Αδυναμίες στην ανάλυση κινδύνων, στην οποία βασίστηκε η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών το 2013, και αναποτελεσματικές ρυθμίσεις στον σχεδιασμό των μεταγενέστερων ανακεφαλαιοποιήσεων εντοπίζει το Ελεγκτικό Συνέδριο της Κομισιόν στην Έκθεσή του για την ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση. Το ΤΧΣ, όπως αναφέρει η Έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ) που δημοσιεύτηκε χθες, διοχέτευσε στις ελληνικές τράπεζες 45,4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων, λόγω λάθος χειρισμών και αποφάσεων, ανακτήσιμα είναι μόλις τα 5,7 δισ. ευρώ!
Από την έντυπη έκδοση
Της Νένας Μαλλιάρα
[email protected]
Αδυναμίες στην ανάλυση κινδύνων, στην οποία βασίστηκε η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών το 2013, και αναποτελεσματικές ρυθμίσεις στον σχεδιασμό των μεταγενέστερων ανακεφαλαιοποιήσεων εντοπίζει το Ελεγκτικό Συνέδριο της Κομισιόν στην Έκθεσή του για την ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση. Το ΤΧΣ, όπως αναφέρει η Έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ) που δημοσιεύτηκε χθες, διοχέτευσε στις ελληνικές τράπεζες 45,4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων, λόγω λάθος χειρισμών και αποφάσεων, ανακτήσιμα είναι μόλις τα 5,7 δισ. ευρώ!
Σύμφωνα με την Έκθεση, οι μεταρρυθμίσεις που συντελέστηκαν στον χρηματοπιστωτικό τομέα διασφάλισαν τη βραχυπρόθεσμη σταθερότητα του κλάδου, αλλά ορισμένες διαρθρωτικές αδυναμίες δεν αντιμετωπίστηκαν κατά τρόπο διεξοδικό ή περιλήφθηκαν στο πρόγραμμα με καθυστέρηση (π.χ. η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η εταιρική διακυβέρνηση). Τα μέτρα, αναφέρεται, ήταν διεξοδικότερα στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος, ενώ γενικά η αλληλουχία ορισμένων μεταρρυθμίσεων δεν ήταν επαρκώς συντονισμένη. Ειδικά για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αναφέρεται ότι από 5,5% το 2008 και 7% το 2009 έφτασαν το 2016 στο 45,9% του συνόλου των χορηγήσεων, εννέα φορές υψηλότερα από το μέσο όρο στην Ε.Ε. (5,1%).
Αναφορικά με το ΤΧΣ και τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, το Ελεγκτικό Συνέδριο επισημαίνει ως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αρνήθηκε να μετάσχει στην έρευνα του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου («οι πληροφορίες που μας παρείχε ήταν ανεπαρκείς ως αποδεικτικά στοιχεία αναγκαία για την εκτέλεση των ελεγκτικών εργασιών μας»), μη αναγνωρίζοντας την αρμοδιότητά του. Όπως σχολιάζει επικριτικά το ΕΕΣ, οι όροι του δεύτερου και του τρίτου προγράμματος επέτρεπαν τη χρήση του ΤΧΣ μόνο ως ύστατη πηγή στήριξης των ανακεφαλαιοποιήσεων του 2014 και του 2015. «Αυτό σήμαινε ότι το ΤΧΣ δεν μπορούσε να συμμετάσχει στις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών σε περίπτωση ενδιαφέροντος από ιδιώτες επενδυτές. Επομένως, κατά τη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης, ασκήθηκαν σημαντικές πιέσεις στις τιμές των μετοχών, με αποτέλεσμα τη σημαντική ποσοστιαία απομείωση της συμμετοχής του ΤΧΣ, το οποίο ήταν ήδη πλειοψηφικός μέτοχος των τραπεζών μετά την ανακεφαλαιοποίηση του 2013», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Στην ίδια βάση τονίζεται πως, συνολικά, μόνο ένα ελάχιστο μέρος των αναμενόμενων ζημιών θα μπορούσε δυνητικά να ανακτηθεί σε βάθος χρόνου από πιθανή αύξηση της τιμής των μετοχών των συστημικών τραπεζών, και τα περισσότερα κεφάλαια του προγράμματος για τις εγχώριες τράπεζες αναμένεται να παραμείνουν μέρος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας.
Επικριτικό είναι το ΕΕΣ και στο θέμα της διακυβέρνησης των τραπεζών, αναφέροντας ότι στο πρώτο και δεύτερο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας δεν προβλέφθηκαν όροι για τη βελτίωση της αδύναμης διακυβέρνησης των τραπεζών. Έτσι, όπως αναφέρεται στην Έκθεση, «τραπεζίτες που λάμβαναν δάνεια από τις τράπεζές τους με όρους ευνοϊκότερους από εκείνους της αγοράς, δεν αντικαταστάθηκαν. Επιπλέον, όπως επισημαίνεται, οι ιδιοκτησιακές μεταβολές, που οδήγησαν το 2013 στη σχεδόν πλήρη εθνικοποίηση του εγχώριου τραπεζικού κλάδου, δεν συνοδεύθηκαν από αντίστοιχες αλλαγές στα περισσότερα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών. Συγκεκριμένα, σε ορισμένες περιπτώσεις η διοίκηση παρέμεινε στους ιστορικούς μετόχους και το ΤΧΣ δεν είχε δικαίωμα να την αξιολογήσει από άποψη πείρας, φήμης και ανεξαρτησίας».
Το ΕΕΣ διαπιστώνει ασυνέχεια στο ΤΧΣ και αδιαφάνεια στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Το πρώτο πρόγραμμα -αναφέρεται- δεν εξασφάλιζε αυξημένη ανεξαρτησία από τις αρχές, ενώ οι λύσεις που προτείνονταν στο δεύτερο και το τρίτο πρόγραμμα δεν διασφάλιζαν επαρκώς την αποδοτική διάκριση αρμοδιοτήτων και εξουσιών μεταξύ των δύο οργάνων λήψης αποφάσεων (Εκτελεστική Επιτροπή, Γενικό Συμβούλιο).