Τα στοιχεία των καταθέσεων του φορολογουμένου στις ελληνικές τράπεζες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «συμπληρωματικά στοιχεία» που αποδεικνύουν απόκρυψη εισοδήματος και να ενεργοποιήσουν τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που προβλέπουν ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η προθεσμία παραγραφής παρατείνεται από τα 5 στα 10 έτη, ώστε να προκαλέσουν έναρξη φορολογικού ελέγχου ή επανελέγχου μετά την πάροδο της 5ετούς περιόδου παραγραφής του ελεγκτικού δικαιώματος του Δημοσίου.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Τα στοιχεία των καταθέσεων του φορολογουμένου στις ελληνικές τράπεζες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «συμπληρωματικά στοιχεία» που αποδεικνύουν απόκρυψη εισοδήματος και να ενεργοποιήσουν τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που προβλέπουν ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η προθεσμία παραγραφής παρατείνεται από τα 5 στα 10 έτη, ώστε να προκαλέσουν έναρξη φορολογικού ελέγχου ή επανελέγχου μετά την πάροδο της 5ετούς περιόδου παραγραφής του ελεγκτικού δικαιώματος του Δημοσίου.
Στην απόφαση αυτή κατέληξε πρόσφατα το Συμβούλιο της Επικρατείας, ανάβοντας το «πράσινο φως» για την παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να ελέγξει μεγάλο αριθμό υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος των ετών 2006-2010. Ωστόσο το δικαίωμα του Δημοσίου να ελέγξει υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος των ετών 2006-2010 που αφορούν φυσικά πρόσωπα συμπεριληφθέντα στις λίστες μεγαλοκαταθετών του εξωτερικού (λίστες «Λαγκάρντ», «Μπόργιανς» κ.λπ.) δεν παραγράφεται με τη συγκεκριμένη απόφαση του ΣτΕ.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δέχτηκε, ειδικότερα, ότι τα στοιχεία των τραπεζικών καταθέσεων του φορολογουμένου στις ελληνικές τράπεζες ευρίσκονταν ανά πάσα στιγμή στη διάθεση του φορολογικού ελέγχου ή, τουλάχιστον, ο φορολογικός έλεγχος μπορούσε ανά πάσα στιγμή να λάβει γνώση αυτών. Για τον λόγο αυτό, τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως στοιχεία, τα οποία δεν είχε, ούτε μπορούσε να έχει δικαιολογημένα στη διάθεσή της η φορολογική αρχή κατά τον αρχικό έλεγχο ή την αρχική φορολογική εγγραφή. Ως εκ τούτου, τα στοιχεία των τραπεζικών καταθέσεων, ανεξαρτήτως του εάν στοιχειοθετούν την απόκτηση μη δηλωθέντος φορολογητέου εισοδήματος, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικά» φορολογικά στοιχεία ώστε να ισχύσει η διάταξη του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση ύπαρξης τέτοιων στοιχείων, είναι δυνατή η διενέργεια φορολογικού ελέγχου ή επανελέγχου και μετά την πάροδο της 5ετούς περιόδου παραγραφής του σχετικού δικαιώματος του Δημοσίου, με την έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου και την παράταση της περιόδου παραγραφής στα 10 έτη.
Βάσει αυτής της απόφασης του ΣτΕ, δεν επιτρέπεται πλέον να διενεργηθούν φορολογικοί έλεγχοι με διασταυρώσεις στοιχείων ανάμεσα σε κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών στην Ελλάδα και σε δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος Ελλήνων πολιτών για όλα τα έτη πριν το 2011 καθώς τα στοιχεία των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών τους δεν θεωρούνται «συμπληρωματικά» και έτσι δεν είναι πλέον νόμιμη η παράταση της περιόδου παραγραφής των αξιώσεων του Δημοσίου από 5ετία σε 10ετία.
Θωρούνται συμπληρωματικά στοιχεία
Ωστόσο, όπως επεσήμαναν στη «Ν» αρμόδιες πηγές, η απόφαση αυτή του ΣτΕ δεν θέτει υπό καμία αμφισβήτηση το δικαίωμα του Δημοσίου να ελέγξει υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος των ετών 2006-2010 για φυσικά πρόσωπα για τα οποία έχει στη διάθεσή του στοιχεία κινήσεων λογαριασμών του εξωτερικού, προερχόμενα από τις λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς. Το δικαίωμα ελέγχου των συγκεκριμένων υποθέσεων παραμένει «ζωντανό», δεδομένου ότι τα στοιχεία των ξένων αυτών λογαριασμών μπορούν να θεωρηθούν «συμπληρωματικά», καθώς, πράγματι, δεν υπήρχαν στη διάθεση των ελληνικών φορολογικών αρχών κατά την κανονική 5ετή περίοδο παραγραφής, αλλά έγιναν γνωστά μετά την πάροδο της 5ετίας. Μάλιστα, τα περισσότερα έσοδα που αναμένει το Δημόσιο από τη διενέργεια φορολογικών ελέγχων με διασταυρώσεις ανάμεσα σε δεδομένα τραπεζικών λογαριασμών και φορολογικών δηλώσεων αναμένεται να προέλθουν απ’ αυτές τις δύο μεγάλες λίστες.
Η λίστα μαμούθ
Δεν μπορούν πλέον να ελεγχθούν για τα εισοδήματα που απέκρυψαν κατά τα έτη μέχρι και το 2010 οι φορολογούμενοι με κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών άνω των 300.000 ευρώ την περίοδο 2000-2012, που περιλαμβάνονται σε λίστα-μαμούθ 65 ψηφιακών δίσκων (CD), την οποία ερευνούν εδώ και 4 χρόνια οι Οικονομικοί Εισαγγελείς, σε συνεργασία με τα 2 μεγάλα Ελεγκτικά Κέντρα και τις ΔΟΥ. Η λίστα αυτή περιέχει αναλυτικά στοιχεία για αναλήψεις και καταθέσεις συνολικού ύψους άνω των 300.000 ευρώ που πραγματοποιήθηκαν σε ένα ή περισσότερα έτη της περιόδου 2000-2012 και σε λογαριασμούς που τηρούν σε ελληνικές τράπεζες πάνω από 1,3 εκατ. Έλληνες φορολογούμενοι. Τα στοιχεία αυτά παραδόθηκαν το 2012 στους οικονομικούς εισαγγελείς για να διασταυρωθούν με τα ποσά που δήλωσαν οι φορολογούμενοι αυτοί στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των αντιστοίχων ετών. Όμως, μετά την προαναφερθείσα απόφαση του ΣτΕ, τα μόνα έτη για τα οποία μπορούν να ελεγχθούν πλέον οι φορολογούμενοι της τεράστιας αυτής λίστας είναι το 2011 και το 2012.
Σεβαστή η απόφαση
Σχετικά με τη νέα αυτή απόφαση του ΣτΕ, ο διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων Γ. Πιτσιλής ανέφερε χθες σε συνέδριο στη Θεσσαλονίκη ότι δεν θα ήθελε να κάνει κάποιο σχόλιο πριν οι αρμόδιες υπηρεσίες δουν το πλήρες κείμενο. Επεσήμανε, ωστόσο, ότι οι διαδικασίες των ελέγχων θα επανασχεδιαστούν κι ότι σε κάθε περίπτωση οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης είναι σεβαστές. Στο πλαίσιο αυτό, όπως αποκάλυψε ο κ. Πιτσιλής, πρόκειται να εκδοθεί νέα εγκύκλιος, με διευκρινίσεις σχετικά με το τι ακριβώς συνιστά «προσαύξηση περιουσίας», ώστε να αποσαφηνιστούν οι ερμηνευτικοί κανόνες που πρέπει να εφαρμόζονται στους σχετικούς φορολογικούς ελέγχους, υπό το φως της νομολογίας και να υπάρχουν σαφείς κατευθύνσεις για δικαιότερους ελέγχους.