Περισσότερο ονομαστική και λιγότερο πραγματική είναι η υψηλή αύξηση των εξαγωγών εμπορευμάτων την περίοδο Ιανουαρίου - Νοεμβρίου 2017, επισημαίνουν οι αναλυτές της Eurobank στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της τράπεζας «7 Ημέρες Οικονομία».
Περισσότερο ονομαστική και λιγότερο πραγματική είναι η υψηλή αύξηση των εξαγωγών εμπορευμάτων την περίοδο Ιανουαρίου - Νοεμβρίου 2017, επισημαίνουν οι αναλυτές της Eurobank στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της τράπεζας «7 Ημέρες Οικονομία».
Όπως σημειώνεται στο οικονομικό δελτίο της τράπεζας -το οποίο υπογράφει ο οικονομικός αναλυτής Δρ. Στυλιανός Γ. Γώγος- οι ελληνικές εξαγωγές εμπορευμάτων (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ σε τρέχουσες τιμές) κινήθηκαν ανοδικά σε ετήσια βάση για 16ο μήνα στη σειρά τον Νοέμβριο 2017 ενισχύοντας την εγχώρια παραγωγή και τα εισοδήματα. Πιο συγκεκριμένα, διαμορφώθηκαν στα 2.586,9 εκατ. ευρώ παρουσιάζοντας ετήσια αύξηση της τάξης του 15,5% ή 347,6 εκατ. ευρώ από 9,4% ή 214,7 εκατ. ευρώ τον Οκτώβριο 2017. Η προαναφερθείσα αύξηση των εξαγωγών τον Νοέμβριο 2017 προήλθε κατά 67% από την κατηγορία των πετρελαιοειδών και κατά 33% από την κατηγορία των εκτός πετρελαιοειδών και πλοίων (εκτός Π&Π).
Στο οικονομικό δελτίο τονίζεται ότι στην πλευρά της χρέωσης των συναλλαγών της ελληνικής οικονομίας με άλλες χώρες της αλλοδαπής, οι εισαγωγές εμπορευμάτων ανήλθαν στα 4.053,3 εκατ. ευρώ τον Νοέμβριο 2017 καταγράφοντας ετήσια ενίσχυση της τάξης του 4,0% ή 156,6 εκατ. ευρώ από 15,4% ή 630,1 εκατ. ευρώ τον Οκτώβριο 2017. Η εν λόγω μεταβολή προήλθε από την αύξηση των εισαγωγών εμπορευμάτων στις κατηγορίες των εκτός Π&Π και των πλοίων. Η πρώτη κατηγορία συνεισέφερε 7,8 ποσοστιαίες μονάδες (ΠΜ) στην ετήσια ενίσχυση του συνόλου των εισαγωγών και η δεύτερη 3,8 ΠΜ. Η κατηγορία των πετρελαιοειδών είχε αρνητική συνεισφορά της τάξης των -7,6 ΠΜ.
Η τράπεζα παρατηρεί ότι βάσει των παραπάνω στοιχείων το εμπορικό ισοζύγιο, ήτοι η διαφορά ανάμεσα στις εξαγωγές και τις εισαγωγές, αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 191,0 εκατ. ευρώ τον Νοέμβριο 2017 από συρρίκνωση -415,3 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα. Στις επί μέρους κατηγορίες εμπορευμάτων το ισοζύγιο πετρελαιοειδών ενισχύθηκε κατά 530,7 εκατ. ευρώ ενώ τα ισοζύγια των κατηγοριών των πλοίων και των εκτός Π&Π μειώθηκαν κατά -148,9 και -190,8 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Συνεπώς η αύξηση που σημειώθηκε στο εμπορικό ισοζύγιο τον Νοέμβριο 2017 προήλθε αποκλειστικά από την κατηγορία των πετρελαιοειδών.
Για το σύνολο της περιόδου Ιανουαρίου - Νοεμβρίου 2017, όπως τονίζεται στο οικονομικό δελτίο, οι εξαγωγές εμπορευμάτων διαμορφώθηκαν στα 26.202,1 εκατ. ευρώ αυξημένες κατά 13,3% ή 3.069,8 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα πέρυσι. Οι εξαγωγές πετρελαιοειδών ενισχύθηκαν κατά 30,8% ή 1.886,2 εκατ. ευρώ συνεισφέροντας 8,2 ΠΜ στην ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του συνόλου των εξαγωγών. Στην κατηγορία των εκτός Π&Π σημειώθηκε ετήσια ενίσχυση της τάξης του 7,1% ή 1.198,4 εκατ. ευρώ (συνεισφορά 5,2 ΠΜ) και το αντίστοιχο μέγεθος στην κατηγορία των πλοίων ήταν αρνητικό στο -13,4% ή -14,8 εκατ. ευρώ (συνεισφορά -0,1 ΠΜ).
Στο δελτίο της τράπεζας σημειώνεται ότι την ίδια χρονική περίοδο οι εισαγωγές εμπορευμάτων διαμορφώθηκαν στα 46.023,1 εκατ. ευρώ καταγράφοντας ετήσια άνοδο 14,4% ή 5.783,2 εκατ. ευρώ. Η κατηγορία των πετρελαιοειδών είχε την υψηλότερη συνεισφορά στην προαναφερθείσα αύξηση των εισαγωγών παρουσιάζοντας άνοδο 30,1% ή 2.464,9 εκατ. ευρώ (συνεισφορά 6,1 ΠΜ). Ακολούθησαν οι κατηγορίες των εκτός Π&Π και των πλοίων με ενίσχυση της τάξης του 7,5% ή 2.256,5 εκατ. ευρώ (συνεισφορά 5,6 ΠΜ) και 57,0% ή 1.061,8 εκατ. ευρώ (συνεισφορά 2,6 ΠΜ) αντίστοιχα.
Με βάση τις παραπάνω μεταβολές το εμπορικό ισοζύγιο για το σύνολο της περιόδου Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2017 μειώθηκε κατά -2.713,4 εκατ. ευρώ λόγω της συρρίκνωσης των ισοζυγίων των πλοίων, των εκτός Π&Π και των πετρελαιοειδών κατά -1.076,6, -1.058,1 και -578,7 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.
Οι αναλυτές της Eurobank σημειώνουν ότι η ετήσια αύξηση των εξαγωγών εμπορευμάτων κατά 13,3% την περίοδο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2017 οφείλεται σε έναν σημαντικό βαθμό στην ενίσχυση του αποπληθωριστή των εξαγωγών εμπορευμάτων. Αυτό, όπως εξηγούν, σημαίνει ότι η αντίστοιχη πραγματική ετήσια μεταβολή (αξία σε σταθερές τιμές) ήταν αρκετά μικρότερη από το προαναφερθέν μέγεθος.
Αυτό οφείλεται σε δύο παράγοντες, κατά τους αναλυτές της τράπεζας: