Τις βάσεις για τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς NPLs θέτει η πλήρης θωράκιση των τραπεζών ως ενυπόθηκων πιστωτών, η οποία επέρχεται με τις αλλαγές του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Από την έντυπη έκδοση
Tης Νένας Μαλλιάρα
[email protected]
Τις βάσεις για τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς NPLs θέτει η πλήρης θωράκιση των τραπεζών ως ενυπόθηκων πιστωτών, η οποία επέρχεται με τις αλλαγές του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Οι αλλαγές αυτές, που πρόκειται να ψηφιστούν ώστε να ισχύσουν από 1ης Ιανουαρίου 2018, ισχυροποιούν τη «σύνδεση» των τραπεζών με τις εμπράγματες εξασφαλίσεις (ακίνητα) των δανείων που χορηγούν, κάτι που έρχεται να λειτουργήσει συμπληρωματικά με την επικείμενη εφαρμογή των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Σημειώνεται ότι η δυνατότητα των τραπεζών να ανακτούν ενέχυρα για τα δάνεια που έχουν χορηγήσει είναι το βασικό ζητούμενο των εποπτικών αρχών και η βαρύτητά του θα αναδειχθεί περαιτέρω εν όψει των stress tests του 2018.
Σύμφωνα με τις αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που συμφωνήθηκαν με τους θεσμούς την προηγούμενη εβδομάδα, οι τράπεζες θα ικανοποιούνται στο 100% για τις απαιτήσεις τους ως ενυπόθηκοι δανειστές, από 65% που ισχύει σήμερα, αφού προηγουμένως θα έχουν εξοφληθεί από την επιχείρηση οι εργαζόμενοι και ο ΕΝΦΙΑ. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η κάλυψη των εργαζομένων θα αφορά χρονικά τις απαιτήσεις για μισθούς του τελευταίου εξαμήνου, ενώ αστερίσκος μπαίνει στους εργαζόμενους με μπλοκάκι. Οι τελευταίοι μπαίνουν στην ίδια σειρά κατάταξης με τους προμηθευτές της επιχείρησης και θα μπορούν να διεκδικήσουν τις απαιτήσεις τους για μισθούς δικαστικά, εφόσον αποδείξουν ότι είχαν σταθερή σχέση εργασίας στην επιχείρηση.
Οι αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ώστε να ενισχύεται η θέση των τραπεζών ως ενυπόθηκων δανειστών, μπήκαν από τους θεσμούς στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, καθώς οι τελευταίοι ζητούσαν να αυξηθεί το ποσοστό ικανοποίησης των τραπεζών από το αποτέλεσμα πλειστηριασμών, προκειμένου οι τράπεζες να έχουν μεγαλύτερη κάλυψη για τα νέα δάνεια που θα χορηγήσουν, και άρα μικρότερο ρίσκο έναντι πτωχεύσεων επιχειρήσεων. Πέρα από τη μεγιστοποίηση των ενεχύρων (εξασφαλίσεων) για τις τράπεζες, το σκεπτικό των θεσμών ήταν να δοθεί κίνητρο στις τράπεζες να χορηγήσουν νέα δάνεια και με χαμηλότερο επιτόκιο, ελαχιστοποιώντας τον πιστωτικό κίνδυνο που κρατά αφενός κλειστές τις στρόφιγγες χρηματοδότησης και αφετέρου υψηλό το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις.
Όπως αποφασίστηκε κατά τις επαφές αυτής της εβδομάδας μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών, με την τροποποίηση στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας από 1/1/2018, πρώτα θα εξοφλούνται οι εργαζόμενοι και ο ΕΝΦΙΑ, μετά οι τράπεζες που έχουν υποθήκη, το Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία και μετά όλοι οι υπόλοιποι πιστωτές (π.χ. προμηθευτές, τράπεζες χωρίς υποθήκη, κ.λπ.).
Αν και τρίτες στη σειρά κατάταξης, οι τράπεζες εξασφαλίζουν με τις τροποποιήσεις του ΚΠολΔ πλήρη κάλυψή τους έναντι δανείων που θα χορηγήσουν προς επιχειρήσεις. Και αυτό, όχι μόνο γιατί ως ενυπόθηκοι δανειστές θα αποζημιώνονται στο 100% της απαίτησής τους αντί του 65% που ισχύει σήμερα (και από το υπόλοιπο 35% εφόσον από αυτό απομείνει κάτι μετά την ικανοποίηση των άλλων πιστωτών). Αλλά και επειδή οι δύο προηγούμενες απαιτήσεις στη σειρά ικανοποίησης των πιστωτών (εργαζόμενοι και ΕΝΦΙΑ) λειτουργούν και αυτές υπέρ των τραπεζών. Αφενός η πληρωμή των εργαζομένων διασφαλίζει ότι δεν πρόκειται να θιγεί η βιωσιμότητα της επιχείρησης και άρα δεν κινδυνεύει το δάνειο που έχει δώσει η τράπεζα στην επιχείρηση.
Σημειώνεται ότι οι επιχειρήσεις που θα ζητούν να λάβουν δάνειο από 1ης/1/2018 θα πρέπει να προσκομίζουν στις τράπεζες αποδεικτικό, είτε ότι έχουν εξοφλήσει είτε ότι έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους προς τους εργαζόμενους και τον ΕΦΚΑ.
Αφετέρου, η εξόφληση του ΕΝΦΙΑ, ο οποίος συνδέεται με τα ακίνητα, ισχυροποιεί τα collaterals των δανείων που έχουν δώσει οι τράπεζες. Σημειώνεται ότι χωρίς την εξόφληση του ΕΝΦΙΑ δεν είναι δυνατή η μεταβίβαση ακινήτου, κάτι που θα αποτελέσει πρακτική προσεχώς κατά τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και τη μεταβίβαση NPLs στις εταιρείες διαχείρισης.
Σημειώνεται ότι το 87% των συνολικών εξασφαλίσεων των μη εξυπηρετούμενων δανείων αφορά σε ακίνητα, εκ των οποίων το 50% οικιστικά και το υπόλοιπο εμπορικά και βιομηχανικά. Η συνολική αξία αυτών ανερχόταν σε 46,1 δισ. ευρώ το 2016 (κατά 6% χαμηλότερη από το 2015).