Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να περάσει σε μια νέα αναπτυξιακή τροχιά, βασιζόμενη σε ένα νέο, αναπτυξιακό πρότυπο με έμφαση στην υγιή επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις και την εξωστρέφεια, τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας σε συνέδριο με θέμα τις εξαγωγές και την ανάπτυξη.
Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να περάσει σε μια νέα αναπτυξιακή τροχιά, βασιζόμενη σε ένα νέο, αναπτυξιακό πρότυπο με έμφαση στην υγιή επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις και την εξωστρέφεια, τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας σε συνέδριο με θέμα τις εξαγωγές και την ανάπτυξη.
Επισήμανε όμως ότι αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος των αδυναμιών που περιόριζαν την εξαγωγική επίδοση της χώρας στο παρελθόν έχει διευθετηθεί. Αυτό, όπως είπε, επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, παρά την ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και την ανοδική πορεία που καταγράφουν οι εξαγωγές, η εξαγωγική επίδοση της χώρας υπολείπεται του επιπέδου που θα αναμενόταν με βάση τις ιστορικές συσχετίσεις μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών.
Συνεπώς, όπως ανέφερε, υπάρχει ακόμη αρκετή απόσταση που πρέπει να διανυθεί, ώστε οι εξαγωγές να αποτελέσουν έναν από τους βασικούς μοχλούς ανάπτυξης της οικονομίας.
Τόνισε ότι το μεγάλο ζητούμενο είναι η περαιτέρω αναβάθμιση του εξαγωγικού προτύπου, από εξαγωγές προϊόντων χαμηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης, σε εξαγωγές μέσης και υψηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης, καθώς και η ένταξη των ελληνικών επιχειρήσεων σε διεθνείς αλυσίδες αξίας και εξέφρασε την πεποίθηση ότι η ελληνική οικονομία διαθέτει σήμερα όλες τις προϋποθέσεις προκειμένου να παράγει και να εξάγει καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες.
Παραθέτοντας σειρά στοιχείων, ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι:
Σύμφωνα με το Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας 2017-2018 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 87η θέση μεταξύ 137 χωρών όσον αφορά την ποιότητα των θεσμών. Η Ελλάδα κατατάσσεται σε αρκετά χαμηλή θέση ως προς την αποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών, το βάρος των διοικητικών ρυθμίσεων και την αποτελεσματικότητα του νομικού πλαισίου για την επίλυση διαφορών και την αμφισβήτηση κανονισμών. Επίσης σύμφωνα με τον παραπάνω Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας, η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία και την προτελευταία θέση όσον αφορά την παροχή φορολογικών κινήτρων για επενδύσεις (137η μεταξύ 137 χωρών) και εργασία (136η μεταξύ 137 χωρών).
Επιπλέον, σύμφωνα με τον δείκτη «ευχέρειας του επιχειρείν» που καταρτίζει η Παγκόσμια Τράπεζα σχετικά με τους όρους ίδρυσης μιας επιχείρησης, η θέση της Ελλάδος έχει βελτιωθεί σημαντικά μεταξύ 2011 και 2017 (από 148η το 2011 σε 37η το 2017), αλλά παραμένει χαμηλή σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Ο κεντρικός τραπεζίτης ανέφερε ότι «οι δυσκολίες που εξακολουθούν να υπάρχουν στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, οι καθυστερήσεις στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και η υπερφορολόγηση, η οποία επιβραδύνει ή και ανακόπτει την πρόοδο προς την αποκατάσταση της συνολικής ανταγωνιστικότητας, επιδρούν επιβαρυντικά στην περαιτέρω ενίσχυση της εξαγωγικής βάσης, καθώς δεν αφήνουν τις ελληνικές επιχειρήσεις να εκμεταλλευτούν πλήρως ευκαιρίες που παρουσιάζονται στις διεθνείς αγορές».
Επιπρόσθετα, σημείωσε πως μένουν ακόμη αρκετά να γίνουν σε θέματα όπως η μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, η θέσπιση ενός σταθερού φορολογικού συστήματος και η δημιουργία οικονομικού περιβάλλοντος πιο φιλικού προς την επιχειρηματικότητα. Επίσης, απαραίτητη είναι η διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού και ευέλικτου θεσμικού πλαισίου που διευκολύνει τις επενδύσεις.
Ο διοικητής της ΤτΕ επεσήμανε ακόμη ότι η ελληνική οικονομία υστερεί σε κρίσιμους καινοτόμους και διεθνώς ανταγωνιστικούς βιομηχανικούς κλάδους, όπως και σε μεγάλες επιχειρήσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία και υψηλής εξειδίκευσης θέσεις εργασίας. Για να βελτιωθεί αυτό, όπως είπε, ένα ιδιαίτερα σημαντικό προαπαιτούμενο είναι οι νέες επενδύσεις.