«Να φαντασθούμε και το “αστικό κενό” του παλιού αεροδρομίου στο Ελληνικό να πλημμυρίζεται από τις γνωστές μας πολυκατοικίες; Έστω και με ένα πάρκο ανάμεσά τους; Ή να δούμε εκεί ένα νέο αττικό τοπίο, με νέα αρχιτεκτονική γραφή, με υψηλά κτήρια, υψηλού ενδιαφέροντος;».
Από την έντυπη έκδοση
Της Τέτης Ηγουμενίδη
[email protected]
«Να φαντασθούμε και το “αστικό κενό” του παλιού αεροδρομίου στο Ελληνικό να πλημμυρίζεται από τις γνωστές μας πολυκατοικίες; Έστω και με ένα πάρκο ανάμεσά τους; Ή να δούμε εκεί ένα νέο αττικό τοπίο, με νέα αρχιτεκτονική γραφή, με υψηλά κτήρια, υψηλού ενδιαφέροντος;».
Στο παραπάνω ερώτημα απαντά μελέτη ειδικών επιστημόνων υπό τον τίτλο «Συσχετισμός των υψηλών κτηρίων με το Αττικό Τοπίο» που έγινε για λογαριασμό του ΤΑΙΠΕΔ (Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου) και της Ελληνικόν Α.Ε.
Η μελέτη καταγράφει μεταξύ άλλων το πώς δομήθηκε η Αττική, πώς θα την επηρεάσει το έργο στο Ελληνικό -επένδυση ύψους 7 δισ. ευρώ-, αλλά και ποια είναι η σύγχρονη τάση στις μεγαλουπόλεις με παράθεση των βασικών μοντέλων, όπου σημειώνεται ότι η περίπτωση της Αθήνας έχει μεγάλη ομοιότητα με αυτή του Παρισιού.
Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή Γιάννη Κίζη, τον ομότιμο καθηγητή Αναστάσιο Μ. Κωτσιόπουλο και τον καθηγητή Γεώργιο Α. Πανέτσο, τα υψηλά κτήρια είναι ένα σύγχρονο στοιχείο αστικού σχεδιασμού, με ισχυρό συμβολισμό, που απαιτεί στρατηγική προσέγγιση χωροθέτησης και σχεδίων.
Όπως επισημαίνουν, η απόσταση του χώρου του Ελληνικού από το ιστορικό κέντρο της Αθήνας είναι τέτοια ώστε η ανάπτυξη υψηλών κτηρίων στο Ελληνικό όχι απλώς δεν θα έβλαπτε το ιστορικό κέντρο και το Λεκανοπέδιο γενικότερα αλλά, αντιθέτως, θα βοηθούσε στην ανάπτυξη ενός νέου ισχυρού αστικού πόλου στο Λεκανοπέδιο, το οποίο πάσχει από έλλειψη στοιχειώδους διαβάθμισης αστικών λειτουργιών και αδυναμία διασποράς της κεντρικότητας στους επιμέρους αστικούς πυρήνες του. Τονίζουν ότι έχει ιδιαίτερο νόημα η λειτουργική ταυτότητα των πύργων και η ένταξή τους σε σύνολα.
Να σημειωθεί ότι η πρώτη εξαίρεση στην ομοιόμορφη και ισοϋψή αθηναϊκή ανοικοδόμηση ήταν το Χίλτον, το 1958, και τότε η κατασκευή του είχε ξεσηκώσει θύελλα διαμαρτυριών. Σήμερα όμως θεωρείται τοπόσημο. Με την ελεύθερη δόμηση του αναπτυξιακού νόμου 395/1968 κτίσθηκαν δέκα υψηλά κτήρια με ψηλότερο τον «πύργο των Αθηνών», ύψους 103 μέτρων, στους Αμπελοκήπους.
Σύμφωνα πάντα με τη μελέτη των καθηγητών, τα εφαρμοζόμενα σήμερα μοντέλα πολεοδομικής οργάνωσης και χωροθέτησης είναι κυρίως τρία: το ευρωπαϊκό 1 (με χαρακτηριστικές περιπτώσεις το Λονδίνο και τη Φρανκφούρτη, τα κυριότερα δηλαδή οικονομικά κέντρα της Ευρώπης), το ευρωπαϊκό 2 (με χαρακτηριστικότερη περίπτωση το Παρίσι) και το αμερικανικό (New York, Baltimore, Chicago, Toronto κ.ά.), με τα παράγωγα και τα συγγενή του (όπως της Άπω Ανατολής ή των Εμιράτων).
Η περίπτωση της Αθήνας έχει μεγάλη ομοιότητα με αυτή του Παρισιού κυρίως λόγω της παρουσίας σημαντικών αρχαιολογικών τόπων στο ιστορικό κέντρο, με κορύφωση την Ακρόπολη.
Το Ελληνικό προσφέρει την ευκαιρία να αναπτυχθεί, σε ασφαλή απόσταση από το ιστορικό κέντρο και τα μνημεία του, ένα νέο ισχυρό επιχειρηματικό και οικιστικό κέντρο με υψηλά κτήρια συγκεντρωμένα σε πυρήνες, με προοπτικές επιτυχούς λειτουργίας, λόγω της παρουσίας του μεγάλου μητροπολιτικού πάρκου, της συνύπαρξης με εκτεταμένες ζώνες κατοικίας αλλά και της επαρκούς κυκλοφοριακής σύνδεσης με το αεροδρόμιο και τους επιβατικούς λιμένες του Λεκανοπεδίου.
Αναλυτικότερα, τα κύρια συμπεράσματα από τη μελέτη που παρουσιάζει σήμερα η «Ν» είναι τα εξής: «Το “αττικό τοπίο” υφίσταται ως ευδιάκριτη οντότητα σε ό,τι αφορά τη φυσική τοπογραφία και τη θέση των βασικών μνημείων αναφοράς. Αυτό συμβαίνει όμως κατά κύριο λόγο στην κλίμακα του ιστορικού αστικού σχηματισμού, δηλαδή στο κέντρο του Λεκανοπεδίου όπως αυτό ορίζεται από τους περιβάλλοντες λόφους.
Το αττικό τοπίο έχει σήμερα αλλοιωθεί σοβαρά όχι από τα ελάχιστα υψηλά κτήρια, αλλά από το συνεχές “στρώμα” των πολυκατοικιών που αποκλείει τη θέα προς οιοδήποτε σημείο αναφοράς.
Η θέα προς τα σημεία αναφοράς (όπως η Ακρόπολη) υπάρχει σήμερα μόνο μέσω ελαχίστων “διωρύγων” (π.χ. οδοί Αθηνάς, Αιόλου, Πειραιώς κ.λπ.). Η ευρύτερη κλίμακα του λεκανοπεδίου πέραν του κέντρου του και μέχρι τα όρια των περιβαλλόντων ορέων (Αιγάλεω, Ποικίλον Όρος, Πάρνηθα, Πεντέλη και Υμηττός) δεν επηρεάζεται από ενδεχόμενες τοπικές συγκεντρώσεις υψηλών κτηρίων σε επιλεγμένες θέσεις εκτός του ιστορικού κέντρου.
Επίσης, ο ιστορικός αστικός σχηματισμός με τα μνημεία αναφοράς που περιέχει, δεν επηρεάζεται από τη δημιουργία κτηρίων μεγάλου ύψους σε εύλογη κατά περίπτωση απόσταση. Η διεθνής εμπειρία διδάσκει ότι οι σχηματισμοί υψηλών κτηρίων, με κατάλληλες διατάξεις, χρησιμοποιούνται ως σημεία προσανατολισμού, διαβάθμισης της αστικότητας και αναβάθμισης της ποιότητας του αστικού περιβάλλοντος, άρα και ως βασικά εργαλεία σχεδιασμού, ακόμη και σε πόλεις με ισχυρή αρχιτεκτονική παράδοση, όπως το Παρίσι, το Λονδίνο, η Φρανκφούρτη κ.ά. Σε ό,τι αφορά το ύψος των κτηρίων στα όρια του πάρκου, το ζήτημα είναι αρκετά σύνθετο και στον διεθνή χώρο εμφανίζεται μεγάλο φάσμα περιπτώσεων. Κύριες παράμετροι είναι: το επαρκές μέγεθος και σχήμα του πάρκου, το είδος της φύτευσης, η προσβασιμότητα των ορίων και η ποικιλία των κτισμάτων σε ό,τι αφορά τη μορφή και το ύψος και η αποφυγή του “τείχους”».
Υπενθυμίζεται ότι η πρόβλεψη του σχετικού νομικού πλαισίου για το Ελληνικό (Ν.4062) επιτρέπει την κατασκευή 6 υψηλών κτηρίων μεγίστου ύψους 200 μέτρων καθώς και κτήρια σχετικώς μεγάλου ύψους, έως 50 μέτρων στις ζώνες που γειτνιάζουν με το πάρκο στις ανατολικές περιοχές προς πολεοδόμηση και έως 70 μέτρων στις ζώνες που γειτνιάζουν με το πάρκο στις δυτικές περιοχές προς πολεοδόμηση.
Τα τελευταία είναι κτήρια κατοικιών που επιδιώκεται να αξιοποιήσουν την ανεμπόδιστη θέα προς το μητροπολιτικό πάρκο.
Σύμφωνα με πληροφορίες έπειτα από τις πρόσφατες συζητήσεις μεταξύ του επενδυτή και της κυβέρνησης, στο πλαίσιο της κατάρτισης του Προεδρικού Διατάγματος για το ΣΟΑ που θα σταλεί προς έγκριση στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) εκτός από τους 6 πύργους τα υπόλοιπα κτήρια δεν θα υπερβαίνουν τα 50 μέτρα.