Αύξηση εγγραφών και μείωση διαγραφών καταγράφει το ισοζύγιο επιχειρηματικότητας από την 1/1/2017 έως χθες (23/11/2017) σε σύγκριση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2016. Ωστόσο, το ήδη θετικό πρόσημο «υπονομεύεται» σε έναν βαθμό από τις ετεροχρονισμένες διαγραφές επιχειρήσεων από τη βάση δεδομένων του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ), γεγονός που επιτάσσει τόσο τον εκσυγχρονισμό του συστήματος όσο και τη διασύνδεσή του με τη βάση δεδομένων των ΔΟΥ.
Από την έντυπη έκδοση
Του Σταμάτη Ζησίμου
[email protected]
Αύξηση εγγραφών και μείωση διαγραφών καταγράφει το ισοζύγιο επιχειρηματικότητας από την 1/1/2017 έως χθες (23/11/2017) σε σύγκριση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2016. Ωστόσο, το ήδη θετικό πρόσημο «υπονομεύεται» σε έναν βαθμό από τις ετεροχρονισμένες διαγραφές επιχειρήσεων από τη βάση δεδομένων του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ), γεγονός που επιτάσσει τόσο τον εκσυγχρονισμό του συστήματος όσο και τη διασύνδεσή του με τη βάση δεδομένων των ΔΟΥ.
Σε ό,τι αφορά τα αριθμητικά δεδομένα, από τα στοιχεία που προέρχονται από το ΓΕΜΗ προκύπτει ότι από την 1/1/2017 έως και τις 23/11/2017 ιδρύθηκαν 27.392 επιχειρήσεις, ενώ το ίδιο διάστημα διαγράφηκαν 20.653. Αντίστοιχα, το 2016 είχαν εγγραφεί 25.444 επιχειρήσεις και είχαν διαγραφεί 24.615 επιχειρήσεις. Φαίνεται, λοιπόν, μια σαφής βελτίωση του ισοζυγίου, καθώς καταμετρώνται περισσότερες συστάσεις και λιγότερες διαγραφές. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα δεδομένα αυτά αφορούν μόνο τις επιχειρήσεις που υποχρεούνται να εγγραφούν στο ΓΕΜΗ, καθώς υπάρχει και ένας αριθμός επιχειρήσεων, όπως π.χ. οι γεωργικού χαρακτήρα, που δεν εγγράφονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο.
Στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του επιχειρείν, αριθμητικά φαίνεται να υπάρχει μία υποχώρηση, καθώς οι ανώνυμες εταιρείες καταγράφουν μεν μικρή αύξηση στις συστάσεις και αισθητή στις διαγραφές. Στελέχη του ΓΕΜΗ, ωστόσο, αλλά και του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης σημειώνουν ότι η εικόνα των διαγραφών είναι αρκετά παραπλανητική, διότι ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων δηλώνει ετεροχρονισμένα τη διακοπή των δραστηριοτήτων στο ΓΕΜΗ. Μια επιχείρηση, δηλαδή, μπορεί να έχει κλείσει π.χ. το 2012 και να διαγράφεται από τη βάση του ΓΕΜΗ το 2017 διότι τότε προέβη στη σχετική δήλωση ο επιχειρηματίας, ή να υπάρξει μια εκκαθάριση του μητρώου ενός επιμελητηρίου και να διαγραφούν επιχειρήσεις που ήδη έχουν διακόψει τη λειτουργία τους προ καιρού. Προς απόδειξη αυτού, μάλιστα, αναφέρθηκε και το συμβάν του περασμένου Αυγούστου, όπου ένα επιμελητήριο της Βόρειας Ελλάδας προχώρησε στην εκκαθάριση του αρχείου του, δηλώνοντας στο σύστημα του ΓΕΜΗ περίπου 1.000 διαγραφές επιχειρήσεων οι οποίες είχαν διακόψει τη λειτουργία τους σε βάθος δεκαετίας. Αποτέλεσμα αυτού είναι να εμφανίζεται ο Αύγουστος του 2017 με 2.198 διαγραφές, όταν το αντίστοιχο διάστημα του 2016 ήταν 1.445.
Σε κάθε περίπτωση, στο διάστημα 1/1/2017 έως 23/11/2017 δηλώθηκε στο ΓΕΜΗ η ίδρυση 523 ανωνύμων εταιρειών, έναντι 486 το αντίστοιχο διάστημα του 2016. Αντίστοιχα οι διαγραφές ανήλθαν φέτος στις 786 έναντι 656 το 2016.
Ισχυρή παρουσία, η οποία με την πάροδο του χρόνου διευρύνεται, κάνουν στο τρέχον ισοζύγιο οι Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Επιχειρήσεις (ΙΚΕ). Ουσιαστικά, φαίνεται ότι είναι αυτές που κάνουν τη διαφορά, καθώς σε σχέση με πέρυσι ιδρύθηκαν περίπου 2.000 περισσότερες. Συγκεκριμένα, στο εξεταζόμενο διάστημα του 2017 ιδρύθηκαν 6.060 ΙΚΕ, έναντι 4.419 την αντίστοιχη περίοδο του 2016. Όσον αφορά τις διαγραφές των ΙΚΕ, αυτές κινούνται ακόμη σε χαμηλά επίπεδα, κυρίως λόγω της νεότητας της εταιρικής μορφής. Φέτος έχουν διαγραφεί 620 ΙΚΕ, ενώ το 2016 διαγράφηκαν 522.
Το τρέχον ισοζύγιο καταδεικνύει μια σημαντική υποχώρηση των ΕΠΕ, με τις συστάσεις να αριθμούν μόλις τις 271, έναντι 327 πέρυσι. Μειωμένες, ωστόσο, είναι και οι διαγραφές, οι οποίες διαμορφώθηκαν στις 1.022, έναντι 1.354 πέρυσι.
Θετικό είναι το ισοζύγιο για τις ομόρρυθμες και τις ετερρόρυθμες εταιρείες, ενώ μικρή υποχώρηση ως προς τις συστάσεις καταγράφεται στις ατομικές. Ειδικότερα, φέτος συστάθηκαν 16.164 ατομικές, έναντι 16.768 το αντίστοιχο διάστημα του 2016. Αισθητά μειωμένες, ωστόσο, είναι οι διαγραφές, οι οποίες φέτος αριθμούν τις 16.804, έναντι 20.136 πέρυσι.