Για «μάλλον απογοητευτική» εικόνα στην αγορά εργασίας κάνει λόγο ο ΣΕΒ σπεύδοντας να σημειώσει ότι «σε καμία περίπτωση η σχετικά κακή εικόνα δεν σχετίζεται με τις αλλαγές στους κανόνες που θεσπίστηκαν κάτω από έκτακτες καταστάσεις (κρίση δημόσιου χρέους, ύφεση), με πρωτόγνωρες για την Ελλάδα, αν και σύμφωνες σε μεγάλο βαθμό με διεθνείς πρακτικές, διευθετήσεις στην αγορά εργασίας.
Για «μάλλον απογοητευτική» εικόνα στην αγορά εργασίας κάνει λόγο ο ΣΕΒ σπεύδοντας να σημειώσει ότι «σε καμία περίπτωση η σχετικά κακή εικόνα δεν σχετίζεται με τις αλλαγές στους κανόνες που θεσπίστηκαν κάτω από έκτακτες καταστάσεις (κρίση δημόσιου χρέους, ύφεση), με πρωτόγνωρες για την Ελλάδα, αν και σύμφωνες σε μεγάλο βαθμό με διεθνείς πρακτικές, διευθετήσεις στην αγορά εργασίας.
Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «το ισχύον θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς εργασίας, αν μη τι άλλο, βοήθησε στην εξομάλυνση των αδιεξόδων της ανεργίας που προκάλεσε στην ιδιωτική οικονομία η βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή».
«Χωρίς τη μερική απασχόληση και τη μείωση του κατώτατου μισθού, καθώς και τη μεγαλύτερη ευελιξία στον καθορισμό των μισθών σε επιχειρησιακό επίπεδο, η ανεργία θα ήταν σήμερα σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα από το υψηλό 27% του 2013, ενώ η ύφεση θα συνεχιζόταν με αμείωτους ρυθμούς» σημειώνει στο εβδομαδιαίο δελτίο του.
Στέλνει μήνυμα ότι «όσοι ζητούν επαναφορά πρακτικών στις εργασιακές σχέσεις που επικρατούσαν πριν την κρίση, μετά την ολοκλήρωση των μνημονίων τον Αύγουστο του 2018, πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι αυτή δεν πρόκειται να επιφέρει και βελτίωση της κατάστασης των εργαζομένων στην αγορά εργασίας. Αντιθέτως, μια τέτοια επιστροφή στο παρελθόν, θα σηματοδοτήσει το τέλος της όποιας ανάκαμψης, και της συνακόλουθης αύξησης της απασχόλησης, και, την απαρχή νέων περιπετειών για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και εργασίας. Επείγει, συνεπώς να συμφωνηθεί μέσω του κοινωνικού διαλόγου ένα νέο, φιλικό προς την ανάπτυξη, θεσμικό πλαίσιο στα εργασιακά».
Σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίου του ΣΕΒ που επικαλείται στοιχεία του ΟΟΣΑ, στην Ελλάδα σήμερα, σε μια χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας στις χώρες του ΟΟΣΑ (21,6% το β’ τρίμηνο του 2017),
Όπως παρατηρεί, συγκρίνοντας τα στοιχεία αυτά με αντίστοιχα δεδομένα πριν την κρίση βλέπουμε ότι, εκτός της υψηλής ανεργίας και της εκτιμώμενης απώλειας εισοδήματος που οφείλονται στην μακρά διάρκεια της ύφεσης, όλοι οι υπόλοιποι διαρθρωτικοί δείκτες δεν εμφανίζουν παρά οριακές μεταβολές.