Στο 1,3% περιορίστηκε ο ρυθμός ανάπτυξης κατά το 3ο τρίμηνο της φετινής χρονιάς σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Το πρόσημο μπορεί να είναι θετικό για ένα ακόμη τρίμηνο, ωστόσο το ποσοστό είναι χαμηλότερο από αυτό που προσδοκούσε η ελληνική κυβέρνηση για να επιτύχει τον φετινό στόχο για ανάπτυξη της τάξεως του 1,6%.
Στο 1,3% περιορίστηκε ο ρυθμός ανάπτυξης κατά το 3ο τρίμηνο της φετινής χρονιάς σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.
Το πρόσημο μπορεί να είναι θετικό για ένα ακόμη τρίμηνο, ωστόσο το ποσοστό είναι χαμηλότερο από αυτό που προσδοκούσε η ελληνική κυβέρνηση για να επιτύχει τον φετινό στόχο για ανάπτυξη της τάξεως του 1,6%. Και αυτό διότι με δεδομένη την επίδοση του 3ου τριμήνου αλλά και τις αντίστοιχες των δύο πρώτων τριμήνων της φετινής χρονιάς, κατά τη διάρκεια του 4ου τριμήνου θα πρέπει να καταγραφούν πολύ υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης άνω του 3% για να επιτευχθεί ο ετήσιος στόχος.
Η συγκράτηση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση της τελικής καταναλωτικής δαπάνης αλλά και στην αρνητική πορεία των επενδύσεων.
Η τελική καταναλωτική δαπάνη όχι μόνο δεν αυξήθηκε, αλλά παρουσίασε και μείωση στο 3ο τρίμηνο της φετινής χρονιάς σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016. Μια μείωση η οποία έφτασε στο 1%.
Αρνητική έκπληξη ήταν και η μείωση των επενδύσεων, με τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου να μειώνονται κατά 8,5% σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2016. Αύξηση κατά 7,8% καταγράφηκε στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 9,3%.