«Βαρύ» θα είναι και για το επόμενο έτος το φορολογικό φορτίο για όλους ανεξαιρέτως τους φορολογούμενους, καθώς κάθε μήνα θα πρέπει να εισφέρουν στην εφορία περισσότερα από 3 δισ. ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2018 «πρωταθλητής» μήνας στο σκέλος των εισπράξεων αναδεικνύεται ο Δεκέμβριος, οπότε και θα πρέπει στα δημόσια ταμεία να εισρεύσουν έσοδα ύψους 5,875 δισ. ευρώ, ενώ ο μήνας με τις χαμηλότερες «απαιτήσεις» είναι ο Απρίλιος κατά τον οποίο θα πρέπει να εισπραχθούν 3,042 δισ.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Κούρου
[email protected]
«Βαρύ» θα είναι και για το επόμενο έτος το φορολογικό φορτίο για όλους ανεξαιρέτως τους φορολογούμενους, καθώς κάθε μήνα θα πρέπει να εισφέρουν στην εφορία περισσότερα από 3 δισ. ευρώ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2018 «πρωταθλητής» μήνας στο σκέλος των εισπράξεων αναδεικνύεται ο Δεκέμβριος, οπότε και θα πρέπει στα δημόσια ταμεία να εισρεύσουν έσοδα ύψους 5,875 δισ. ευρώ, ενώ ο μήνας με τις χαμηλότερες «απαιτήσεις» είναι ο Απρίλιος κατά τον οποίο θα πρέπει να εισπραχθούν 3,042 δισ. ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση τα μεγέθη του νέου κρατικού προϋπολογισμού, οι εισπράξεις του πρώτου εξαμήνου υπολογίζονται σε 20,794 δισ. ευρώ, ενώ το δεύτερο εξάμηνο είναι περισσότερο «απαιτητικό» αφού οι εισπράξεις θα εκτιναχθούν στα 29,715 δισ. ευρώ.
Οι αυξημένες εισπράξεις του δευτέρου εξαμήνου δικαιολογούνται φυσικά από το γεγονός ότι στο δεύτερο μισό του έτους καταβάλλεται ο φόρος εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, ο ΕΝΦΙΑ, αλλά και τα τέλη κυκλοφορίας, καθώς και μια σειρά άλλων υποχρεώσεων.
Θα πρέπει να αναφερθεί πάντως ότι το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης στηρίζει τις προσδοκίες του για αύξηση των εισπράξεων το επόμενο έτος στην περαιτέρω ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης, η οποία μπορεί να προέλθει μέσω της συμμετοχής σε κληρώσεις με χρηματικά έπαθλα, αλλά και στη διαμόρφωση αφορολογήτου με βάση το ύψος των ετήσιων ηλεκτρονικών πληρωμών κ.ά.
Το σίγουρο βέβαια είναι ότι η μεγάλη διεύρυνση της φορολογικής βάσης ειδικά στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων θα έρθει με τη μείωση του αφορολόγητου ορίου από το 2020, αν και η κυβέρνηση ευελπιστεί ότι θα έχει προηγηθεί ένα χρόνο νωρίτερα (2019) το «πακέτο» εξισορροπητικών παρεμβάσεων με στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις ύψους 1% του ΑΕΠ, όπως η μείωση του ΕΝΦΙΑ, της εισφοράς αλληλεγγύης, των φορολογικών συντελεστών εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων.
Απαραίτητη προϋπόθεση φυσικά είναι ότι μέχρι το 2019 δεν θα υπάρξει καμία απολύτως απόκλιση από τους στόχους που έχουν τεθεί για τα πρωτογενή πλεονάσματα, καθώς σε αυτή την περίπτωση όχι ελαφρύνσεις δεν θα υπάρξουν, αλλά νέες παρεμβάσεις σε μισθούς, συντάξεις και φόρους.
Φυσικά, το ζητούμενο είναι πώς οι φορολογούμενοι θα αντεπεξέλθουν στον Γολγοθά των φόρων που πρέπει να καταβάλλουν, από τη στιγμή που κάθε μήνα με δυσκολία ανταποκρίνονται στις φορολογικές τους υποχρεώσεις, όπως άλλωστε αποτυπώνεται και στην πορεία των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο που οδεύουν ολοταχώς προς τα 100 δισ. ευρώ.
Αυτή άλλωστε είναι πλέον και η μεγάλη «αγωνία» του οικονομικού επιτελείου, εάν δηλαδή οι φορολογούμενοι θα καταφέρουν να αντεπεξέλθουν στις νέες υποχρεώσεις που είναι μεν σημαντικά χαμηλότερες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, όμως προστίθενται σε μια σειρά πολλών βαρών που έχουν κληθεί να σηκώσουν οι πολίτες.
Επισημαίνεται ότι με βάση τους στόχους του νέου κρατικού προϋπολογισμού οι εισπράξεις θα πρέπει να κινηθούν ανά μήνα ως εξής:
* Ιανουάριος: 3,787 δισ. ευρώ
* Φεβρουάριος: 3,837 δισ. ευρώ
* Μάρτιος: 3,068 δισ. ευρώ
* Απρίλιος: 3,042 δισ. ευρώ
* Μάιος: 3,194 δισ. ευρώ
* Ιούνιος: 3,866 δισ. ευρώ
* Ιούλιος: 5,258 δισ. ευρώ
* Αύγουστος: 3,989 δισ. ευρώ
* Σεπτέμβριος: 5,597 δισ. ευρώ
* Οκτώβριος: 4,484 δισ. ευρώ
* Νοέμβριος: 4,542 δισ. ευρώ
* Δεκέμβριος: 5,875 δισ. ευρώ
Ένα ακόμη αξιοσημείωτο του νέου κρατικού προϋπολογισμού είναι ότι παρά την αποκλιμάκωση που υπάρχει την τελευταία δεκαετία στη σχέση έμμεσων και άμεσων φόρων, τη μεγαλύτερη συνεισφορά στις εισπράξεις θα έχουν για μια ακόμη φορά οι έμμεσοι φόροι σε ποσοστό 56,9%, έναντι 43,1% των άμεσων.
Το γεγονός φυσικά αυτό σημαίνει ότι και πάλι οι ασθενέστερες οικονομικά ομάδες του πληθυσμού θα δεχτούν τη μεγαλύτερη φορολογική πίεση.