Ο δρόμος για την τέταρτη και, εκτός απροόπτου, τελευταία αξιολόγηση ανοίγει πλέον με την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου από τη Βουλή και τους «τίτλους τέλους» της τρίτης αξιολόγησης που θα μπουν στο Eurogroup της 22ας Ιανουαρίου.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Κούρου
[email protected]
Ο δρόμος για την τέταρτη και, εκτός απροόπτου, τελευταία αξιολόγηση ανοίγει πλέον με την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου από τη Βουλή και τους «τίτλους τέλους» της τρίτης αξιολόγησης που θα μπουν στο Eurogroup της 22ας Ιανουαρίου. Η επικείμενη, μάλιστα, αξιολόγηση ίσως είναι δυσκολότερη απ’ όλες τις προηγούμενες, καθώς αποτελεί «σταθμό» για το μέλλον της οικονομίας και της χώρας, αφού σε αυτή θα επιχειρηθεί να κλείσουν όλες οι εκκρεμότητες, ώστε να διασφαλιστεί ότι η Ελλάδα θα είναι σε θέση να σταθεί στα πόδια της μετά την έξοδό της από τα μνημόνια, καλύπτοντας τις χρηματοδοτικές της ανάγκες από τις αγορές.
Για τον λόγο, άλλωστε, αυτό και το κλείσιμο της τέταρτης αξιολόγησης θα συνδυαστεί με τη διαμόρφωση του μεταμνημονιακού πλαισίου λειτουργίας της χώρας μας, για το οποίο όλα δείχνουν ότι θα είναι κάτι περισσότερο δεσμευτικό από την «καθαρή έξοδο», χωρίς, όμως, νέο μνημόνιο.
Στο πλαίσιο αυτό η συγκεκριμένη αξιολόγηση δεν θα έχει τη μορφή των προηγούμενων αξιολογήσεων, αλλά θα αποτελέσει την πλατφόρμα πάνω στην οποία θα συνδυαστεί ένα συνολικό «πακέτο» συμφωνίας.
Αυτό θα περιλαμβάνει φυσικά τόσο τις εκκρεμότητες από το τρίτο πρόγραμμα όσο και τις αποφάσεις που θα αφορούν τα χαρακτηριστικά της επόμενης ημέρας, αφενός για το χρέος και τα πρωτογενή πλεονάσματα και αφετέρου για το πλαίσιο εποπτείας με ή χωρίς το ΔΝΤ.
Σε κάθε περίπτωση κρίσιμο στοιχείο θα είναι η ελάφρυνση του χρέους, η οποία εκτιμάται ότι θα συνδεθεί με προϋποθέσεις συνέχισης των μεταρρυθμίσεων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι βασικές αποφάσεις που θα τεθούν στο τραπέζι της τέταρτης αξιολόγησης αφορούν κυρίως τα δημοσιονομικά, δηλαδή το κατά πόσον θα χρειαστούν πρόσθετα μέτρα, κυρίως το 2019, τις αντικειμενικές αξίες και την «τύχη» του νόμου Κατσέλη/Σταθάκη για την προστασία της πρώτης κατοικίας, που λήγει το 2018. Αποφάσεις για τις οποίες καθοριστικός αναμένεται ο ρόλος του ΔΝΤ, αφού στην περίπτωση που το Ταμείο κρίνει ότι δεν επιτυγχάνεται ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2019 με μόνο τη μείωση των συντάξεων, θα εισηγηθεί την παράλληλη μείωση και του αφορολόγητου κατά τον επόμενο χρόνο, αντί του 2020.
Δύσκολα επίσης σημεία της όποιας τελικής συμφωνίας θα είναι, μεταξύ άλλων, οι συντάξεις αναπηρίας, αλλά και η πορεία των ιδιωτικοποιήσεων. Αναλυτικότερα, το «πακέτο» της τέταρτης αξιολόγησης, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει:
1. Υλοποίηση περίπου 82 προαπαιτούμενων.
2. Συμφωνία για τον χρόνο μείωσης του αφορολόγητου, η οποία εξαρτάται από την πορεία του προϋπολογισμού έως το τέλος του πρώτου εξαμήνου. Οι εξελίξεις φυσικά πρωτίστως στο «μέτωπο» των εσόδων θα είναι αυτές που θα επηρεάσουν τις προβλέψεις τόσο για την εκτέλεση του προϋπολογισμού το 2018 όσο και για την πρόβλεψη για το πρωτογενές πλεόνασμα το 2019.
Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι το ΔΝΤ φέρεται να εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα κλείσει το 2019 στο 3,5% αν δεν εφαρμοστεί νωρίτερα η μείωση του αφορολόγητου.
3. Επίτευξη συμφωνίας για το αν θα ενεργοποιηθεί το «καλό πακέτο» μέτρων του 2019. Ρυθμίσεις που, μεταξύ άλλων, προβλέπουν την επιδότηση ενοικίου ύψους 600 εκατ. ευρώ, τη δημιουργία νέων βρεφονηπιακών σταθμών, την περαιτέρω επέκταση του προγράμματος σχολικών γευμάτων και τη δημιουργία προγραμμάτων ενεργητικής απασχόλησης μέσω του ΟΑΕΔ, αλλά ακόμη και την πραγματοποίηση επενδύσεων σε υποδομές ενέργειας, αλλά και στον πρωτογενή τομέα.
4. Το τελικό ποσό που θα εκταμιεύσει η Ελλάδα από το συνολικό πακέτο του τρίτου μνημονίου, για το οποίο θα ληφθούν υπ’ όψιν οι ανάγκες για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας, αλλά και το περιεχόμενο του «κουμπαρά», που θα πρέπει να φτιαχτεί προκειμένου να μπορεί η Ελλάδα να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες μέχρι να επανέλθει πλήρως στις αγορές.
5. Χρονοδιάγραμμα υλοποίησης του πακέτου με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Η συζήτηση θα πρέπει να ολοκληρωθεί μέχρι το καλοκαίρι, καθώς εντάσσεται στο συνολικό πακέτο της συμφωνίας με την Ελλάδα για την «επόμενη μέρα». Είναι πιθανό ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος θα συνδέονται με την ανάληψη συγκεκριμένων δεσμεύσεων από την πλευρά της Ελλάδας όσον αφορά την επίτευξη των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων, αλλά και την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων που θα παραμείνουν στη μέση μέχρι τον Αύγουστο του 2018.
6. Σχέδιο «προστασίας» της ελληνικής οικονομίας μετά το κλείσιμο και της τελευταίας αξιολόγησης και την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας από τις αγορές.
Ο πρόεδρος του EWG
Ελάφρυνση του χρέους, αλλά με την Αθήνα να δεσμεύεται από νέους όρους έναντι των πιστωτών μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, προβλέπει ο απερχόμενος επικεφαλής του Euro Working Group Τόμας Βίζερ. Αν αυτό το σενάριο επιβεβαιωθεί, αποκλίνει από εκείνο της «καθαρής εξόδου», που θέλει η ελληνική κυβέρνηση.
Σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή της Κυριακής» ο κ. Βίζερ σημειώνει πως ακόμα δεν έχει συζητηθεί ποια θα είναι η σχέση μεταξύ Ελλάδας και Ευρωπαίων εταίρων όταν το πρόγραμμα εκπνεύσει. Αυτό θα εξαρτηθεί από τη συμφωνία για το χρέος. «Εάν υπάρξει περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους μετά το τέλος του προγράμματος, τότε λογικό είναι να επιτευχθεί κάποια περαιτέρω συμφωνία», αναφέρει, ενώ υπενθυμίζει ότι όλες οι χώρες που έχουν περάσει από μνημόνιο υπόκεινται σε μια ενισχυμένη εποπτεία, έως ότου αποπληρωθεί το 75% των δανείων. Στη δική μας περίπτωση αυτό πρακτικά σημαίνει ενισχυμένη εποπτεία έως περίπου το 2060.
Σύμφωνα με τον Ευρωπαίο αξιωματούχο, ένα από τα κυριότερα προβλήματα που μένει άλυτο, παρά τα οκτώ χρόνια προγραμμάτων, είναι ότι οι ξένες επενδύσεις δεν είναι «ευπρόσδεκτες». «Μόλις πρόσφατα η Ελλάδα έπαψε να αποτελεί τεράστιο ρίσκο για επενδύσεις, καθώς τα τελευταία χρόνια κανένας λογικός επενδυτής δεν θα επένδυε» σχολίασε, εκτιμώντας μάλιστα ότι η επιφυλακτικότητα των ξένων επενδυτών οφείλεται στο δικαστικό σύστημα.
Δεν παραλείπει, πάντως, να παραδεχτεί και λάθη από την πλευρά των Ευρωπαίων στην αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης. Το ένα εξ αυτών ήταν ο σχεδιασμός της τρόικας, όπως λέει. «Έπρεπε να είχαμε σχεδιάσει κάτι διαφορετικό. Έχοντας τρεις οργανισμούς αναμεμιγμένους δημιουργήσαμε πολύ ανταγωνισμό ανάμεσά τους και ζήλιες» ανέφερε. «Το πιο αποτελεσματικό θα ήταν να υπάρχει ένας θεσμός, αλλά ποιος θα ήταν αυτός;» συμπλήρωσε.
Σημείωσε επίσης ότι θα έπρεπε να έχει γίνει αναδιάρθρωση του χρέους από το πρώτο πρόγραμμα. «Αν είχαμε μια αναδιάρθρωση χρέους και πιο συνεργάσιμους Έλληνες ομολόγους, τότε πολλά πράγματα θα ήταν διαφορετικά» τόνισε, καταλήγοντας πως «έπρεπε δυστυχώς να μάθουμε με τον δύσκολο τρόπο».