Η αγορά εταιρικών ομολόγων, τα προβλήματα που ξεπέρασαν αλλά όσα και καλούνται να αντιμετωπίσουν οι εταιρείες του Συνδέσμου Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, καθώς και η νέα πραγματικότητα που θα διαμορφωθεί με τη MiFID II είναι κάποια από τα θέματα για τα οποία μιλάει στη «Ν» ο πρόεδρος του ΣΕΠΕΥ Γιάννης Πολυχρονίου.
Από την έντυπη έκδοση
Στην Ιουλία Ζαφόλια
[email protected]
Η αγορά εταιρικών ομολόγων, τα προβλήματα που ξεπέρασαν αλλά όσα και καλούνται να αντιμετωπίσουν οι εταιρείες του Συνδέσμου Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, καθώς και η νέα πραγματικότητα που θα διαμορφωθεί με τη MiFID II είναι κάποια από τα θέματα για τα οποία μιλάει στη «Ν» ο πρόεδρος του ΣΕΠΕΥ Γιάννης Πολυχρονίου.
Εκπροσωπεί έναν κλάδο που από κάποιες χιλιάδες μέλη -την εποχή της χρηματιστηριακής φρενίτιδας- σήμερα απαρτίζεται από 39 εταιρείες, οι οποίες ωστόσο λειτουργούν εντός συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου που ελέγχεται πλήρως ως προς τη διαφάνεια και τις διαδικασίες. Αφορμή για τη συνέντευξη του προέδρου του ΣΕΠΕΥ (πρώην Σύνδεσμος Εταιρειών Διαμεσολαβητικών Υπηρεσιών Κινητών Αξιών -ΣΕΔΥΚΑ) Γιάννη Πολυχρονίου αποτέλεσε η πρόσφατη ανακοίνωση εκπροσώπων του Χρηματιστηρίου περί δημιουργίας ενός δείκτη που θα περιλαμβάνει τίτλους εταιρειών οι οποίες είναι σταθερές σε διανομή μερίσματος ή επιστροφή κεφαλαίου προς τους μετόχους. Περίπου προ έτους ο κ. Πολυχρονίου είχε αναφερθεί δημοσίως σε αυτό το ενδεχόμενο και τα οφέλη που θα προέκυπταν για τις εταιρείες, αλλά και την επενδυτική κοινότητα εν γένει. Πέραν αυτού, ο κ. Πολυχρονίου μιλάει για την εικόνα που σήμερα παρουσιάζει ο κλάδος, αποκλείει -σε αυτή τουλάχιστον τη φάση- «συνένωση» με τον ΣΜΕΧΑ και τάσσεται με το μέρος όλων των παραγόντων της αγοράς σε ό,τι αφορά την περαιτέρω ανάπτυξη της αγοράς εταιρικών ομολόγων, αλλά και των λοιπών νέων εργαλείων χρηματοδότησης.
Μόλις πριν από λίγες ημέρες, ο εκπρόσωπος του οίκου FTSE αλλά και στελέχη του Χρηματιστηρίου Αθηνών «ανακοίνωσαν» τη δημιουργία ενός νέου δείκτη, που θα περιλαμβάνει τίτλους εταιρειών οι οποίες δίνουν σταθερά μέρισμα ή επιστροφή κεφαλαίου. Οι ακριβείς προϋποθέσεις εισαγωγής στον δείκτη αυτόν δεν έχουν αποσαφηνιστεί ακόμα, θυμάμαι ωστόσο πως περίπου έναν χρόνο πριν εσείς μιλήσατε δημοσίως πρώτος για αυτή την ιδέα, επικαλούμενος αντίστοιχους δείκτες που επί σειρά ετών υφίστανται σε μεγάλες αγορές, όπως αυτή των ΗΠΑ. Θα ήθελα ένα σχόλιό σας τόσο για τη σχετική απόφαση του Χ.Α. όσο και για τη δική σας πρόταση.
«Η πρόταση αυτή έχει υποβληθεί προς το Χ.Α. από τον περασμένο Γενάρη. Έχω στείλει και σχετική λίστα των εταιρειών που πληρούν τα κριτήρια. Επίσης έχω παρουσιάσει στον Τύπο σχετικές λεπτομέρειες για το θέμα αυτό. Είναι ευχάριστο πως προχωράει το θέμα, αν και προχωρούν σε αργούς ρυθμούς. Ελπίζω πως θα υλοποιηθεί με τον τρόπο που έχουμε προτείνει και πως θα κληθούμε να λάβουμε γνώση πριν από την ανακοίνωσή του».
Εκπροσωπείτε έναν κλάδο που προ ετών αριθμούσε τετραψήφιο αριθμό μελών. Σήμερα πόσες είναι οι «μικρές» ΑΕΠΕΥ; Δώστε μας μία εικόνα του ρόλου που παίζουν στον χρηματιστηριακό χάρτη. Πόσες εταιρείες υφίστανται σήμερα, τί μερίδιο αγοράς κατέχουν, πού επικεντρώνουν τις εργασίες τους και πού «πάσχουν» ακόμα;
«Σήμερα απαριθμούμε 39 μέλη, όπου 30 είναι ΑΕΕΔ και 9 μικρές ΑΕΠΕΥ. Ο ρόλος τους είναι πολύ σημαντικός διότι αποτελούν τον “ομφάλιο λώρο” μεταξύ του ιδιώτη επενδυτή και του Χρηματιστηρίου. Το μερίδιο αγοράς ποικίλλει ανάλογα με την εποχή και παραδοσιακά κυμαίνεται μεταξύ του 20% και του 30% επί συνολικού τζίρου στο retail. Ο ΣΕΠΕΥ έχει επικεντρώσει την προσοχή του προς την επενδυτική υπηρεσία της παροχής επενδυτικών συμβουλών και τη διεθνοποίηση των χαρτοφυλακίων πελατών. Όμως, αφενός μεν τα capital controls που παραμένουν και αφετέρου το overregulation που θα επιφέρει η Mifid II, αποτελούν σοβαρά εμπόδια στην υλοποίηση των στόχων μας. Όπως διαμορφώσαμε το θεσμικό πλαίσιο, με τις “πινελιές” που προκάλεσε ο ΣΕΠΕΥ, οι εταιρείες αυτές απέκτησαν σημαντικά πλεονεκτήματα. Το μόνο αρνητικό είναι πως άργησαν σημαντικά αυτές οι αλλαγές και ήρθαν τη στιγμή που ο “ασθενής είναι στην εντατική”. Θα πρέπει λοιπόν πρώτα να σώσουμε τον ασθενή και μετά να κάνουμε σχέδια για το πόσο γρήγορα τρέχει. Φοβάμαι μόνο μήπως η “υπερσυνταγογράφηση” φαρμάκων σε επίπεδο εποπτείας, δεν τον βγάλει από εκεί».
Υπήρξαν ωστόσο και νομοθετικές ρυθμίσεις που «διευκόλυναν» τον τρόπο λειτουργίας αλλά και τις προϋποθέσεις ίδρυσης μίας ΑΕΕΔ. Τι ακριβώς συνέβη, ποιοι όροι άλλαξαν;
«Είναι γεγονός πως υπάρχουν σημαντικές αλλαγές. Είναι μία μορφή επενδυτικής εταιρείες που χρειάζεται 40.000 ευρώ μετοχικό κεφάλαιο, το οποίο δεν πρέπει να κατέλθει από τα 30.000 ευρώ ίδια κεφάλαια, θα συμμετέχει στο συνεγγυητικό ως δικαίωμα και όχι ως προϋπόθεση, θα διαθέτει συνδεδεμένους αντιπροσώπους (αυτά με την ενσωμάτωση της Mifid II), μπορεί να παρέχει τις επενδυτικές υπηρεσίες της λήψης και διαβίβασης εντολών και παροχής επενδυτικών συμβουλών, καθώς επίσης την πώληση ασφαλιστικών προϊόντων, Α/Κ κ.λπ.».
Η επικείμενη MiFID II φέρνει σειρά αλλαγών αλλά και επιβάρυνση κόστους για τις χρηματιστηριακές εταιρείες. Ο εγχώριος χάρτης χρηματιστηριακών εταιρειών έχει συρρικνωθεί ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια. Έχετε σκεφτεί την «ένωση», υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, με τον ΣΜΕΧΑ; Θα ωφελούσε μία τέτοια κίνηση και τις δύο πλευρές, δεδομένων των καταλυτικών αλλαγών που έρχονται όσον αφορά τη λειτουργία εταιρειών που παρέχουν επενδυτικές αλλά και διαμεσολαβητικές εργασίες;
«Η κρίση που βιώνουμε πράγματι έπληξε τόσο εμάς όσο και τον ΣΜΕΧΑ. Η Mifid II έρχεται ως κινούμενη λαιμητόμος πάνω από τα κεφάλια μας, με μόνη διαφορά πως εμείς χάνουμε μέλη αλλά εγγράφουμε και νέα. Θεωρώ πως τα προβλήματα είναι κοινά και πως θα έπρεπε να υπάρχει μία μεγαλύτερη συνεργασία. Κλασικό πλέον παράδειγμα αποτελεί η άριστη συνεργασία μας στο Δ.Σ. του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου, όπου κυριαρχούν η αποτελεσματικότητα, η αρμονία και η ομαδικότητα. Για ένωση δεν συζητάμε, διότι αφενός μεν δεν υπάρχουν ακόμη οι προϋποθέσεις και αφετέρου θα πρέπει να γίνει πρωτίστως μεγιστοποίηση της μεταξύ μας συνεργασίας και μετά να συζητήσουμε για επόμενα βήματα».
Νέα εργαλεία χρηματοδότησης, με κορυφαία έως σήμερα επιλογή τα εταιρικά ομόλογα. Ποια είναι η θέση του Συνδέσμου σε αυτό και με ποιον τρόπο μπορείτε να συνεισφέρετε στην ενίσχυση των νέων προϊόντων;
«Εδώ θα πρέπει πραγματικά να συγχαρούμε τη διοίκηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που άνοιξε αυτή την κατηγορία αγοράς. Είναι κάτι παραπάνω από σαφές πως αυτά τα εργαλεία χρηματοδότησης θα πρέπει να αναπτυχθούν. Στην Αμερική ο τραπεζικός δανεισμός αποτελεί μόλις το 20% επί του συνολικού δανεισμού των επιχειρήσεων και το υπόλοιπο αντλείται από το επενδυτικό κοινό. Αυτό καταδεικνύει το κενό που υπάρχει και η διαφορά αυτή θα πρέπει να μειωθεί. Από την πλευρά μας προωθούμε αυτή την κατηγορία προϊόντων και επιδιώκουμε να βοηθήσουμε στη διάχυση της πληροφορίας αυτής σε όλη τη γεωγραφική επικράτεια».
Εάν σας ζητούσα να μου αναφέρετε μόλις δύο αλλαγές που ο κλάδος σας επιθυμεί άμεσα, ποιες θα ήταν αυτές; Σε θεσμικό ή άλλο πλαίσιο;
«Θεωρώ πως πρέπει να αλλάξει άμεσα η ιστορία με την επαναπιστοποίηση. Δεν υπάρχει πουθενά στην Ευρώπη, αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία και οφείλεται στις κοινές αποφάσεις που συνεκδίδουν ΤτΕ και Ε.Κ. Επίσης θα πρέπει να γίνει πολύ σύντομα επαναπροσδιορισμός του θεσμικού πλαισίου σχετικά με τη Mifid II, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διότι πολύ φοβάμαι πως θα κάνει περισσότερο ζημιά στην αγορά, αντί να βοηθήσει στη βελτιστοποίηση των κανόνων της αγοράς».