η οποία αναζωπυρώνει τις προσδοκίες για διμερή εμπορική συμφωνία. Η κα Μέι έχει απόλυτη ανάγκη από μία θετική εξέλιξη στις συνομιλίες με τις ΗΠΑ, την ώρα που οι διαπραγματεύσεις για το Brexit έχουν εισέλθει στη δύσκολη φάση τους. Οι δηλώσεις της για αυτές επεφύλασσαν, μάλιστα, μία είδηση: Το Λονδίνο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να πληρώσει για πρόσβαση του Σίτι στην ενιαία εσωτερική αγορά της Ένωσης.
Η συνάντηση των δύο ηγετών στο ελβετικό θέρετρο ήρθε λίγες ημέρες μετά την απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να ακυρώσει την προγραμματισμένη επίσκεψή του στη Βρετανία για τα εγκαίνια του νέου κτηρίου της αμερικανικής πρεσβείας, η οποία είχε πυροδοτήσει φημολογία για τουλάχιστον ψυχρές σχέσεις με το Λονδίνο. Ήταν δε η πρώτη μετά την έντονη κριτική της βρετανικής κυβέρνησης στην απόφαση του Αμερικανού προέδρου να προωθήσει, μέσω του λογαριασμού του στο Twitter, βίντεο της ακροδεξιάς οργάνωσης Britain First. Xθες πάντως η Ντάουνινγκ Στριτ ανακοίνωσε ότι η επίσκεψη Τραμπ στη Βρετανία θα λάβει χώρα εντός του 2018.
O Tραμπ απέρριψε ως «ψευδείς φήμες» τις πληροφορίες για διαφορές με το Λονδίνο και ψυχρότητα στις σχέσεις με τη Μέι, σχολιάζοντας με το γνωστό του ύφος: «Συμπαθιόμαστε πολύ». Απευθυνόμενος στη Βρετανίδα πρωθυπουργό, είπε: «Σέβομαι πολύ τα όσα κάνετε, αγαπάμε τη χώρα σας, πιστεύω ότι είναι πραγματικά σπουδαία». Δεν έμεινε βέβαια στις φιλοφρονήσεις, αλλά σχολιάζοντας τις προοπτικές του εμπορίου, εξέφρασε την πεποίθηση ότι θα «αυξηθεί αισθητά», κάτι που θα είναι «εξαιρετικό για τις δύο πλευρές και σε όρους θέσεων εργασίας». Νωρίτερα και ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, ερωτηθείς εάν η «ιδιαίτερη σχέση» ΗΠΑ - Βρετανίας περνάει κρίση, είχε επισημάνει πως η Ουάσιγκτον είναι πάντα έτοιμη να διαπραγματευθεί μία «ελκυστική συμφωνία εμπορίου» με το Λονδίνο.
Από την πλευρά της, η Τερέζα Μέι επιβεβαίωσε την επιθυμία της για μία μεγάλη βρετανοαμερικανική εμπορική συμφωνία, τονίζοντας πως έχουν ήδη γίνει συζητήσεις για τη μορφή που θα μπορούσε αυτή να λάβει όταν η χώρα εξέλθει και επισήμως από την Ε.Ε., τον Μάρτιο του 2019. Δεν παρέλειψε, ωστόσο, να θίξει και ζητήματα, τα οποία έχουν πυροδοτήσει εμπορική διαμάχη των δύο χωρών, όπως αυτό της απειλής των Αμερικανών να επιβάλουν δασμούς στα αεροσκάφη της καναδικής Bombardier.
Τόνισε στον Αμερικανό πρόεδρο ότι η παραγωγή της Bombardier είναι εξαιρετικής σημασίας για τις θέσεις εργασίας στη Βόρεια Ιρλανδία. Η οριστική απόφαση των αμερικανικών αρχών για το θέμα -που έχει φέρει σε αντιπαράθεση τις ΗΠΑ και με τον Καναδά- αναμένεται να ληφθεί σήμερα.
Στο Νταβός συζητήθηκαν εκτενώς και οι προοπτικές της βρετανικής οικονομίας στη μετα-Brexit εποχή. Σε αποκλειστική συνέντευξή της στην τηλεόραση του Bloomberg, στο περιθώριο του Φόρουμ, η κα Μέι υπογράμμισε ότι στόχος των διαπραγματεύσεων με τις Βρυξέλλες είναι να καταλήξουν σε μία «βαθιά, ειδική σχέση και μία ευρεία εμπορική συμφωνία» με τα υπόλοιπα 27 μέλη. Αν και από το πρώτο στάδιο των διαπραγματεύσεων η ίδια τόνιζε σταθερά ότι «Brexit σημαίνει Brexit» και κανένας κλάδος δεν θα πρέπει να αναμένει προνομιακή μεταχείριση ως προς τη δυνατότητα πρόσβασης στην εσωτερική αγορά της Ε.Ε., χθες εμφανίστηκε διαλλακτική σε αυτό το ζήτημα. Ερωτηθείσα ειδικότερα για το μέλλον του Σίτι, δηλαδή του χρηματοοικονομικού κέντρου του Λονδίνου, που είναι από τα ισχυρότερα στον πλανήτη, σχολίασε: «Προφανώς αναγνωρίζουμε τη σπουδαιότητα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και θέλουμε να διασφαλίσουμε ότι θα συνεχίσουμε να βλέπουμε αυτές τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και ότι το Σίτι του Λονδίνου θα διατηρήσει το ρόλο του ως παγκόσμιου χρηματοοικονομικού κέντρου».
Από την πλευρά τους και οι Ευρωπαίοι, αν και ξεκαθαρίζουν ότι τα λεγόμενα «δικαιώματα διαβατηρίου», που απολάμβαναν έως τώρα οι βρετανικές και ξένες τράπεζες με έδρα στο Λονδίνο, θα χαθούν μετά την έξοδο, σημειώνουν πως όλα τα υπόλοιπα είναι ανοιχτά σε διαπραγμάτευση. Αναγνωρίζουν άλλωστε ότι «δεν είναι ρεαλιστικό» η τελική συμφωνία με τους Βρετανούς να μην περιλαμβάνει τον χρηματοπιστωτικό κλάδο.