Δεν έχει αποκατασταθεί εκείνη η εμπιστοσύνη της οικονομίας από την οποία εξαρτώνται οι πραγματικά παραγωγικές επενδύσεις, εκτιμά το στην τριμηνιαία έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, σημειώνοντας ότι ο κρατικός μηχανισμός με το τωρινό νομικό σύστημα εξακολουθεί να φέρνει εμπόδια σε μεγάλα επενδυτικά σχέδια. Συνοπτικά, οι βραχυχρόνιες εξελίξεις είναι μεν ενθαρρυντικές, αλλά η μακροχρόνια αναπτυξιακή προοπτική παραμένει αμφίβολη όσο καιρό δεν αλλάζουν βασικές δομές και θεσμοί της χώρας.
Δεν έχει αποκατασταθεί εκείνη η εμπιστοσύνη της οικονομίας από την οποία εξαρτώνται οι πραγματικά παραγωγικές επενδύσεις, εκτιμά το στην τριμηνιαία έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, σημειώνοντας ότι ο κρατικός μηχανισμός με το τωρινό νομικό σύστημα εξακολουθεί να φέρνει εμπόδια σε μεγάλα επενδυτικά σχέδια.
Παρατηρεί συνοπτικά ότι οι βραχυχρόνιες εξελίξεις είναι μεν ενθαρρυντικές, αλλά η μακροχρόνια αναπτυξιακή προοπτική παραμένει αμφίβολη όσο καιρό δεν αλλάζουν βασικές δομές και θεσμοί της χώρας.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση για την περίοδο Ιουλίου - Σεπτεμβρίου, η ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτεί παραγωγικές επενδύσεις στην οικονομία εξακολουθεί να περιορίζεται από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια («κόκκινα δάνεια»).
Παρότι αναγνωρίζει ότι ορισμένες μεταρρυθμίσεις υλοποιούνται, γενικά διαπιστώνει βραδύτητα. «Συναφώς, κρίσιμες αποφάσεις έχουν μετατεθεί για το 2018» και επισημαίνει ότι τότε θα κριθεί αν θα ενεργοποιηθούν νωρίτερα τα προβλεπόμενα για το 2019 -2020 μέτρα (περικοπές στις 11 συντάξεις και μείωση του αφορολόγητου), υπογραμμίζοντας την ανησυχία που προκαλούν τα έσοδα από τη φορολογία.
Σε ό,τι αφορά το χρέος το Γρ. Προϋπολογισμού προειδοποιεί στην έκθεσή του ότι «η ελάφρυνση είναι αναγκαία όχι τόσο γιατί σήμερα η επιβάρυνση του προϋπολογισμού για πληρωμή τόκων είναι δύσκολα διαχειρίσιμη (όπως δείχνει η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα), αλλά και διότι θα εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη μετά το 2021» και προσθέτει μάλιστα ότι «χωρίς σοβαρή ελάφρυνση, η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει».
Γενικότερα το γ' τρίμηνο, όπως χαρακτηρίζεται στην έκθεση, ήταν «τρίμηνο εξομάλυνσης» των σχέσεων με τους θεσμούς και η αρχή έγινε, σύμφωνα με το Γραφείο, με την ολοκλήρωση της δύσκολης δεύτερης αξιολόγησης και τη συμφωνία για «συμπληρωματικό μνημόνιο» του Ιουνίου 2017 και την κατάθεση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής (ΜΠΔΠ 2018-2021).
Σχολιάζει πως «θα ήταν βέβαια ασφαλέστερο να είχαν συμβεί όλα αυτά νωρίτερα» και προειδοποιεί ότι η εξομάλυνση αυτή μπορεί να αποδειχθεί πρόσκαιρη αν υπάρξουν δυσκολίες στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων.
Αναφορικά με τον στόχο της κυβέρνησης για «καθαρή έξοδο στις αγορές», σχολιάζει ότι πρόκειται για ένα θεμιτό στόχο γιατί, αν επιτευχθεί, θα έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, το τέλος της αυστηρής και σε βάθος εποπτείας που συνοδεύει τα μνημόνια, ενώ θα ανοίξει και τον δρόμο για ελάφρυνση του χρέους.
Υπενθυμίζει ότι, ακόμα και μια «καθαρή» έξοδος στις αγορές δεν συνεπάγεται και έξοδο από κάθε επιτήρηση, καθώς και τη δέσμευση της Ελλάδας σε σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018 (πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020 συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ).
Χαρακτηρίζει μάλλον ανέφικτα τα πρωτογενή πλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί έως το 2060 και σχολιάζει ότι «βέβαια μπορεί να διευρυνθεί ο λεγόμενος «δημοσιονομικός χώρος», ουσιαστικά δηλαδή να χαλαρώσει η περιοριστική πολιτική προσαρμογής, αν αναθεωρηθούν οι δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά αυτό δεν είναι διόλου βέβαιο».
Ειδικότερα για τα πλεονάσματα παρατηρεί σε άλλο σημείο της έκθεσης ότι «δεν συνιστούμε εμμονή στον στόχο της υπέρβασης των προβλεπόμενων από τις συμφωνίες με τους θεσμούς πρωτογενών πλεονασμάτων. Θεωρούμε ότι συνολικά «πνίγουν» την ανάπτυξη καθώς στηρίζονται κυρίως σε φόρους. Αν πάλι θεωρηθούν οι υπερβάσεις αναγκαίες τότε θα πρέπει πραγματικά να εξετασθεί ο τρόπος δικαιότερης αναδιανομής τους ώστε να ωφεληθούν αυτοί που το έχουν πραγματικά ανάγκη».
«Η πλήρης έξοδος στις αγορές, αν επιτευχθεί, θα έχει κόστος, το ύψος του οποίου θα εξαρτηθεί από τη στάση του ΔΝΤ (αν δηλαδή θα συμμετάσχει ως τότε στο ελληνικό πρόγραμμα ή αν θα αποχωρήσει χωρίς θόρυβο) και των ευρωπαϊκών θεσμών (μέσω κυρίως της ελάφρυνσης στην εξυπηρέτηση του χρέους)» αναφέρει η έκθεση.
Συστάσεις
Το Γραφείο Προϋπολογισμού, προχωρά σε μία σειρά συστάσεων στην κυβέρνηση:
Σοβαρές επενδυτικές αποφάσεις εξαρτώνται, μεταξύ άλλων, από την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος (όπου ένα πρώτο βήμα έγινε με την πρόβλεψη στον αναπτυξιακό νόμο ότι επενδύσεις που υπάγονται σε αυτόν δεν θα φοβούνται αλλαγές για μια δεκαετία), τη χωροταξία που θα βελτίωνε την προβλεψιμότητα της ρυθμιστικής πολιτικής και την αποτελεσματικότερη Δημόσια Διοίκηση.
Ζητεί να γίνουν πολλά ακόμα ώστε να περιορισθούν δραστικότερα οι πελατειακές πρακτικές. «Σε αυτό το θέμα δεν χωρούν ημίμετρα ούτε αμφισημίες» σημειώνει.