Καλή «ψαριά» βγάζει το 2017 για τον κλάδο της εγχώριας ιχθυοκαλλιέργειας, με τις εκτιμήσεις του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών, όπως παρουσιάζονται στην 3η ετήσια έκθεσή του, να αναφέρουν ότι η φετινή παραγωγή θα ανέλθει στους 110.000 τόνους, αξίας άνω των 590 εκατ. ευρώ, αυξημένη κατά περίπου 5% έναντι του 2016.
Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Καλή «ψαριά» βγάζει το 2017 για τον κλάδο της εγχώριας ιχθυοκαλλιέργειας, με τις εκτιμήσεις του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών, όπως παρουσιάζονται στην 3η ετήσια έκθεσή του, να αναφέρουν ότι η φετινή παραγωγή θα ανέλθει στους 110.000 τόνους, αξίας άνω των 590 εκατ. ευρώ, αυξημένη κατά περίπου 5% έναντι του 2016.
Αναλυτικότερα, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, «το 2016 σφραγίστηκε μια τετραετής περίοδος προσαρμογής, ενώ το 2017 φαίνεται να επαναφέρει τον κλάδο σε τροχιά ανάπτυξης».
Το 2016 η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε σε 105.000 τόνους, αξίας σχεδόν 553 εκατ. ευρώ, ενώ φέτος λόγω της αυξημένης τοποθέτησης γόνου τον προηγούμενο χρόνο καταγράφεται σημαντική βελτίωση. Σε σχέση με το προηγούμενο έτος καταγράφεται αύξηση της παραγωγής σχεδόν 5%, ρυθμός ο οποίος αναμένεται να διατηρηθεί και για την επόμενη πενταετία. Ταυτόχρονα, η τοποθέτηση γόνου «δείχνει» περαιτέρω αύξηση και για το 2018 σε περίπου 117.000 τόνους.
Σταθερά αυξητική τάση καταγράφεται και στην παραγωγή νέων ειδών, τα οποία αν και αντιπροσωπεύουν μόλις το 2,6% του όγκου παραγωγής θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας της χώρας, τα τελευταία χρόνια εμφανίζουν ενισχυμένη καταναλωτική ζήτηση. Το 2016 εκτιμάται ότι παρήχθησαν συνολικά περίπου 2.800 τόνοι, ήτοι 4,5% περισσότερο σε σχέση με το 2015. Από τα νέα είδη, ο κρανιός και το φαγκρί κατέχουν τα μεγαλύτερα μερίδια παραγωγής με 46% και 45% αντίστοιχα, ενώ ακολουθεί το μυτάκι με 9%. Το 2017 αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω η παραγωγή τους σχεδόν κατά 10% και να ξεπεράσει τους 3.000 τόνους. Να σημειωθεί ότι σήμερα δραστηριοποιούνται στον κλάδο συνολικά 63 επιχειρήσεις με 366 μονάδες σε όλη την Ελλάδα.
Εξαγωγές
Όσον αφορά τις εξαγωγές, κατά την περσινή χρονιά αυξήθηκαν κατά 17% σε σχέση με το προηγούμενο έτος και ανήλθαν στους 82.185 τόνους, αξίας 435 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου του 2017 καταγράφεται ήδη 14% επιπλέον αύξηση των εξαγωγών σε σχέση με το 2016.
Να σημειωθεί ότι το 95% των εξαγωγών διοχετεύεται σε αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το υπόλοιπο 5% σε όλες τις άλλες χώρες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2016 η τσιπούρα και το λαβράκι εξήχθησαν σε 32 χώρες εντός και εκτός της Ε.Ε. Οι κυριότερες αγορές της ιχθυοκαλλιέργειας στην Ε.Ε. είναι παραδοσιακά οι Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία καθώς απορροφούν συνολικά σχεδόν το 57% της ελληνικής παραγωγής.
Τιμές
Σε επίπεδο τιμών το 2016 ήταν βελτιωμένες για το λαβράκι, όχι όμως και για την τσιπούρα. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου 2017 παρατηρείται η ίδια τάση, δηλαδή πίεση στις τιμές της τσιπούρας, αλλά βελτίωση στην τιμή λαβρακιού.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η μέση τιμή πώλησης της τσιπούρας ανήλθε το 2016 στα 5,06 ευρώ/κιλό, παρουσιάζοντας μείωση 7,3% σε σχέση με το 2015, ενώ για το λαβράκι η μέση τιμή πώλησης κυμάνθηκε στα 5,53 ευρώ/κιλό, αυξημένη κατά 3,2% σε σχέση με το 2015.
Ανταγωνισμός
Ο ανταγωνισμός από τρίτες χώρες εξακολουθεί να γίνεται όλο και πιο έντονος για τις ελληνικές επιχειρήσεις, ιδίως από την Τουρκία η οποία αυξάνει διαρκώς την παραγωγή της, με αποτέλεσμα το 2016 να καταγραφεί η μεγαλύτερη διαφορά στην τιμή πώλησης μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών προϊόντων, ιδίως στην τσιπούρα. Το κύριο αίτιο γι’ αυτήν την εξέλιξη ήταν η πολιτική αστάθεια στη γείτονα χώρα το δεύτερο εξάμηνο του 2016, η οποία οδήγησε στην κατακόρυφη πτώση του τουρισμού και στη συνεπαγόμενη μείωση της εγχώριας κατανάλωσης.
Ως αποτέλεσμα μεγάλες ποσότητες ψαριών διοχετεύθηκαν σε άλλες αγορές ασκώντας έντονες πιέσεις στην τιμή πώλησης του προϊόντος.
8 μνηστήρες για Νηρέα-Σελόντα
Το 2016 σηματοδοτήθηκε και από την είσοδο ξένων επενδυτών στον χώρο της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας με την εξαγορά της Ανδρομέδα από το αμερικανικό fund Amera Capital Management, αλλά και το έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον και για τις δύο ισχυρές εταιρείες Νηρεύς και Σελόντα. Στη φετινή χρονιά στο επίκεντρο βρίσκεται η πώληση των δύο εταιρειών. Αναφορικά με τη διαγωνιστική διαδικασία συνεχίζεται, με τα οχτώ επενδυτικά funds που πέρασαν στη δεύτερη φάση να έχουν αποκτήσει πρόσβαση στα δεδομένα του virtual data room. Η προθεσμία κατάθεσης των δεσμευτικών προσφορών τοποθετείται περί τα μέσα Δεκεμβρίου, με πιθανή ημερομηνία τη 13η Δεκεμβρίου. Υπενθυμίζεται ότι στην πρώτη φάση εξετάστηκαν δώδεκα μη δεσμευτικές προσφορές, εκ των οποίων οι οχτώ πέρασαν στη δεύτερη. Σύμφωνα με πληροφορίες, τα ενδιαφερόμενα fund της δεύτερη φάσης είναι Amerra Capital, Oaktree, Όμιλος Duet, Pontos Aqua Fund, American Charter House, HIG Capital και Diorasis International.