Για πρώτη φορά από το 2014 όλες οι μεγάλες βρετανικές τράπεζες πέρασαν με επιτυχία τα «τεστ αντοχής», κάτι που σημαίνει πως δεν απαιτείται να αντλήσουν νέα κεφάλαια από τις αγορές. Η Τράπεζα της Αγγλίας πιστεύει πως μπορούν να σταθούν στα πόδια τους ακόμη και σε μία «άτακτη έξοδο» της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Προειδοποιεί, ωστόσο, ότι σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει όλοι να ετοιμαστούν για δύσκολες ώρες και στέλνει σήμα κινδύνου για την αγορά παραγώγων.
Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Για πρώτη φορά από το 2014 όλες οι μεγάλες βρετανικές τράπεζες πέρασαν με επιτυχία τα «τεστ αντοχής», κάτι που σημαίνει πως δεν απαιτείται να αντλήσουν νέα κεφάλαια από τις αγορές. Η Τράπεζα της Αγγλίας πιστεύει πως μπορούν να σταθούν στα πόδια τους ακόμη και σε μία «άτακτη έξοδο» της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Προειδοποιεί, ωστόσο, ότι σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει όλοι να ετοιμαστούν για δύσκολες ώρες και στέλνει σήμα κινδύνου για την αγορά παραγώγων.
Τις μεγαλύτερες δυσκολίες στη φετινή δοκιμασία της κεντρικής τράπεζας, που διενεργήθηκε με βάση στοιχεία για τις αρχές του 2017, συνάντησαν οι Barclays και η Royal Bank of Scotland, οι οποίες ωστόσο δεν «κόπηκαν», καθώς φρόντισαν ήδη μέσα στη διάρκεια του έτους να αντλήσουν έξτρα κεφάλαια. Οι HSBC, Lloyds Banking, Santander UK, Standard Chartered και Nationwide Building Society πέρασαν με μεγαλύτερη άνεση τον πήχη, που είχε τεθεί.
Η Τράπεζα της Αγγλίας εξέτασε την κεφαλαιακή επάρκεια στη βάση ενός σεναρίου τρόμου για τη βρετανική και παγκόσμια οικονομία. Αυτό προέβλεπε έξοδο από την Ένωση χωρίς να έχει επιτευχθεί η όποια συμφωνία του Λονδίνου με τις Βρυξέλλες, συρρίκνωση του βρετανικού ΑΕΠ κατά περισσότερο από 4%, «βουτιά» της στερλίνας κατά 30%, εκτίναξη της ανεργίας σε επίπεδα υψηλότερα από το αρνητικό ρεκόρ την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, κατάρρευση των τιμών στέγης κατά 33% και των επαγγελματικών ακινήτων κατά 40%. Όσον αφορά τη διεθνή εικόνα, έκανε λόγο για βαθιά ύφεση, με συρρίκνωση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 2,4%, ενώ προέβλεπε το σκάσιμο της φούσκας στην κινεζική αγορά ακινήτων, με τις τιμές να υποχωρούν περισσότερο από 40%.
Ακόμη λοιπόν και σε αυτές τις εφιαλτικές συνθήκες -που δεν θεωρούνται ιδιαίτερα πιθανές- εκτιμάται ότι οι βρετανικές τράπεζες όχι μόνο δεν θα χρειαστούν κρατική σανίδα σωτηρίας, αλλά θα συνεχίσουν να προσφέρουν στηρίγματα στην πραγματική οικονομία. «Κρίνουμε ότι το τραπεζικό σύστημα θα συνεχίσει, ακόμη και στη λιγότερο πιθανή περίπτωση της άτακτης εξόδου, να χορηγεί δάνεια στηρίζοντας την πραγματική οικονομία» διαβεβαίωσε ο κεντρικός τραπεζίτης, Μαρκ Κάρνι. Παρ’ όλα αυτά υπογράμμισε πως είναι προς το συμφέρον τόσο της Βρετανίας όσο και της Ε.Ε. να υπάρξει μία συμφωνία που θα καθορίζει ακριβώς τη μελλοντική σχέση, πριν από την έξοδο τον Μάρτιο του 2019.
Oι τράπεζες της Βρετανίας, έχοντας ενισχύσει αισθητά την κεφαλαιακή βάση τους, δεν έχουν κίνδυνο αιφνίδιας κατάρρευσης. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η Τράπεζα της Αγγλίας προσδιόρισε μάλιστα δύο απειλές, οι οποίες πηγάζουν από το Brexit. Η πρώτη έχει να κάνει με την ανάγκη να συμφωνήσουν οι αρχές Βρετανίας και Ε.Ε. σε νομοθεσία που θα προσφέρει κάλυψη σε κατόχους ασφαλειών 40 δισ. στερλινών. Η δεύτερη και σοβαρότερη αφορά την αγορά παραγώγων ύψους 26 τρισ. δολαρίων, τα οποία εκκαθαρίζονται σήμερα μέσω Λονδίνου και επομένως θα καταστούν ευάλωτα σε περίπτωση που οι βρετανικές τράπεζες χάσουν εντελώς τα δικαιώματα διαβατηρίου. Αυτή τη στιγμή το LCH Ltd στο Λονδίνο ελέγχει την εκκαθάριση του 97% των παραγώγων επιτοκίων, που αποτιμώνται σε ευρώ, με το μερίδιο του αμερικανικού CME να είναι κοντά στο 2% και του EurexOTC μόλις 1%. Οι Βρυξέλλες έχουν διαμηνύσει πως δεν μπορεί η εκκαθάριση παραγώγων σε ευρώ να συνεχίσει να γίνεται στο Λονδίνο μετά το Brexit. Ο Μαρκ Κάρνι ζητά μία μεταβατική περίοδο τουλάχιστον 24 μηνών, για να αποφευχθεί μία κρίση.