«Είναι ιδιαίτερα ενδεδειγμένο και πολύ πιθανό η Ελλάδα να πάρει επαρκή ελάφρυνση του χρέους» δηλώνει ο επικεφαλής του Euroworking Group Τόμας Βίζερ, λίγες μέρες πριν την συνταξιοδότησή του και την αναχώρηση του από τις Βρυξέλλες για την πατρίδα του, την Αυστρίας.
«Είναι ιδιαίτερα ενδεδειγμένο και πολύ πιθανό η Ελλάδα να πάρει επαρκή ελάφρυνση του χρέους» δηλώνει ο επικεφαλής του Euroworking Group Τόμας Βίζερ, λίγες μέρες πριν την συνταξιοδότησή του και την αναχώρηση του από τις Βρυξέλλες για την πατρίδα του, την Αυστρίας.
«Όλοι γνωρίζουμε ποιες είναι οι προϋποθέσεις. Ότι το πρόγραμμα εξελίσσεται όπως έχει προβλεφθεί και ότι θα ολοκληρωθεί ομαλά έτσι ώστε στο τέλος να υπάρξει ελάφρυνση του χρέους. Αυτή φυσικά εξαρτάται από την ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους» αναφέρει ο κ. Βίζερ σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Επισημαίνει ακόμη πως η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα προκειμένου να υπάρξει ελάφρυνση του χρέους «είναι ιδιαίτερα επιθυμητή για πολλούς λόγους».
Ερωτηθείς εάν η Ελλάδα θα μπορούσε να συνεχίσει χωρίς μια πιστωτική γραμμή από τον ΕΜΣ στο μέλλον ο επικεφαλής του Euroworking Group απαντά πως «είναι πρωτίστως η ελληνική κυβέρνηση που λέει ότι δεν θέλει κάτι τέτοιο». «Είναι σαν τα Χριστούγεννα. Εάν κάποιος πει ότι δε θέλει χριστουγεννιάτικα δώρα τότε κανείς δεν πρόκειται να σκεφτεί να τού πάρει δώρα. Εάν δεν υπάρχει σχετικό αίτημα, δεν το συζητούμε καν και το ερώτημα εάν θα υπάρξει συμφωνία ή όχι δεν υφίσταται καν. Έτσι λοιπόν, δεν πρόκειται να υπάρξει καμία προληπτική πιστωτική γραμμή» αναφέρει.
Αναφορικά με τη σχέση της Ελλάδας με την Ευρωζώνη μετά το τέλος του προγράμματος, παρατηρεί ότι είναι ένα θέμα, στο οποίο πολλοί στην Ελλάδα προσπαθούν «να βάλουν λόγια στο στόμα του». «Αυτό που είναι βέβαιο είναι πως κάθε κράτος μέλος που βγαίνει από ένα πρόγραμμα υπόκειται σε μεταμνημονιακή επιτήρηση έως ότου αποπληρωθεί το 75% του χρέους του. Αυτό, στην περίπτωση της Ελλάδας -επειδή έχει ήδη οικονομικά ευνοϊκές συνθήκες αποπληρωμής του χρέους, το οποίο με κάποιο τρόπο οι άνθρωποι τείνουν να ξεχνούν- θα γίνει μετά από πολύ μεγάλο διάστημα. Και λέγοντας επιτήρηση μετά το τέλος του προγράμματος εννοούμε ότι θα υπάρχει μια αυστηρή ματιά στις οικονομικές πολιτικές και στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται η οικονομία. Ωστόσο, μέχρι στιγμής δεν υπάρχει καμία τελική απόφαση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει αυτή η επιτήρηση μετά το πρόγραμμα. Και δεν υπάρχει επίσης ακόμα συζήτηση για το αν αυτή η ελάφρυνση του χρέους θα εξαρτηθεί από κάτι» σημειώνει.
Προσθέτει ακόμη πως «ήδη η Ελλάδα έχει πολύ σημαντικές θετικές ρυθμίσεις ως προς την απόσβεση του δημοσίου χρεους», αλλά όπως τονίζει, «δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι ορισμένα μικρότερα τμήματα των μέτρων που σχετίζονται με το χρέος θα υπόκεινται σε συμφωνίες μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών».
Σε ερώτηση για τα λάθη στον σχεδιασμό του πρώτου ελληνικού προγράμματος και τις επικρίσεις ότι δόθηκε υπερβολικά μεγάλο βάρος στη δημοσιονομική προσαρμογή και λιγότερο στις διαρθρωτικές αλλαγές, ο κ. Βίζερ απαντά πως «είναι ανοησία να πιστεύει κάποιος ότι με δημοσιονομικό έλλειμμα κοντά στο 16% του ΑΕΠ δεν έπρεπε να γίνει ταχεία δημοσιονομική προσαρμογή». «Εάν επιβραδύνεις τη δημοσιονομική προσαρμογή κατά μία ποσοστιαία μονάδα ετησίως, τότε σε 4 χρόνια έχεις διπλασιάσει ξανά το χρέος, σε άλλα 4 χρόνια το έχεις ξαναδιπλασιάσει και πολύ σύντομα βρίσκεσαι με χρέος στο 400% του ΑΕΠ. Επομένως, αυτό είναι ένα επιχείρημα που προέβαλαν μερικοί λαϊκιστές δικηγόροι ή λογιστές και είναι ανοησία» επισημαίνει.
Όσο για το πώς προέκυψε αυτό το δημοσιονομικό έλλειμμα 16% του ΑΕΠ σημειώνει πως «προέκυψε προσφέροντας σε ομάδες ειδικών συμφερόντων υπερβολικά αμειβόμενες θέσεις εργασίας», οι οποίες - όπως αναφερει - δεν είναι σίγουρος αν ήταν δουλειές. «Επομένως τι κάνετε για να μειώσετε το έλλειμμα; Πρέπει να εξετάσετε εκείνους τους τομείς της οικονομίας στους οποίους έχουν προσληφθεί άνθρωποι για πολιτικούς λόγους. Εάν κοιτάξετε τους μισθούς στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο, υπάρχουν εργαζόμενοι εξαιρετικά κακώς αμειβόμενοι και κάποιοι άλλοι σε πολύ προστατευμένους τομείς, που ήταν εξαιρετικά υψηλόμισθοι, χωρίς άλλο λόγο παρά την πολιτική υποστήριξη» παρατηρεί.
Προειδοποιεί τέλος πως αν η Ελλάδα «δεν ξεφορτωθεί όλο αυτό, ποτέ δεν θα ξεφορτωθεί το έλλειμμα». «Αυτό είναι ακριβώς η σχέση ανάμεσα στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική πολιτική. Δεν υπάρχει δημοσιονομική πολιτική που να είναι εντελώς διαχωρισμένη από τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Πρέπει να απαλλαγείτε από τα στοιχεία που έφεραν τις ανισορροπίες στην ελληνική οικονομία για να απαλλαγείτε από το έλλειμμα» τονίζει.