Οικονομία & Αγορές
Παρασκευή, 20 Οκτωβρίου 2006 14:30

Τα συμπεράσματα του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία

Η ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας συνεχίζεται και το 2006. Η εγχώρια ζήτηση στηρίζεται από τα χαμηλά επιτόκια, την ταχεία πιστωτική επέκταση και την αυξανόμενη απασχόληση. Η δημοσιονομική προσαρμογή, η φορολογική ελάφρυνση των επιχειρήσεων και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν επίσης αρχίσει να υποστηρίζουν την οικονομική δραστηριότητα. Παρότι ο εξωτερικός τομέας παραμένει ανασταλτικός παράγοντας για την ανάπτυξη, μετά από αρκετά χρόνια φθίνουσας ανταγωνιστικότητας οι εξαγωγές προϊόντων εμφανίζονται αναπάντεχα ενισχυμένες, αντανακλώντας εν μέρει την ανάκαμψη στις παγκόσμιες αγορές.

Η ισχυρή ανάπτυξη αναμένουμε να συνεχιστεί και το 2007. Η επίδραση των παραγόντων που συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη του προηγούμενου έτους θα συνεχιστεί, οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου έχουν μετριαστεί και οι προοπτικές της Ελλάδας στις αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης διαφαίνονται ευνοϊκές. Παρόλα αυτά, οι νομισματικές συνθήκες στην ευρωζώνη έχουν ήδη αρχίσει να γίνονται πιο αυστηρές και υπάρχουν ανησυχίες πως η επιβράδυνση της οικονομίας των ΗΠΑ μπορεί να είναι πιο έντονη από ό,τι αναμενόταν.

Κατά την περίοδο ανάπτυξης των τελευταίων ετών, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών έχει διευρυνθεί σε μη διατηρήσιμα επίπεδα και οι πιστώσεις στον ιδιωτικό τομέα έχουν αυξηθεί ταχύτατα. Μεσοπρόθεσμα, ο ρυθμός ανάπτυξης είναι πιθανό να επιβραδυνθεί και να πλησιάσει πιο κοντά στο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης. Ελλοχεύει όμως ο κίνδυνος μιας εντονότερης επιβράδυνσης και θα χρειαστούν κατάλληλες δημοσιονομικές, χρηματοοικονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές για την αποφυγή της.

Το αυξανόμενο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών αντανακλά μια σειρά ετών ισχυρής εγχώριας ζήτησης, διαρκούς απόκλισης του ρυθμού αύξησης των τιμών και των μισθών με αρνητικές επιπτώσεις στη διεθνή ανταγωνιστικότητα και, πιο πρόσφατα, τις υψηλές τιμές πετρελαίου. Μια ομαλή μετάβαση προς ένα διατηρήσιμο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών προϋποθέτει μικρότερη αύξηση της εγχώριας ζήτησης, συγκρατημένες αυξήσεις αποδοχών – που να μην υπερβαίνουν το άθροισμα της αύξησης της Ελληνικής παραγωγικότητας και του πληθωρισμού της ευρωζώνης – και περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και εργασίας.

Η ταχεία πιστωτική επέκταση αναμένεται να συνεχιστεί για αρκετό διάστημα, καθώς δεν έχει ολοκληρωθεί η χρηματοπιστωτική εμβάθυνση, αφού ο λόγος των δανείων ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει αρκετά κάτω από τα διεθνή επίπεδα. Αυτή η εξέλιξη είναι θεμιτή και αποτελεί φυσική συνέπεια της απελευθέρωσης των χρηματαγορών, αλλά παρουσιάζει κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Για αυτόν το λόγο, θα πρέπει να ενισχυθούν οι εποπτικές διαδικασίες από τον εποπτεύοντα φορέα και η διαχείριση κινδύνων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Η δημοσιονομική προσαρμογή υπήρξε η πιο επείγουσα προτεραιότητα τα τελευταία τρία χρόνια. Γι αυτό και είναι αξιέπαινη η σημαντική μείωση του ελλείμματος που πέτυχαν οι ελληνικές αρχές την περίοδο 2005-2006. Η προσπάθεια αυτή εύστοχα επικεντρώθηκε στις δαπάνες και φαίνεται πως είχε περιορισμένες αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγή και την απασχόληση.

Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να υφίσταται η ανάγκη μιας σταθερής και σημαντικής προσαρμογής των δημοσίων οικονομικών, με στόχο την επίτευξη ισοσκελισμένου διαρθρωτικού προϋπολογισμού το 2010 και στη συνέχεια πλεονασματικού. Μια περαιτέρω μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος θα βοηθούσε στον προοδευτικό περιορισμό του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, περιορίζοντας τη ζήτηση και τις πιέσεις στο κόστος, θα θωράκιζε τα δημόσια οικονομικά απέναντι σε μια ενδεχόμενη ύφεση και θα βοηθούσε στην ταχεία μείωση του δημοσίου χρέους για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανακύπτουν λόγω της πληθυσμιακής γήρανσης. Η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να εστιάσει στον περιορισμό των πρωτογενών δαπανών, δημιουργώντας έτσι περιθώριο για τις απαραίτητες επενδύσεις σε υποδομές και για φορολογικές ελαφρύνσεις. Επιπλέον, η διεθνής εμπειρία έχει δείξει πως ο περιορισμός δαπανών αυτού του είδους αυξάνει τις πιθανότητες ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα είναι διατηρήσιμη.

Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, ο προϋπολογισμός του 2006 φαίνεται πως θα τηρηθεί, αν και οι αρχές θα χρειαστεί να διατηρήσουν τον έλεγχο των δαπανών και να παρακολουθήσουν επιμελώς τα φορολογικά έσοδα. Η προσαρμογή μετατοπίσθηκε σε μεγαλύτερο βαθμό στα έσοδα, περιλαμβανομένων και ορισμένων προσωρινών μέτρων (αν και δεν εφαρμόστηκε το σύνολο αυτών που περιελάμβανε ο προϋπολογισμός). Επιπλέον, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, θα ξεπεραστεί ο στόχος των δαπανών, αν και τα έσοδα θα είναι επίσης υψηλότερα των προβλεπόμενων, λόγω των αυξημένων προσπαθειών για την πάταξη της φοροδιαφυγής και λόγω ορισμένων αυξήσεων στην έμμεση φορολογία.

Το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2007 φανερώνει μικρή περαιτέρω προσαρμογή. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης μειώνεται λίγο, αντικατοπτρίζοντας κυρίως χαμηλότερες δαπάνες για τόκους, ενώ τόσο τα έσοδα όσο και οι πρωτογενείς δαπάνες μεταβάλλονται λίγο. Οι ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες δίνουν τη δυνατότητα για πιο ενεργή δράση. Μια μεγαλύτερη μείωση του ελλείμματος θα ήταν προτιμότερη, προκειμένου να συνεχιστεί μια κατάλληλη αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική και να επιτευχθεί περαιτέρω πρόοδος προς το μεσοπρόθεσμο στόχο για πλεονασματικούς προϋπολογισμούς. Καλωσορίζουμε την απόφαση που αντανακλάται στον προϋπολογισμό για τερματισμό των προσωρινών μέτρων, πράγμα που θα συμβάλλει στη βελτίωση της ποιότητας της δημοσιονομικής προσαρμογής. Προτείνουμε να ληφθούν μόνιμα μέτρα στην πλευρά των δαπανών, και όχι προσωρινά (συμπεριλαμβανομένης της περαίωσης εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων), προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι μείωσης του ελλείμματος.

Η περαιτέρω μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρηματικών κερδών είναι ευπρόσδεκτη, καθώς θα συμβάλλει στη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος. Αν και οι λεπτομέρειες δεν είναι ακόμα διαθέσιμες, θα υπάρξει και αναμόρφωση της φορολογίας φυσικών προσώπων στις αρχές του επόμενου έτους. Εκτός από τις μειώσεις των συντελεστών, σημαντικά οφέλη θα μπορούσαν να επιτευχθούν από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης με τη σταδιακή εξάλειψη της μεγάλης λίστας των στρεβλωτικών φορολογικών απαλλαγών. Σε κάθε περίπτωση, αυτά τα μέτρα δεν πρέπει να θέσουν σε κίνδυνο την πρόοδο της δημοσιονομικής προσαρμογής.

Σημαντικές μεταρρυθμίσεις στη διαχείριση των δαπανών θα είναι καθοριστικές για τη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και θα ενισχύσουν τις λειτουργίες του κράτους γενικότερα. Γι’ αυτό, η πρόσφατη πρωτοβουλία για ανάπτυξη διαδικασίας κατάρτισης προϋπολογισμών βάσει προγραμμάτων είναι ευπρόσδεκτη, αλλά τα οφέλη θα είναι ορατά μόνο όταν η προσέγγιση αυτή ενσωματωθεί πλήρως στη διαδικασία προετοιμασίας και υλοποίησης του προϋπολογισμού. Η δημιουργία της νέας διεύθυνσης δημοσιονομικών ελέγχων είναι επίσης ευπρόσδεκτη, και θα πρέπει να επικεντρωθεί στην αξιολόγηση των προγραμμάτων έναντι των στόχων που είχαν τεθεί και στη διασφάλιση ανταποδοτικότητας για τις δαπάνες που γίνονται. Η ανάπτυξη ενός μεσοπρόθεσμου πλαισίου προϋπολογισμών θα βοηθούσε στη χάραξη της δημοσιονομικής στρατηγικής και στην επιλογή προτεραιοτήτων πολιτικής, ιδιαίτερα για την περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή που χρειάζεται τα επόμενα χρόνια.

Η βελτίωση της φορολογικής διοίκησης είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και θα βοηθούσε επίσης στην ενίσχυση της οικονομικής αποτελεσματικότητας και τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος. Σημειώνεται πρόοδος στον τομέα αυτό, με την επικέντρωση των φορολογικών ελέγχων σε μεγαλύτερες υποθέσεις, την αποσαφήνιση των κανόνων έκπτωσης δαπανών για τις επιχειρήσεις, τη βελτίωση στη συλλογή των εσόδων από ΦΠΑ, την αναμόρφωση των περιφερειακών ελεγκτικών κέντρων και της διαδικασίας προσφυγής στη δικαιοσύνη για φορολογικά θέματα. Παρά ταύτα, οι προσπάθειες αναμόρφωσης πρέπει να συνεχιστούν. Η φοροδιαφυγή παραμένει πρόβλημα, που υπονομεύει την πορεία των εσόδων και επιφέρει υψηλή επιβάρυνση σε εκείνους που λειτουργούν στην επίσημη οικονομία. Οι πρωτοβουλίες των αρχών τον τελευταίο χρόνο για αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, που φαίνεται να έχουν επιτύχει την αύξηση των φορολογικών εσόδων, είναι ευπρόσδεκτες και πρέπει να ενισχυθούν περαιτέρω.

Αν δεν υπάρξει θεμελιώδης αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος, το μακροπρόθεσμο κόστος από τη γήρανση του πληθυσμού αναμένεται να απειλήσει τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Η αναγκαία διαδικασία της εκτίμησης του κόστους από τη γήρανση έχει προχωρήσει με αργούς ρυθμούς, και γι’ αυτό θα πρέπει σύντομα να λειτουργήσει πλήρως η Εθνική Αναλογιστική Αρχή και να επιταχυνθεί η παροχή στοιχείων από τα ασφαλιστικά ταμεία. Όλοι οι κοινωνικοί εταίροι θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για τη δημιουργία κατάλληλου κλίματος για τη μεταρρύθμιση αυτή, υποστηρίζοντας το έργο της Επιτροπής Αναλυτή, που θα είναι καθοριστικό για την έγκαιρη υιοθέτηση συγκεκριμένων μέτρων. Προωθούνται μεταρρυθμίσεις στον τομέα της υγείας, αλλά η κύρια πρόκληση παραμένει η παροχή ποιοτικών υπηρεσιών υγείας με παράλληλη συγκράτηση του κόστους.

Οι εμπορικές τράπεζες απολαμβάνουν υψηλά ποσοστά ρευστότητας, καθώς και υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια, και η κερδοφορία παραμένει ισχυρή, υποστηριζόμενη από τους αυξανόμενους ρυθμούς δανειοδότησης στην Ελλάδα και την Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ωστόσο, υπάρχει ο κίνδυνος του υπερδανεισμού των νοικοκυριών και της υποβάθμισης της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού, καθώς ο δανεισμός αυξάνεται με υψηλούς ρυθμούς. Επίσης, τα υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένουν, παρά τον ισχυρό εγχώριο δανεισμό, υποδηλώνοντας ότι οι τράπεζες μπορεί να χρειάζεται να βελτιώσουν περαιτέρω τις πρακτικές διαχείρισης κινδύνου. Και η αυξανόμενη εξάρτηση από μη λιανικές και δυνητικά πιο ευάλωτες πηγές χρηματοδότησης, μπορεί να αυξήσει το κόστος και να υπονομεύσει την κερδοφορία.

Η προσοχή που δίνεται από την Τράπεζα Ελλάδος σε αυτά τα θέματα είναι αξιέπαινη. Η Τράπεζα Ελλάδος ενίσχυσε την παρακολούθηση από πλευράς της των κανόνων δανεισμού από τις τράπεζες, αύξησε τις προβλέψεις των απαιτήσεων, αύξησε το συντελεστή κινδύνου για τα στεγαστικά δάνεια με υψηλό δείκτη δανείου προς αξία, και εισήγαγε νέους κανόνες ρευστότητας. Για το μέλλον, η Τράπεζα Ελλάδος θα πρέπει να συνεχίσει να παρακολουθεί προσεκτικά τις πρακτικές διαχείρισης κινδύνου των τραπεζών, και να διατηρήσει στενή συνεργασία με τις άλλες κεντρικές τράπεζες στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Αναφορικά με τον κλάδο ασφαλίσεων, ο νέος φορέας εποπτείας θα πρέπει να λειτουργήσει πλήρως και οι αρχές θα πρέπει να διασφαλίσουν την ομαλή μετάβαση καθώς θα αναλαμβάνει τα καθήκοντά του.

Η ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας θα απαιτήσει περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και εργασίας, καθώς και βελτίωση της δημόσιας διοίκησης. Η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί σε πολλούς δείκτες ανταγωνιστικότητας και δυναμισμού, όπως προκύπτει από τη χρόνια αδυναμία των άμεσων ξένων επενδύσεων (με εξαίρεση την αύξηση αυτή τη χρονιά). Οι αρχές έχουν προωθήσει ένα αξιέπαινο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων με στόχο τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος. Έχουν εισαχθεί διαδικασίες απλοποίησης των αδειοδοτήσεων των βιομηχανικών επιχειρήσεων, οι οποίες θα πρέπει να επεκταθούν και στον ευρύτερο τομέα του εμπορίου. Η αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου που φαίνεται να αποδίδει καρπούς είναι ευπρόσδεκτη. Οι κλάδοι δικτύων (κοινής ωφέλειας) απελευθερώνονται, αλλά η σύγκλιση με τους κανόνες της ΕΕ θα πρέπει να επιταχυνθεί.

Ορισμένες σωστές πρωτοβουλίες ελήφθησαν και στην αγορά εργασίας, όπως η χαλάρωση των περιορισμών στην υπερωριακή απασχόληση και μεταρρυθμίσεις για την ενσωμάτωση των οικονομικών μεταναστών στην επίσημη οικονομία. Οι αγορές εργασίας έχουν χαμηλή απόδοση βάσει των διεθνών προτύπων, και παρά τον πρόσφατο περιορισμό του δημόσιου τομέα, οι αυξήσεις των μισθών είναι πολύ μεγάλες για να διασφαλίσουν την διεθνή ανταγωνιστικότητα ως προς το κόστος. Τα μέτρα που θα έπρεπε να εξεταστούν περιλαμβάνουν τη χαλάρωση της αυστηρής νομοθεσίας προστασίας της απασχόλησης, και την αποκέντρωση του συστήματος διαπραγματεύσεων, περιλαμβανομένης της δυνατότητας εξαιρέσεων.

Τα μέτρα για την ενίσχυση της απόδοσης των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών (ΔΕΚΟ) είναι ευπρόσδεκτα. Η εισαγωγή όρων του ιδιωτικού τομέα όσον αφορά την απασχόληση (αν και μόνο για τους νέους υπαλλήλους), βελτίωσε τη διαχείριση, και η υποβολή ετήσιων επιχειρηματικών σχεδίων θα πρέπει διαχρονικά να αυξήσει την παραγωγικότητα και να μειώσει την εξάρτηση των ΔΕΚΟ από τον κρατικό προϋπολογισμό. Παραπέρα αποκρατικοποιήσεις, η πρόσφατη πώληση μεριδίου μετοχών του Δημοσίου στον ΟΤΕ και τριών τραπεζών, είναι επίσης ευπρόσδεκτες. Αυτή η πολιτική θα πρέπει να συνεχιστεί καθώς και να ιδιωτικοποιηθούν εκείνες οι ΔΕΚΟ που έχουν εμπορικές δραστηριότητες.

Οι πρώτες ΣΔΙΤ αρχίζουν να υλοποιούνται υπό το νέο νομικό πλαίσιο. Αν και είναι πολύ πρόωρο να κρίνει κανείς την επιτυχία, καλωσορίζουμε την πρόθεση εξέτασης προγραμμάτων για χρηματοδότηση με ΣΔΙΤ με ανάλυση κόστους-οφέλους και ενσωμάτωσής τους στην ευρύτερη επενδυτική στρατηγική. Θα πρέπει να γίνεται πλήρης ανάλυση του κόστους με διαφάνεια στον προϋπολογισμό, συμπεριλαμβανομένων των μελλοντικών δημοσιονομικών υποχρεώσεων.

Τα οικονομικά στατιστικά στοιχεία έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, αλλά θα πρέπει να ενισχυθούν ακόμα περισσότερο. Η προωθούμενη βελτίωση των τριμηνιαίων στοιχείων των εθνικών λογαριασμών και η δημοσιοποίηση των δημοσιονομικών στοιχείων από την πλευρά της χρηματοδότησης, αποτελούν άμεσες προτεραιότητες. Οι πρόσφατα ανακοινωθείσες αναθεωρήσεις των εθνικών λογαριασμών υποδηλώνουν την ανάγκη για μια πολιτική έγκαιρων επικαιροποιήσεων, καθώς η μεγάλη καθυστέρηση από την τελευταία αναθεώρηση συνέβαλε στο μεγάλο μέγεθος της παρούσας αναθεώρησης και στη διαστρεβλωμένη εικόνα της οικονομίας στο ενδιάμεσο διάστημα. Επίσης, η αρχική επιφυλακτική αντίδραση από ορισμένες πλευρές στην ανακοίνωση της αναθεώρησης, υποδεικνύει την ανάγκη ενίσχυσης της αξιοπιστίας της εθνικής στατιστικής υπηρεσίας, ιδιαίτερα με την ανεξαρτητοποίησή της».