Στις αρχές του νέου έτους και υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει ολοκληρωθεί η 3η αξιολόγηση, θα ξεκινήσει η συζήτηση ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους δανειστές της για την «επόμενη μέρα» της Ελλάδας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Στις αρχές του νέου έτους και υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει ολοκληρωθεί η 3η αξιολόγηση, θα ξεκινήσει η συζήτηση ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους δανειστές της για την «επόμενη μέρα» της Ελλάδας.
Στις Βρυξέλλες επικρατεί -για πρώτη φορά μετά το πρώτο εξάμηνο του 2014- αισιοδοξία ότι η χώρα μπορεί να ολοκληρώσει τη μνημονιακή περίοδο μέχρι την ημερομηνία ορόσημο της 20ής Αυγούστου. Έτσι, με την ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης, η οποία τοποθετείται χρονικά στο τελευταίο 10ήμερο του Ιανουαρίου, προγραμματίζεται να ξεκινήσει -κατ’ αρχήν σε τεχνικό επίπεδο- ένας κύκλος διαπραγμάτευσης ο οποίος θα πρέπει να ολοκληρωθεί το αργότερο μέχρι τον Ιούνιο του 2018. Σε αυτό το διάστημα των έξι μηνών θα πρέπει:
1 Να μπει στο τραπέζι το θέμα της διευθέτησης του ελληνικού χρέους και τα μέτρα που θα ενεργοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση αφού εκπνεύσει το 3ο μνημόνιο. Θα είναι μια πολύ δύσκολη διαπραγμάτευση, καθώς οι τρεις πλευρές που εμπλέκονται (ελληνική κυβέρνηση, ΔΝΤ και ευρωπαϊκοί θεσμοί) θα καθίσουν στο τραπέζι με διαφορετικές θέσεις. Το ΔΝΤ θέλει να ξεκαθαρίσουν τα μέτρα που θα ληφθούν για το χρέος μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2018 προκειμένου να αποφασιστεί αν θα ενεργοποιηθεί το πρόγραμμα για την Ελλάδα. Οι Ευρωπαίοι είναι σαφείς ότι οι αποφάσεις για το χρέος θα ληφθούν μετά το τέλος του 3ου προγράμματος, ενώ η κυβέρνηση θέλει να ξεκαθαρίσει το τοπίο όσο το δυνατόν γρηγορότερα προκειμένου να διευκολυνθεί η έξοδος στις αγορές
2 Να ολοκληρωθούν και τα τελευταία προαπαιτούμενα του 3ου μνημονίου κατά την 4η και τελευταία αξιολόγηση. Μετά την ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης, ο κατάλογος με τις εκκρεμότητες δεν θα περιλαμβάνει παρά 12-13 προαπαιτούμενα. Ωστόσο, θα πρέπει να συμφωνηθεί αν η Ελλάδα έχει πιθανότητες να επιτύχει τους δημοσιονομικούς στόχους του 2019 χωρίς να χρειαστεί είτε να έρθει έναν χρόνο νωρίτερα η μείωση του αφορολογήτου είτε να αναβληθεί το «καλό πακέτο» του 2019.
3 Να αποσαφηνιστεί το τι θα γίνει με τα αδιάθετα κονδύλια του 3ου μνημονίου, τα οποία εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν τα 27 δισ. ευρώ. Η αξιοποίηση των αδιάθετων κονδυλίων είναι μια συζήτηση άμεσα συνδεδεμένη τόσο με το θέμα του χρέους όσο και με το θέμα της «επόμενης μέρας», δηλαδή του πλαισίου εντός του οποίου θα λειτουργεί η χώρα.
4 Να οριστεί το σχέδιο της «επόμενης μέρας». Θα αναζητηθεί ένας συμβιβασμός που να καλύπτει τις τρεις διαφορετικές πλευρές οι οποίες εμπλέκονται:
* Την ελληνική κυβέρνηση, η οποία αναζητά μια «καθαρή έξοδο» από τα μνημόνια κυρίως για πολιτικούς λόγους. Η επόμενη μέρα για την ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να έχει λιγότερες και πιο χαλαρές «αξιολογήσεις», προκειμένου να φύγουν από το προσκήνιο λέξεις όπως «μνημόνιο», «επιτροπεία» και «προαπαιτούμενα».
* Τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, οι οποίοι θέλουν να βεβαιωθούν ότι δεν θα υπάρξει «πισωγύρισμα» στην Ελλάδα. Μέχρι να εκπνεύσει και το 3ο μνημόνιο, η χώρα θα έχει δανειστεί περίπου 265 δισ. από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θέλουν να διασφαλίσουν ότι η Ελλάδα θα μπορεί να δανείζεται από τις αγορές με «εύλογο» επιτόκιο ώστε να μπορεί να επιστρέφει τα δανεικά.
* Τους ξένους επενδυτές, οι οποίοι θέλουν διασφαλίσεις ότι το ελληνικό χρέος θα εξυπηρετείται κανονικά τα επόμενα χρόνια. Η έξοδος από τα μνημόνια έχει ως βασική προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα δανείζεται από τις αγορές τα απαιτούμενα ποσά για την εξυπηρέτηση του χρέους της. Το θετικό στοιχείο για την Ελλάδα είναι ότι οι ανάγκες για τα επόμενα χρόνια -τουλάχιστον μέχρι το 2030, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Κομισιόν, αλλά και του ΟΔΔΧ- είναι περιορισμένες. Με ένα ποσό της τάξεως των 10 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση εκτιμάται ότι το χρέος θα εξυπηρετείται κανονικά για την περίοδο μέχρι και το 2030.
Τα σενάρια
Από τις εναλλακτικές που υπάρχουν πάνω στο τραπέζι για την επόμενη μέρα όλοι οι εμπλεκόμενοι φέρονται να απεύχονται την εξής μια: το 4ο μνημόνιο. Η Ελλάδα δεν φαίνεται με τα μέχρι τώρα δεδομένα να έχει ανάγκη από περισσότερα χρήματα, ενώ στις πολιτικές δυνάμεις της Ευρωζώνης δεν φαίνεται να υπάρχει αυτή τη στιγμή διάθεση να ζητήσουν από τα εθνικά κοινοβούλια να εγκρίνουν ένα ακόμη πρόγραμμα.
Τα υπόλοιπα σενάρια που θα συζητηθούν είναι:
1 Αυτό της «καθαρής εξόδου», το οποίο μεταφράζεται ως εξής: η Ελλάδα θα κληθεί να αντλήσει από τις αγορές τα απαιτούμενα κεφάλαια για την εξυπηρέτηση του χρέους της χωρίς κάποιο «μαξιλάρι ασφαλείας» από την πλευρά των ευρωπαϊκών θεσμών. Το να μείνει η Ελλάδα αβοήθητη την επόμενη μέρα του 3ου μνημονίου δεν φαντάζει ιδιαίτερα πιθανό αυτή τη στιγμή, καθώς και οι Ευρωπαίοι θέλουν να διασφαλίσουν ότι δεν θα επαναληφθούν τα φαινόμενα του 2010, όταν οι αγορές αρνήθηκαν να δανείσουν την Ελλάδα και την έστειλαν στα μνημόνια.
2 Υπάρχει το σενάριο της «προληπτικής γραμμής στήριξης», το οποίο σημαίνει ότι ένα «κεφάλαιο» θα είναι διαθέσιμο για την Ελλάδα στους λογαριασμούς του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης, το οποίο θα διατεθεί σε περίπτωση που δεν καταστεί εφικτός ο δανεισμός μέσω των αγορών. Αυτό το σενάριο ενδεχομένως να προϋποθέτει την υπογραφή σύμβασης με τον ESM, κάτι που θα παραπέμπει ευθέως σε «μνημόνιο».
3 Υπάρχει και ένα ακόμη σενάριο, η Ελλάδα να στηριχτεί μέσα από τα αναπτυξιακά προγράμματα της Ε.Ε. (το λεγόμενο SixPack και το TwoPack), στο πλαίσιο όμως μια μεταπρογραμματικής εποπτείας. Πρόβλεψη για εποπτεία μετά το πρόγραμμα υπάρχει άλλωστε και στον κανονισμό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Για την περίοδο μετά τις 20 Αυγούστου, η ελληνική πλευρά θα κληθεί να αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις προκειμένου να λάβει ως αντάλλαγμα τη σταδιακή ενεργοποίηση των μέτρων για το χρέος. Μεταξύ των δεσμεύσεων αυτών θα περιλαμβάνονται:
1 Η ανάληψη δέσμευσης ότι δεν θα υπάρξει υπαναχώρηση από την ελληνική πλευρά στις κρίσιμες μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των μνημονιακών ετών. Οι δανειστές δίνουν ιδιαίτερο βάρος στη φορολογική μεταρρύθμιση, στο ασφαλιστικό, αλλά και στις παρεμβάσεις που έγιναν (ή θα γίνουν, καθώς υπάρχουν ακόμη ορισμένες εκκρεμότητες) στο εργασιακό.
2 Η εκτέλεση των προϋπολογισμών με βάση τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους. Ήδη από τον περασμένο Ιούνιο έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο ολοκλήρωσης της 2ης αξιολόγησης ότι η Ελλάδα θα πρέπει να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για την περίοδο μέχρι και το 2022, ενώ από το συγκεκριμένο έτος και μετά, ο πήχης του πρωτογενούς πλεονάσματος κατεβαίνει στο «τουλάχιστον 2%», όπως ορίζει το κείμενο της συμφωνίας του περασμένου Ιουνίου.
3 Η ολοκλήρωση των πολιτικών που αν και θα έχουν νομοθετηθεί, δεν θα καταστεί εφικτό να φτάσουν σε στάδιο πλήρους υλοποίησης μέχρι την καταληκτική ημερομηνία της 20ής Αυγούστου. Τα παραδείγματα είναι πολλά:
* Η ολοκλήρωση του κτηματολογίου, το οποίο μέχρι στιγμής καλύπτει μόλις το 27% της επιφάνειας, ενώ ο στόχος είναι να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2020.
* Η προώθηση των μεγάλων επενδύσεων, αλλά και η ολοκλήρωση του πλάνου των αποκρατικοποιήσεων και της αξιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου. Στις Βρυξέλλες επικρατεί η εκτίμηση ότι «για να έρθουν επενδύσεις στην Ελλάδα από το εξωτερικό, θα πρέπει να αρχίσουν να κατασκευάζονται κτήρια στο Ελληνικό και να αντιμετωπιστεί οριστικά το πρόβλημα που έχει προκύψει στη Χαλκιδική». Με αυτή τη φράση επιμένουν ότι σε αυτή τη φάση θα πρέπει να υπάρξουν συγκεκριμένα και απτά στοιχεία ότι η Ελλάδα είναι πρόθυμη να προωθήσει τις επενδύσεις. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταφοράς των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου στο νέο Υπερταμείο. Το θέμα αυτό που ήδη προκαλεί αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας (σ.σ.: με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων στο μετρό) θεωρείται κεντρικό ζήτημα για τους δανειστές. Στις Βρυξέλλες επιμένουν ότι η ένταξη επιχειρήσεων του Δημοσίου στο Υπερταμείο δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση και υποχρέωση πώλησής τους. Ωστόσο, θέλουν να δημιουργηθεί ένα «τείχος» ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και στις δημόσιες επιχειρήσεις.
* Η ολοκλήρωση του προγράμματος διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων, κάτι που προφανώς δεν θα έχει γίνει μέσα στο επόμενο 9μηνο. Η μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον μέσο όρο της Ευρωζώνης, αλλά και η διασφάλιση των πιστωτών ώστε να γνωρίζουν ότι θα αποζημιωθούν σε περίπτωση μη εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων, αποτελεί προτεραιότητα και έτσι εξηγείται και η επιμονή από την πλευρά των θεσμών στο να λειτουργήσει άμεσα το πλαίσιο των πλειστηριασμών, αλλά και στο να εφαρμοστεί σωστά το νομοθετικό πλαίσιο για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και το νέο πτωχευτικό δίκαιο. Θεωρείται δεδομένο ότι και μετά το τέλος του 3ου μνημονίου θα ζητηθούν εγγυήσεις ώστε να μην «ατονήσουν» οι προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση.
* Η περαιτέρω ενίσχυση των Ανεξάρτητων Αρχών της χώρας με ιδιαίτερο βάρος να δίδεται στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, στην Ελληνική Στατιστική Αρχή κ.ά. Στις τάξεις των θεσμών επικρατεί η άποψη ότι ειδικά η ΑΑΔΕ θα πρέπει να ισχυροποιηθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε οι φορολογούμενοι να φοβούνται για τις συνέπειες που θα υποστούν σε περίπτωση που εντοπιστούν να φοροδιαφεύγουν.
* Ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα. Ο κανόνας συγκεκριμένων προσλήψεων σε σχέση με τις αποχωρήσεις λόγω συνταξιοδότησης θεωρείται απαραίτητο να εφαρμοστεί και στο μέλλον, με τους δανειστές να αναγνωρίζουν πάντως ότι το «κατόρθωμα» της Ελλάδας να μειώσει το προσωπικό της κατά 25% δεν έχει καταγραφεί σε καμία χώρα στον κόσμο. Εκτός από τη διατήρηση του μισθολογικού κόστους στα προϋπολογισμένα επίπεδα, οι δανειστές θα αξιώσουν να υλοποιηθούν αλλαγές όπως η αξιολόγηση, η κινητικότητα κ.λπ.
«Αποκατάσταση των αδικιών»
Ως «σταθερή επιδίωξη» της κυβέρνησης, για «να αποκατασταθούν οι αδικίες που προκάλεσε η επιθετική λιτότητα τα χρόνια της κρίσης», περιέγραψε ο εκπρόσωπός της Δημήτρης Τζανακόπουλος τη χορήγηση του λεγόμενου κοινωνικού μερίσματος, η συζήτηση και ψήφιση του οποίου έχει προγραμματισθεί να γίνει εντός της εβδομάδας στη Βουλή.
«Τόσο πέρυσι όσο και φέτος η απόδοση προς τους πολίτες που έχουν πραγματικά ανάγκη,ενός ποσού που ξεπερνά αθροιστικά τα 2 δισ. ευρώ, είναι μια έμπρακτη απόδειξη της παραπάνω θέσης» υποστήριξε ο κ. Τζανακόπουλος και σημείωσε πως «η χώρα βαδίζει με σταθερό βήμα έξω από τη σκληρή περίοδο των μνημονίων, η οικονομία κινείται με σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης... αυτή η πορεία συνεχίζεται και έχει ορόσημο το τέλος των μνημονίων και της ασφυκτικής επιτροπείας τον ερχόμενο Αύγουστο».
Απορρίπτοντας την κριτική της αντιπολίτευσης, περί υπερφορολόγησης, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υποστήριξε ότι «πρόκειται για μια κριτική σκόπιμα υποκριτική που ξεχνά τις προβλέψεις και τους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων που είχαν συμφωνήσει Σαμαράς-Βενιζέλος, για το 2016 4,5% και για το 2017 4,2% του ΑΕΠ. Οι αντίστοιχοι στόχοι του τρίτου προγράμματος είναι 0,5% και 1,75% του ΑΕΠ... Χωρίς την πολιτική αλλαγή του 2015 θα είχαμε και μια σκληρότερη δημοσιονομική προσαρμογή ακραίας λιτότητας με περισσότερους φόρους και περικοπές και κανένα μέρισμα, καθώς οι στόχοι του 4,5% της Ν.Δ. ήταν δυσθεώρητοι».
Ο κ. Τζανακόπουλος αναγνώρισε ότι είναι «θετικό που η Ν.Δ. δεν επαναλαμβάνει το ατόπημα του 2016» και θα ψηφίσει τώρα για την απόδοση του κοινωνικού μερίσματος, αλλά κατηγόρησε τον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη ότι «θέλει στην πραγματικότητα να εφαρμόσει το οικονομικό πρόγραμμα της Θάτσερ και του Πινοσέτ στην Ελλάδα. Ευτυχώς δεν θα έχει την ευκαιρία του».
3 δεσμεύσεις για τη μετά το μνημόνιο εποχή
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Να μην υπάρξει υπαναχώρηση από την ελληνική πλευρά στις κρίσιμες μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των μνημονιακών ετών. Οι δανειστές δίνουν ιδιαίτερο βάρος στη φορολογική μεταρρύθμιση, στο ασφαλιστικό, αλλά και στις παρεμβάσεις που έγιναν (ή θα γίνουν, καθώς υπάρχουν ακόμη ορισμένες εκκρεμότητες) στα εργασιακά.
ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑΤΑ
Εκτέλεση των προϋπολογισμών με βάση τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους. Ήδη από τον περασμένο Ιούνιο έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο ολοκλήρωσης της 2ης αξιολόγησης ότι η Ελλάδα θα πρέπει να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για την περίοδο μέχρι και το 2022, ενώ από το συγκεκριμένο έτος και μετά ο πήχης του πρωτογενούς πλεονάσματος κατεβαίνει στο «τουλάχιστον 2%», όπως ορίζει το κείμενο της συμφωνίας του περασμένου Ιουνίου.
ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ
Ολοκλήρωση του κτηματολογίου μέχρι το τέλος του 2020, προώθηση των μεγάλων επενδύσεων και ολοκλήρωση του πλάνου των αποκρατικοποιήσεων, αλλά και της αξιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου.
Επίσης, ολοκλήρωση του προγράμματος διαχείρισης των κόκκινων δανείων, περαιτέρω ενίσχυση των ανεξάρτητων αρχών της χώρας και εκσυγχρονισμός του δημοσίου τομέα.
3 εναλλακτικές για τη χρηματοδότηση
ΚΑΘΑΡΗ ΕΞΟΔΟΣ
Η Ελλάδα θα κληθεί να αντλήσει από τις αγορές τα απαιτούμενα κεφάλαια για την εξυπηρέτηση του χρέους της χωρίς κάποιο «μαξιλάρι ασφαλείας» από την πλευρά των ευρωπαϊκών θεσμών. Το να μείνει η Ελλάδα αβοήθητη την επόμενη ημέρα του 3ου μνημονίου δεν φαντάζει ιδιαίτερα πιθανό αυτή τη στιγμή, καθώς και οι Ευρωπαίοι θέλουν να διασφαλίσουν ότι δεν θα επαναληφθούν τα φαινόμενα του 2010 όταν οι αγορές αρνήθηκαν να δανείσουν την Ελλάδα και την έστειλαν στα μνημόνια.
ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΣΤΗΡΙΞΗΣ
Ένα «κεφάλαιο» θα είναι διαθέσιμο για την Ελλάδα στους λογαριασμούς του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης, το οποίο θα διατεθεί σε περίπτωση που δεν καταστεί εφικτός ο δανεισμός μέσω των αγορών. Αυτό το σενάριο ενδεχομένως να προϋποθέτει την υπογραφή σύμβασης με τον ESM, κάτι που θα παραπέμπει ευθέως σε «μνημόνιο».
ΣΤΗΡΙΞΗ ΜΕ ΕΠΟΠΤΕΙΑ
Η Ελλάδα θα στηριχτεί μέσα από τα αναπτυξιακά προγράμματα της Ε.Ε.
(το λεγόμενο SixPack και το TwoPack) στο πλαίσιο όμως μιας μεταπρογραμματικής εποπτείας. Πρόβλεψη για εποπτεία μετά το πρόγραμμα υπάρχει άλλωστε και στον κανονισμό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.