Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος έρχεται το γιουάν, σκαρφαλώνοντας σε υψηλά διετίας έναντι του δολαρίου, μετά τα σχέδια της κραταιής Bundesbank να συμπεριλάβει το εθνικό νόμισμα της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο στα συναλλαγματικά της αποθέματα, σε μια κίνηση που ενισχύει το κύρος του στις διεθνείς αγορές.
Από την έντυπη έκδοση
Των Αγγελικής Κοτσοβού και Νατάσας Στασινού
Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος έρχεται το γιουάν, σκαρφαλώνοντας σε υψηλά διετίας έναντι του δολαρίου, μετά τα σχέδια της κραταιής Bundesbank να συμπεριλάβει το εθνικό νόμισμα της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο στα συναλλαγματικά της αποθέματα, σε μια κίνηση που ενισχύει το κύρος του στις διεθνείς αγορές. Παρότι αρκετές κεντρικές τράπεζες της Ασίας έχουν εκδηλώσει επιθυμία να συμπεριλάβουν το γιουάν στα συναλλαγματικά τους διαθέσιμα, η Bundesbank θα είναι η πρώτη εκ των μεγάλων κεντρικών τραπεζών της Δύσης που θα τολμήσει κάτι τέτοιο. Η κίνηση όμως θεωρείται λογική, καθώς η γερμανική οικονομία βασίζεται στις εξαγωγές και έχει εκτεταμένους εμπορικούς δεσμούς με την Κίνα.
Ο διεθνής ρόλος του γιουάν ενισχύεται σταθερά από τα τέλη του 2016, τότε που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αποφάσισε να συμπεριλάβει το κινεζικό νόμισμα στο «καλάθι» νομισμάτων που συνθέτουν τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα του ΔΝΤ.
Όπως τόνισε ο Αντρέας Ντομπρέτ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, η Bundesbank αποφάσισε να τοποθετήσει μέρος των συναλλαγματικών της αποθεμάτων σε γιουάν, δεδομένου του ενισχυμένου ρόλου του κινεζικού νομίσματος στο διεθνές σκηνικό. Όπως διευκρίνισε στο πλαίσιο εκδήλωσης στο Χονγκ Κονγκ, η σχετική απόφαση ελήφθη το προηγούμενο καλοκαίρι, τότε που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μετέτρεψε αποθέματα ύψους 500 εκατ. ευρώ (611 εκατ. δολάρια) σε κινεζικό νόμισμα. Η Bundesbank είναι μέλος του Ευρωσυστήματος της ΕΚΤ.
«Το γιουάν χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο στη σύνθεση των συναλλαγματικών αποθεμάτων των κεντρικών τραπεζών - για παράδειγμα η ΕΚΤ έχει συμπεριλάβει το κινεζικό νόμισμα, όπως επίσης και άλλες ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες» σημείωσε ο κ. Ντομπρέτ στην ομιλία του.
Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό αφότου το ΔΝΤ το συμπεριέλαβε στα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, το γιουάν έρχεται έκτο μεταξύ των σημαντικότερων νομισμάτων ως προς τη χρήση του στις διεθνείς συναλλαγές, με βάση τα στοιχεία του δικτύου Swift. To γεγονός όμως ότι λαμβάνει την ψήφο εμπιστοσύνης της Bundesbank -της ισχυρότερης κεντρικής τράπεζας μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης- ενισχύει το κύρος του στις διεθνείς συναλλαγές. Η είδηση οδήγησε το κινεζικό νόμισμα στα υψηλότερα επίπεδα από τον Δεκέμβριο του 2015, στα 6,4138 έναντι του δολαρίου, με την κεντρική τράπεζα της Κίνας να ορίζει την ημερήσια ισοτιμία αναφοράς στα 6,4574. Από τα τέλη του 2016 το κινεζικό νόμισμα έχει ανατιμηθεί πάνω από 8% έναντι του αμερικανικού. «Η απόφαση να αποδεχτούμε το γιουάν είναι μέρος της μακροπρόθεσμης στρατηγικής διαφοροποίησης των αποθεμάτων και αντικατοπτρίζει τον ενισχυμένο ρόλο του κινεζικού νομίσματος στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα» διευκρίνισε σε ανακοίνωσή του ο Γιοακίμ Βούρμελιγκ, επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Bundesbank. Εκπρόσωπος της κεντρικής τράπεζας δήλωσε ότι δεν έχει ακόμη γίνει κάποια συναλλαγή και ότι θα προηγηθεί η σχετική προετοιμασία.
Διεθνής επέλαση μέσω εξαγορών
Οι υψηλές φιλοδοξίες της Κίνας αντανακλώνται την τελευταία δεκαετία και στη δυναμική της επέλαση, μέσω εξαγορών και άλλων επενδύσεων, σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Το 2016 οι κινεζικές εξαγορές στη Δύση εκτινάχθηκαν σε επίπεδα-ρεκόρ, αλλά το 2017 οι κινεζικές επιχειρήσεις φάνηκε να κάνουν πίσω - τάση που αναμένεται να συνεχιστεί και φέτος. Και τούτο γιατί από τα τέλη του 2016 ορθώνονται μπροστά τους μεγάλα πολιτικά και ρυθμιστικά εμπόδια. Η αμερικανική κυβέρνηση έχει μπλοκάρει τουλάχιστον τρεις εξαγορές εταιρειών από κινεζικούς κολοσσούς, ενώ ανάλογα «όχι» έχει πει και η γερμανική. Χθες κυριαρχούσε στον γερμανικό Τύπο η είδηση της πιθανής πώλησης της αλυσίδας έτοιμου ενδύματος C&A, με 60.000 εργαζομένους, σε Κινέζους επενδυτές. Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού οι αρχές, που έχουν βάλει στο μικροσκόπιο εταιρικά deals με κινεζικές επιχειρήσεις ή και τα έχουν μπλοκάρει, επικαλούνται λόγους εθνικής ασφαλείας. Η Ε.E. προωθεί έναν πανευρωπαϊκό μηχανισμό, που θα μπορεί να βάζει φρένο σε εξαγορές ευρωπαϊκών εταιρειών από ξένους επενδυτές, ειδικά σε ζωτικής σημασίας τομείς, εάν κριθεί ότι αυτές συνιστούν απειλή είτε για τον ανταγωνισμό είτε για την ασφάλεια.
Δυναμικό «παρών» στο Νταβός
Τις προσπάθειες διεθνοποίησης του γιουάν και εν γένει τον ενισχυμένο ρόλο που διεκδικεί η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη στην παγκόσμια εμπορική σκακιέρα θα επιδιώξει να προωθήσει το Πεκίνο και στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, που θα ανοίξει τις εργασίες του την επόμενη εβδομάδα στο Νταβός της Ελβετίας. Ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, δεν θα δώσει το «παρών», αλλά θα στείλει να τον εκπροσωπήσει το «δεξί» του χέρι. Πρόκειται για τον Λίου Χε, κορυφαίο οικονομικό σύμβουλο του Κινέζου προέδρου και αναπληρωτή διευθυντή της Εθνικής Επιτροπής Ανάπτυξης και Μεταρρυθμίσεων.
Η επιλογή του, μία χρονιά μετά την παρουσία του ίδιου του Σι Τζινπίγνκ στο Φόρουμ, αποκαλύπτει ότι ο Λίου έχει αρχίσει να ανεβαίνει με ταχύτητα την κλίμακα της ιεραρχίας, ύστερα από πολλά χρόνια σκληρής αλλά παρασκηνιακής δουλειάς, όπως σχολίαζαν αναλυτές. Από τις 22 έως τις 25 Ιανουαρίου θα κληθεί να υπερασπιστεί, όπως έπραξε και πέρυσι ο πρόεδρος, την παγκοσμιοποίηση και να πείσει ότι η Κίνα μπορεί να λειτουργήσει ως θεματοφύλακάς της και πρωταθλητής του ελεύθερου εμπορίου. Θα έρθει αντιμέτωπος με τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος και θα είναι ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που θα δώσει το «παρών» στην ετήσια «συνάντηση των πλούσιων και ισχυρών» του πλανήτη, όπως συχνά αποκαλείται το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. Στόχος του θα είναι να εξηγήσει στην παγκόσμια ελίτ το δόγμα «Η Αμερική Πρώτα» και να αποκρούσει την κριτική για στροφή στον προστατευτισμό και τον απομονωτισμό, ενώ θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα αξιοποιήσει το βήμα για να εξαπολύσει και ο ίδιος πυρά εναντίον της Κίνας, της Γερμανίας και άλλων χωρών για τα μεγάλα εμπορικά πλεονάσματά τους έναντι των ΗΠΑ.