Η πρώτη ριζική επανεξέταση από τα μέσα του 1995 των κανόνων εμπορικής άμυνας ολοκληρώθηκε με την επίτευξη κατ’ αρχήν συμφωνίας μεταξύ του Συμβουλίου και της Ευρωβουλής, η οποία αναμένεται να επικυρωθεί και τυπικά μέσα στους αμέσως επόμενους μήνες με την υιοθέτηση ενός επικαιροποιημένου κανονισμού.
Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Η πρώτη ριζική επανεξέταση από τα μέσα του 1995 των κανόνων εμπορικής άμυνας ολοκληρώθηκε με την επίτευξη κατ’ αρχήν συμφωνίας μεταξύ του Συμβουλίου και της Ευρωβουλής, η οποία αναμένεται να επικυρωθεί και τυπικά μέσα στους αμέσως επόμενους μήνες με την υιοθέτηση ενός επικαιροποιημένου κανονισμού.
Ο νέος κανονισμός τροποποιεί τους ήδη ισχύοντες βασικούς κανονισμούς κατά του ντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν καλύτερα στις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Σκοπός είναι η προστασία των παραγωγών της Ε.Ε. από ζημίες που τους προκαλεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός, μέσω της εξασφάλισης ελεύθερου και δίκαιου εμπορίου. Τα συμφωνηθέντα μέτρα δημιουργούν ένα πλαίσιο που θα καταστήσει δυνατή την επιβολή υψηλότερων δασμών για τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων.
Όπως επισημαίνεται στις Βρυξέλλες, μαζί με τη νέα μέθοδο για τον εντοπισμό και τη διόρθωση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, η οποία αρχίζει να ισχύει από τον Νοέμβριο, οι επικαιροποιημένοι κανόνες εξασφαλίζουν ότι το σύστημα εμπορικής άμυνας της Ε.Ε. είναι προσαρμοσμένο στις τωρινές προκλήσεις.
Ειδικότερα, με τον νέο κανονισμό που θα τεθεί σε ισχύ μέσα στο πρώτο εξάμηνο του έτους, μετά την επικύρωσή του από την ολομέλεια της Ευρωβουλής και το Συμβούλιο, επιδιώκονται τα εξής:
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η νέα μεθοδολογία ντάμπινγκ, που είναι μέρος του πακέτου της εμπορικής άμυνας, καταργεί τη διάκριση που ίσχυε μέχρι σήμερα μεταξύ οικονομιών της αγοράς και μη κατά τον υπολογισμό του ντάμπινγκ. Αντ’ αυτής, η Επιτροπή θα πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη «σημαντικής στρέβλωσης της αγοράς» μεταξύ της τιμής πώλησης ενός προϊόντος και του κόστους παραγωγής του. Προς τούτο, θα μπορεί να καθορίζει τιμή για το προϊόν, βασιζόμενη, για παράδειγμα, στην τιμή του προϊόντος με μία χώρα με ανάλογο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, ενώ θα λαμβάνονται υπ’ όψιν διάφορα κριτήρια, όπως οι κρατικές πολιτικές και παρέμβαση, η εκτεταμένη παρουσία κρατικών επιχειρήσεων, οι διακρίσεις υπέρ των εγχώριων επιχειρήσεων και η έλλειψη ανεξαρτησίας του χρηματοπιστωτικού τομέα.