Αύξηση των οργανικών προ προβλέψεων κερδών στην Ελλάδα κατά 11%, σε 633 εκατ. ευρώ, αντανακλώντας τη θετική επίδοση των καθαρών εσόδων από προμήθειες (+52% σε ετήσια βάση) και τη σημαντική περιστολή των λειτουργικών δαπανών (-9% σε ετήσια βάση), παρουσίασε η Εθνική Τράπεζα.
Από την έντυπη έκδοση
Της Νένας Μαλλιάρα
[email protected]
Αύξηση των οργανικών προ προβλέψεων κερδών στην Ελλάδα κατά 11%, σε 633 εκατ. ευρώ, αντανακλώντας τη θετική επίδοση των καθαρών εσόδων από προμήθειες (+52% σε ετήσια βάση) και τη σημαντική περιστολή των λειτουργικών δαπανών (-9% σε ετήσια βάση), παρουσίασε η Εθνική Τράπεζα.
Στο γ’ τρίμηνο, η τράπεζα περιόρισε τις ζημίες μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες σε 49 εκατ. ευρώ το γ’ τρίμηνο του 2017 από 58 εκατ. ευρώ το β’ τρίμηνο του 2017.
Στην Ελλάδα, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο βελτιώθηκε κατά 29 μ.β. σε ετήσια βάση ανερχόμενο σε 306 μ.β. το εννεάμηνο του 2017, παρά την υποχώρηση των καθαρών εσόδων από τόκους σε 1.116 εκατ. ευρώ (-5% σε ετήσια βάση), ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης δανειακής απομόχλευσης και μείωσης της έκθεσης σε ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου υψηλής απόδοσης.
Η αύξηση των καθαρών εσόδων από προμήθειες αντανακλά την εξάλειψη του κόστους των ομολόγων Πυλώνα ΙΙ και ΙΙΙ, καθώς και την ενίσχυση των προμηθειών από τη λιανική τραπεζική και παρεπόμενες τραπεζικές εργασίες.
Οι εγχώριες λειτουργικές δαπάνες (640 εκατ. ευρώ στο εννεάμηνο) αντικατοπτρίζουν την περιστολή δαπανών προσωπικού κατά 12% σε ετήσια βάση, ως αποτέλεσμα του προγράμματος εθελουσίας εξόδου που ολοκληρώθηκε το 2016. Ο δείκτης κόστους προς οργανικά έσοδα διαμορφώθηκε σε 50% από 55% το εννεάμηνο του 2016.
Οι εγχώριες προβλέψεις για επισφαλή δάνεια αποκλιμακώθηκαν κατά 24% σε τριμηνιαία βάση και διαμορφώθηκαν σε 151 εκατ. ευρώ το γ’ τρίμηνο του 2017.
Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της ΕΤΕ Λεωνίδα Φραγκιαδάκη, τα αποτελέσματα της Εθνικής Τράπεζας καταδεικνύουν την περαιτέρω ισχυροποίηση του ισολογισμού και υπογραμμίζουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της εν όψει της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας.
Μείωση NPEs/NPLs
Όπως αναφέρθηκε χθες στους αναλυτές ξένων και εγχώριων οίκων, η ΕΤΕ θα υπερβεί φέτος τους στόχους μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Η μείωση των ΜΕΑ συνεχίστηκε για έκτο συνεχόμενο τρίμηνο, ανερχόμενη σε 3,5 δισ. ευρώ συνολικά από το τέλος του 2015. Τα εγχώρια μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) μειώθηκαν κατά 200 εκατ. ευρώ το γ΄ τρίμηνο, αντανακλώντας τον αρνητικό ρυθμό δημιουργίας νέων NPEs και τις περιορισμένες διαγραφές πλήρως καλυμμένων από προβλέψεις δανείων.
Η τράπεζα θα προχωρήσει σε περισσότερες διαγραφές «κόκκινων» δανείων το δ’ τρίμηνο του 2017, ενώ τον Απρίλιο του 2018 θα προχωρήσει σε πώληση χαρτοφυλακίου ανεξασφάλιστων δανείων, αλλά και εξασφαλισμένων δανείων μικρών επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, το πακέτο των προς πώληση NPLs θα κινηθεί στα 2 δισ. ευρώ, χωρίς να αποκλείεται να φτάσει και τα 3 δισ. ευρώ.
Ο δείκτης κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παρέμεινε το γ΄ τρίμηνο στο υψηλότερο επίπεδο του τραπεζικού κλάδου στην Ελλάδα, στο 57%.
Ρευστότητα
Η τράπεζα ολοκλήρωσε την πρώτη έκδοση καλυμμένων ομολόγων από το 2009 στις διεθνείς χρηματαγορές, εκδίδοντας τριετές ομόλογο ύψους 750 εκατ. ευρώ, με απόδοση 2,90%. Το 85% της έκδοσης καλύφθηκε από διεθνείς επενδυτές. Η χρηματοδότηση μέσω ΕLA μειώθηκε κατά 4,6 δισ. ευρώ από το τέλος του δ’ τριμήνου 2016 σε μόλις 1 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο. «Όπως αναφέρθηκε, είναι δυνατή η πλήρης απεξάρτηση από τον ELA μέσα στο προσεχές δίμηνο. Η χρηματοδότηση από το ευρωσύστημα διαμορφώθηκε σε 4,7 δισ. ευρώ από 12,3 δισ. ευρώ το τέλος του 2016.
Η επικείμενη ολοκλήρωση των αποεπενδύσεων από την Εθνική Ασφαλιστική, την Banca Romaneasca και τη Vojvodjanska Banka θα ενισχύσει τη ρευστότητα της ΕΤΕ κατά περίπου 1,7 δισ. ευρώ. Όπως αναφέρθηκε στους αναλυτές, οι συναλλαγές αυτές πρόκειται να ολοκληρωθούν εντός του α΄ τριμήνου 2018 και σύμφωνα με την ενημέρωση που έχει λάβει η τράπεζα από τον SSM, το αποτέλεσμά τους θα προσμετρηθεί στην αξιολόγηση της Εθνικής κατά τα stress tests.
Οι εγχώριες καταθέσεις ενισχύθηκαν κατά 0,5 δισ. ευρώ σε τριμηνιαία βάση και κατά 1,2 δισ. ευρώ συνολικά στο διάστημα από την επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων.