Ισχυροί καταλύτες, που η διαχείρισή τους μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα όχι μόνο των εισηγμένων τίτλων αλλά όλης της αντίληψης που επικρατεί επί του ελληνικού ρίσκου, αναμένεται να παίξουν σημαντικό ρόλο τη χρονιά που έρχεται και στην εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά, σύμφωνα με εκπροσώπους αυτής.
Από την έντυπη έκδοση
Της Ιουλίας Ζαφόλια
[email protected]
Ισχυροί καταλύτες, που η διαχείρισή τους μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα όχι μόνο των εισηγμένων τίτλων αλλά όλης της αντίληψης που επικρατεί επί του ελληνικού ρίσκου, αναμένεται να παίξουν σημαντικό ρόλο τη χρονιά που έρχεται και στην εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά, σύμφωνα με εκπροσώπους αυτής.
Το γρήγορο κλείσιμο της αξιολόγησης, η ολοκλήρωση του προγράμματος της 3ης χρηματοδότησης το φθινόπωρο, οι μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις του χρέους, οι αποκρατικοποιήσεις (Ελληνικό ,ΔΕΣΦΑ, ΕΛΠΕ, ΔΕΗ κ.λπ.) και η εκκίνηση των κατασκευαστικών έργων μπορούν να υπερνικήσουν το εχθρικό φορολογικό περιβάλλον. Οι δε εξελίξεις στον τραπεζικό κλάδο αναμένεται και την επόμενη χρονιά να παίξουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του γενικότερου κλίματος στο Χ.Α.
«Αν και το 2017 το ελληνικό χρηματιστήριο ελάχιστα επηρεάστηκε από τις εξελίξεις του εξωτερικού περιβάλλοντος, είναι μάλλον δύσκολο να συνεχίσει η αυτονόμησή του και κατά το 2018.
Ωστόσο, οι εσωτερικές εξελίξεις που θα επηρεάσουν τα δρώμενα του ελληνικού χρηματιστηρίου με την τραπεζοκεντρική φυσιογνωμία του να παραμένει κεντρικό χαρακτηριστικό του, είναι ιδιαίτερα πυκνές κατά το πρώτο δίμηνο του έτους και θα διαμορφώσουν προϋποθέσεις για αυξημένη μεταβλητότητα, αυξημένες συναλλαγές και στο σενάριο θετικών εξελίξεων ανοδική κίνηση του γενικού δείκτη» σχολιάζει ο διευθυντής επενδύσεων της Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ Δημήτρης Τζάνας, και συνεχίζει: «Είναι αρκετά αυτά που αναμένουμε: Την κατάθεση και ψήφιση πολυνομοσχεδίου στη Βουλή στο πρώτο δεκαπενθήμερο Ιανουαρίου για τα προαπαιτούμενα της 3ης αξιολόγησης. Την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας από την S & P στις 19/1 (είχε αρνηθεί να την αναβαθμίσει τον Ιούλιο). Τις αποφάσεις του κρίσιμου Eurogroup στις 22/1/2018 για την 3η αξιολόγηση και τον καθορισμό του ύψους τής προς εκταμίευση δόσης.
Την ενημέρωση ως τα μέσα Φεβρουαρίου του τραπεζικού επόπτη (SSM) για το ύψος των ζημιών από την εφαρμογή του νέου λογιστικού προτύπου (IFRS 9) σε σχέση με τις πιθανές μελλοντικές ζημιές από το σύνολο του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Τέλος, υπάρχει και η επικείμενη αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας από τη Fitch στα μέσα Φεβρουαρίου.
Γίνεται φανερό ότι οι παραπάνω εξελίξεις θα διαμορφώσουν τα αποτελέσματα των stress tests για τις τράπεζες, για τα οποία ήδη από τις αρχές Μαρτίου θα υπάρχουν εκτιμήσεις, ενώ η επίσημη ολοκλήρωση θα πραγματοποιηθεί στο τέλος του πρώτου τετραμήνου.
Στον βαθμό που δεν προκύψουν κεφαλαιακές ανάγκες στο βασικό σενάριο, ο τραπεζικός κλάδος θα επανέλθει σταδιακά σε συνθήκες κανονικότητας, άρα και στο ραντάρ της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας.
Θα αναδιαταχθούν δε τα business plans των τραπεζών με την ενσωμάτωση εσόδων από πιστωτικούς τόκους, καθώς θα προσδοκάται η διαμόρφωση θετικής πιστωτικής επέκτασης εξαιτίας της σταδιακής βελτίωσης των συνθηκών ρευστότητας (πιθανή αύξηση καταθέσεων λόγω βελτιωμένης εμπιστοσύνης, έκδοση τραπεζικών ομολόγων, μηδενισμός του ELA και δραστικός περιορισμός των capital controls).
Στο αντίθετο σενάριο, στο οποίο προκύπτουν κεφαλαιακές ανάγκες στο βασικό σενάριο δηλαδή, ο τραπεζικός κλάδος εισέρχεται σε αχαρτογράφητα ύδατα, με τις επιπτώσεις στο χρηματιστήριο να είναι δυσμενείς.
Επομένως, οι εξελίξεις γύρω από τα ζητήματα που αφορούν τις τράπεζες και την επόμενη ημέρα μετά την ολοκλήρωση του 3ου μνημονίου, είναι αυτές που θα προσδιορίσουν την κατεύθυνση του Γενικού Δείκτη στο 2018.
Με την παραδοχή διαμόρφωσης εξελίξεων που επαναφέρουν σε τροχιά προς την κανονικότητα τις τράπεζες, πρόσβασης στις αγορές με επαρκώς ευνοϊκούς όρους για την ελληνική οικονομία (περί το 3% για πολυετείς τίτλους το φθινόπωρο με περαιτέρω τάση αποκλιμάκωσης για τη συνέχεια) και υλοποίησης ψηλότερου ρυθμού μεγέθυνσης για το 2018, το ελληνικό χρηματιστήριο θα αποτελέσει πόλο έλξης νέων κεφαλαίων, με τον τραπεζικό κλάδο να υπεραποδίδει, αλλά και τις επενδυτικές επιλογές με άριστη χρηματοοικονομική διάρθρωση και εξωστρεφή προσανατολισμό να συνεχίζουν να επιλέγονται» καταλήγει ο κ. Τζάνας.
«Οι 1.000 μονάδες έχουν περισσότερο ψυχολογικό χαρακτήρα, καθώς η κυριότερη αντίσταση βρίσκεται στις 1.050 μονάδες, επίπεδο το οποίο μπορεί να αποτελέσει την κορυφή της επόμενης χρονιάς.
Αν πάντως κάτι μπορεί να ειπωθεί με περισσότερη άνεση σε σχέση με πέρυσι, είναι ότι το 2018 ξεκινάει με καλύτερες προϋποθέσεις σε ό,τι αφορά τη διάθεση της αγοράς» επισημαίνει ο υπεύθυνος ανάλυσης της Beta AΧΕΠΕΥ Mάνος Χατζηδάκης, τονίζοντας πως η καχυποψία για τον τραπεζικό κλάδο υποχωρεί, η διαδικασία ενεργειών για τα «κόκκινα» δάνεια με τη διενέργεια πλειστηριασμών και τη μεταβίβαση NPLs επιταχύνεται και η εξάρτηση από τον ELA σταδιακά υποχωρεί, αλλάζοντας το κλίμα και οδηγώντας τις τιμές σε επίπεδα που μηδενίζουν τις ετήσιες απώλειες.
Παράλληλα, οι μακροοικονομικές εξελίξεις έχουν διπλή όψη: Από τη μία πλευρά τα επίσημα στοιχεία πιστοποιούν ότι η οικονομία σταδιακά επανέρχεται σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης με το ΑΕΠ να καταγράφει επίδοση +1,3% στο 3ο τρίμηνο, υπό την επίδραση της θετικής τουριστικής περιόδου και των εξαγωγικών επιδόσεων σημαντικών εξωστρεφών επιχειρήσεων.
Από την άλλη πλευρά, η συνέχιση της επιδίωξης υψηλών δημοσιονομικών στόχων, ιδιαίτερα ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα, συντηρούν τις αρνητικές προϋποθέσεις για τη διενέργεια ιδιωτικών επενδύσεων, ενώ και οι λίγες δημόσιες συχνά δεν προωθούνται λόγω των περικοπών του ΠΔΕ και η καταναλωτική δαπάνη συντηρείται χαμηλά.
«Οι κίνδυνοι που παραμένουν σε ισχύ μπορούν να μετατραπούν σε ευκαιρίες: Οι τράπεζες να ξεπεράσουν τα τεστ αντοχής χωρίς κραδασμούς, οι πλειστηριασμοί να ενισχύσουν τη διάθεση αντιστροφής των κόκκινων δανείων ή να πετύχουν ικανοποιητικά τιμήματα, οι κεφαλαιακοί περιορισμοί να αμβλυνθούν, η συνεπής εκτέλεση του προϋπολογισμού να δώσει λόγους τακτικότερων αναβαθμίσεων και άρα καλύτερης προοπτικής άντλησης κεφαλαίων από την αγορά. Αυτή είναι ίσως η σημαντικότερη παρακαταθήκη της χρονιάς που τελειώνει.
Οι εκκρεμότητες είναι όλες προς τη θετική πλευρά, με καλύτερο πλέον ιστορικό διαχείρισης, που ακόμα και σε ένα ενδεχόμενο ανατροπής (π.χ. εκλογές) η αποτίμηση των σεναρίων δεν θα είναι αρνητική. Η υπόσχεση της επόμενης χρονιάς δεν εξαντλείται σε κάποιες επιμέρους ιστορίες, αλλά θα μπορούσε να έχει καθολική ισχύ, βάζοντας και πάλι το Χρηματιστήριο στο κάδρο των αγορών ευκαιρίας με καλύτερους τζίρους και ποιοτικότερο περιεχόμενο».
Σ. Λαζαρίδης στη «Ν»: Έτος σημαντικών προκλήσεων
Το 2018 θα αποτελέσει έτος σημαντικών προκλήσεων όσον αφορά τον τρόπο λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεδομένων των κανονιστικών ρυθμίσεων που θα τεθούν άμεσα σε ισχύ δημιουργώντας ένα νέο περιβάλλον, εντός του οποίου όλοι οι εμπλεκόμενοι θα κληθούν να λειτουργήσουν αλλά και να αναπτυχθούν περαιτέρω. Η MiFID II και η CSDR είναι δύο από τις Οδηγίες που θα αποτελέσουν το στοίχημα που κάθε κεφαλαιαγορά της Ε.Ε. πρέπει να κερδίσει.
Η χρηματιστηριακή αγορά απέδειξε, για μία ακόμα χρονιά, ότι μπορεί να υποστηρίζει χρηματοδότηση επιχειρήσεων και μέσω ομολογιακών εκδόσεων, αφού το 2017 επενδυτές χρηματοδότησαν επενδυτικά σχέδια αλλά και ανάγκες ρευστότητας των επιχειρήσεων. H καλή πορεία των εισηγμένων εταιρειών, όπως αυτή έχει αποτυπωθεί στα θεμελιώδη τους μεγέθη, αποτελεί τη βάση για μια θετική χρονιά και σε όρους χρηματιστηριακής αποτύπωσης για το νέο έτος.
Εντός του 2018 αναμένουμε επίσης τα πρώτα αποτελέσματα της συνεργασίας του Χρηματιστηρίου Αθηνών με το ΛΑΓΗΕ και τη ΔΕΣΦΑ, σχετικά με τις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Μέσω των υποδομών και της τεχνογνωσίας που διαθέτουμε, στοχεύουμε να συμβάλουμε στην ουσιαστική ανάπτυξη της αγοράς ενέργειας στη χώρα μας. Ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας σε μια σύγχρονη ανταγωνιστική οικονομία είναι σε εξέλιξη. Το ζητούμενο για όλους εμάς στο Χρηματιστήριο Αθηνών είναι πόσο γρήγορα θα αναπτυχθεί η επενδυτική δραστηριότητα, σε ένα διεθνοποιημένο και μεταβαλλόμενο περιβάλλον και πώς αυτή θα συμβάλλει στη διαμόρφωση του παραγωγικού ιστού της χώρας. Κυρίαρχο στοίχημα παραμένει η ταχύτητα ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας και η ανάδειξη του ρόλου της Ελληνικής Κεφαλαιαγοράς ως μηχανισμού άντλησης κεφαλαίων για τις επιχειρήσεις.